του Νίκου Σταθόπουλου

Ζούμε, λέει, τις ένδοξες ώρες της μεγάλης νίκης του «αντιφασιστικού κινήματος»! Τη δικαστική καταδίκη της Χρυσής Αυγής, που ενώ καθημερινά βεβαιώνεται η τυφλή της συνάρτηση με τον θεσμό της Δικαιοσύνης (και όλα όσα σημαίνει αυτό στην πραγματική κοινωνικοταξική εμπειρία…), ωστόσο ερμηνεύεται αλχημιστικά ως «κορύφωση της αντίφα συνείδησης» και άλλα τέτοια ηχηρά πολιτικάντικα μιας στρατηγικής ανασύνθεσης του συλλογικού φαντασιακού με όρους πολιτισμικής ηγεμονίας κάποιων αμφιλεγόμενων αντιθέσεων.

Αμφιλεγόμενων (επιεικώς…), στο βαθμό που: και γενικά είναι λειτουργικό εποικοδόμημα σε σχέση με τις «γενετικές συνθήκες βάθους»(οι οποίες και μηδενίζονται εν όψει του «φαιού κινδύνου»…), αλλά και ειδικά, στην εποχή του πλανητικού μετακαπιταλισμού, είναι τόσο αντικειμενική η σύγχυση ώστε οι παραδοσιακοί ρόλοι δεν είναι καθόλου ευδιάκριτοι ή τουλάχιστον ταξινομικά εύκολοι, Η αντιφασιστική ρητορική, στην πλατύτερη εννόησή της, χρησιμοποιήθηκε δραστικά για τη διάλυση κρατών και κοινωνιών καθώς και για την εκλογίκευση των διεργασιών (π.χ. διαρκής μετανάστευση) που προαπαιτούνται για την εδραίωση του πλανητικού Κεφαλαίου της «ψηφιακής συσσώρευσης».

H ΟΠΟΙΑ ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ επίκληση των ναζιστικών θηριωδιών, δε μπορεί να αναιρέσει την «πανουργία» της ιστορίας και της διαλεκτικής των «κοινωνικών συστημάτων», που επιτρέπει στις ελίτ της Δύσης να εκφασίζουν αδίστακτα (όσο και υπό την επιρροή των αναπαραγωγικών τους μοντέλων…) τη ζωή και την κοινωνία επισείοντας την «απειλή της φασιστικής αναβίωσης». Διότι, βέβαια, λόγου χάρη, σχεδιασμένη παραγωγή νέου ανθρωπότυπου ζούμε με τη διάχυση των μετανεωτερικών ιδεοληψιών, και τούτο είναι πούρος φασισμός, με την επιστήμη και την τεχνολογία να υπηρετούν τυφλά μια ιδιότυπη «αρία φυλή» προσδιορισμένη στη σφαίρα της Οικονομίας.

Ο Μιχαλολιάκος είναι εγκληματικός νοσταλγός των S.S., ναι, αλλά καμιά ανάγκη δεν τον έχει το σύστημα ως κυβερνητική δύναμη, και, παράλληλα, το «αντιφασιστικό κίνημα» ενδυναμώνει τις «δημοκρατικές» δυναμικές του σύγχρονου παγκοσμιοποιητικού φιλελευθερισμού. Η «μάζα» που προϋποτίθεται στην ανάπτυξη των ολοκληρωτισμών είναι, πλέον, το κοινωνικό περιεχόμενο της δημοκρατίας του υπερτεχνολογικού καταναλωτικού καπιταλισμού, είναι η ηγεμονεύουσα Μαζική Δημοκρατία.

Αυτοί που πρωτοστατούν στη νέα κοινωνική ιδεολογία του «αντιχρυσαυγιτισμού»( και όχι αντιφασισμού…) είναι οι ίδιοι που άμεσα ή έμμεσα συνεργάζονται με τα συστημικά think tank που προωθούν το «ξεπέρασμα» του «Όχι» στην Αλβανία, την «αντιπολεμική» υπέρβασή του και την αντικατάσταση από την «Απελευθέρωση της Αθήνας» πλαισιωμένη από μια θεώρηση της ιστορίας ως πεδίου εφαρμογής των ποικίλων «ανταγωνισμών των αστικών τάξεων».

TΟ «ΌΧΙ» ΤΟΥ ’40 ταυτίζεται με μια «εθνικιστική υστερία» που νομιμοποιεί τον «μιλιταρισμό» και που η επίκλησή του «εξαγιάζει τον φασίστα Μεταξά» ο οποίος, όμως, είναι εκ των «ηρώων» του χρυσαυγίτικου γκανγκστερισμού! Δεν είναι, όμως, απλά μια αντίθεση με τη σημειολογία και τα τελετουργικά του «εθνικισμού», αλλά μια στρατηγική υποκατάστασης του αυθεντικού από πλαστές υστερογενείς αναπαραστάσεις, ώστε η βαθιά ανάγκη και ροπή να (ψευδο)ικανοποιείται με το πειστικό Θέαμα των συστημικών τρικ. Η λογική της «αφήγησης» αποφορτίζει τα γεγονότα από τον καθαρό χαρακτήρα τους και τα ξανασερβίρει σαν «ιδεολογικές οφθαλμαπάτες» με ιδεολογική σκοπιμότητα!

Δηλαδή: η αυθόρμητη παλλαϊκή άμυνα στον επιδρομικό ιταλικό φασισμό, εκφραστική ενός βαθιά πατριωτικού φρονήματος που αδιαφορούσε για τις όποιες συνωμοσίες του μεταξικού φασισμού και επέβαλε την αντίσταση, «πνίγεται» στους λεκτικούς σαματάδες των ιδεοαλχημιστών και αυτό που αναδεικνύεται, σε αυτή την άθλια «επιστημονική» προπαγάνδα, είναι «η φύση του καθεστώτος», οι «γεωπολιτικές και διπλωματικές συγκυρίες», η «επανανάγνωση με κριτήριο τις παρούσες εξελίξεις και ανάγκες», το «απόλυτο πρωτείο του καθαρού αντιφασισμού σε σχέση με τα πατριωτικά». Το «θέμα» τους δεν είναι η ουσία του γεγονότος, αλλά η «χρήση» του στην παρούσα ιστορική περίοδο!

Η υπεράσπιση του «Όχι», σηματοδοτεί την απόλυτη ανάπτυξη της σύγκρουσης με τον εθνομηδενισμό και τον γκλομπαλιστικό δημοκρατισμό. Γιατί είναι αυτά όψεις της ίδιας πολιτισμικής αποδόμησης που εμπεριέχεται στις παρούσες ζυμώσεις της εμπορευματικής οικονομίας

Στην ουσία, είναι αυτοί που επιστημονικοποιούν την Αφήγηση, αφού στόχος τους είναι το «ξεπέρασμα της εθνοαναφοράς στην προοπτική της πλανητικότητας» και ο «κοινοβουλευτικός δημοκρατισμός της εποχής των Αγορών», ο «Άνθρωπος» και η «Δημοκρατία», έτσι, σαν οργανικές αφαιρέσεις μιας μαζικοδημοκρατικής ρητορικής που κανονικά και οργανωμένα διαγράφει την ιστορία και μηδενίζει τις υπαρκτές αντιθέσεις, επινοώντας αδιάκοπα μια «σύγχρονη αλήθεια»!

Ο Παύλος Φύσσας είναι, πλέον, η κεντρική ιδανική φιγούρα, το πεδίο όπου απεμπολείται το «παιδιά, της Ελλάδος παιδιά…» και παιανίζουν τα δικαιωματίστικα νεοθούρια τύπου «σιγά μην κλάψω, σιγά μην φοβηθώ…». Δυο εντελώς διαφορετικές βιώσεις του ιστορικού Πραγματικού, τίθενται σε μια εκτρωματική εχθρότητα, καταργώντας την ιστορία και τη λογική! Παύλος Φύσσας εναντίον συνταγματάρχη Δαβάκη, σε μια «μονομαχία» εφιαλτικά παρανοϊκή! Ένας πολιτισμός χωρίς πατρίδες είναι το αχαλίνωτο μιας φαντασίας χωρίς ρίζες στη λογική και την εμπειρία.

Τα θρυλικά «παιδιά με τα πρησμένα πόδια που τα λέγανε αλήτες…» εξαφανίζονται μέσα στις πολυώνυμες περιθωριακές φιγούρες ενός «εκρηκτικού» ντεκαντάνς χωρίς νοηματοδότηση πέραν της σπαρακτικής αυτοκαταστροφικότητας του διαταραγμένου ναρκισσισμού. Το «Όχι» ρίχνεται στην ανυποληψία μιας «υστερίας των νοικοκυραίων σαν αυτών που σκότωσαν τον Ζακ…», και, έτσι, η αντιφασιστική πατριωτική συνείδηση εκπίπτει σε έναν γενικόλογο αντιαυταρχισμό που απλώς ανταποκρίνεται πλήρως στις σύγχρονες υπαρξιακές προδιαγραφές της «ελεύθερης οικονομίας» στην ψηφιακή μεταμοντέρνα «άυλη» φάση της.

ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΜΙΑ συνολική στρατηγική, δηλαδή για την προώθηση ενός Νέου Κοινωνικού Όλου, και όχι στενά για νέου τύπου μερικές διευθετήσεις. Η διάσταση με τις πατρίδες δεν είναι, σήμερα, απλά το λογικό παρεπόμενο μιας «διεθνιστικής οπτικής», αλλά η ζωτική ανάγκη των νέων θεσμίσεων του Κεφαλαίου (της Οικονομίας ) να πραγματωθούν ως γενικό Είναι του κόσμου. Χωρίς αυτό τον απατριδισμό είναι ανεκπλήρωτη η προοπτική των σύγχρονων δυναμικών της συσσώρευσης, έτσι όπως κανονίζονται αντικειμενικά από την τεχνολογία σε φάση εκρηκτικής της απογείωσης.

Να γιατί ακόμα και η Αριστερά απεμπολεί την πατριωτική παράμετρο του κοινωνικού αγώνα: διότι κάθε πολιτισμικός λόγος που ανάγεται σε «γενικές δομές» ερήμην της λογικής, της ανθρώπινης αμεσότητας και των οργανικών σχέσεων της ζωής, μοιραία καταλήγει σε αφαιρετικές υπερσυνθέσεις υπερσυγκεντρωτικού χαρακτήρα. Είναι μια εποχή γενικευμένου κατακερματισμού, που απορρέει από την ίδια τη φύση της μεταβιομηχανικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, και η απαραίτητη συνοχή επιτυγχάνεται με τη νομική και ιδεοπολιτιστική αναγωγή σε αφαιρέσεις «ενοποιητικής αναγκαιότητας» (π.χ. Τεχνολογία, Οικονομία, Πρόοδος, Δικαιώματα, Προσωπικότητα…).

Η υπεράσπιση του «Όχι», σηματοδοτεί την απόλυτη ανάπτυξη της σύγκρουσης με τον εθνομηδενισμό και τον γκλομπαλιστικό δημοκρατισμό. Γιατί είναι αυτά όψεις της ίδιας πολιτισμικής αποδόμησης που εμπεριέχεται στις παρούσες ζυμώσεις της εμπορευματικής οικονομίας. Με επείγουσα επικέντρωση στο «εθνικό πεδίο» προσδιορίζουμε την αγωνιστική άμυνα σε όλο το φάσμα των όρων όπου θεμελιώνεται ένας εναλλακτικός ανταγωνιστικός πολιτισμός. Αυτό ακριβώς φοβούνται: το ενεργητικό θετικό «Όχι», όπως εκείνο που άρθρωσε πρακτικά ο ελληνικός λαός ενάντια στη «λογική» και τα τερτίπια του μεταξικού καθεστώτος.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!