Μέσα σε λίγες μέρες είδαμε δύο περιπτώσεις πολύ επικίνδυνων πυρκαγιών να εκδηλώνονται κυριολεκτικά μέσα στον αστικό ιστό. Η μια ήταν αυτή της φωτιάς στις Αχαρνές η οποία έκαψε εργοστάσια και επεκτάθηκε στο Ρέμα της Χελιδονούς. Η δεύτερη ήταν αυτή στην Πάτρα η οποία έκαψε σπίτια και έφτασε μέχρι την αυλή του Καραμανδανείου Νοσοκομείου Παίδων το οποίο εκκενώθηκε. Και οι δύο φωτιές εκδηλώθηκαν σε οικόπεδα με ιδιαίτερα χαμηλή βλάστηση, παρόλα αυτά δεν μπόρεσαν να ελεγχθούν. Αντίστοιχη ήταν και η εικόνα με τις φωτιές σε Σέριφο και Κερατέα όπου και πάλι έχουν σημειωθεί πυρκαγιές σε χαμηλή βλάστηση, οι οποίες γιγαντώθηκαν και έφτασαν για μια ακόμη φορά να κάψουν σπίτια. Το μοτίβο είναι κοινό και φανερώνει παντελή αδυναμία να περιοριστούν ακόμη και θεωρητικά εύκολες περιπτώσεις, στις οποίες κανονικά η επέκταση της φωτιάς είναι αδικαιολόγητη.
Οι περιπτώσεις πυρκαγιών εντός του αστικού ιστού έχουν άμεση σχέση και με τις πρόσφατες αλλαγές στη νομοθεσία σε σχέση με τη μετακύλιση της ευθύνης της πυροπροστασίας στους πολίτες. Αφενός αυτή η κίνηση φαίνεται πως είναι τρομερά αναποτελεσματική καθώς παρά τα δυσθεώρητα πρόστιμα που αγγίζουν τις 50.000 ευρώ, δεν μπόρεσε καν να αποτραπεί η εκδήλωση πυρκαγιάς εντός της βιομηχανικής ζώνης που θα έπρεπε να υπόκειται και σε περισσότερους ελέγχους. Αφετέρου, ήδη η κυβέρνηση χρησιμοποιεί την εν λόγω νομοθεσία ως επιχείρημα για την ευθύνη των πυρκαγιών, που δήθεν οφείλονται στην αμέλεια των πολιτών. Ωστόσο η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική.
Η υποστελέχωση των δασαρχείων, η επιλογή της αεροπυρόσβεσης ως το βασικό μέσο πυρόσβεσης και οι διαδοχικές εντολές εκκένωσης των πάντων φανερώνουν πως ο σχεδιασμός για την προστασία των δασών είναι αναποτελεσματικός. Φέτος τα Canadair που διαθέτουμε έχουν ήδη 500 ώρες πτήσης έναντι 37,5 πέρσι, παρόλα αυτά τα αποτελέσματα μέχρι σήμερα είναι αποκαρδιωτικά. Αντίθετα, η επιλογή της αεροπυρόσβεσης με την παραμικρή υποψία καπνού επιβαρύνει σημαντικά την κατάσταση του στόλου της χώρας με αποτέλεσμα να απαιτείται και η ενοικίαση επιπλέον αεροσκαφών για να βγει η σεζόν.
Το καρτέλ της φωτιάς
Η ενοικίαση αεροσκαφών κάθε άλλο παρά αθώα είναι, δεδομένου ότι οι εταιρείες με τις οποίες συνεργάζεται η χώρα είναι ήδη υπόλογες για οικονομικά σκάνδαλα και απάτες που σχετίζονται με τη δραστηριότητά τους στην Ισπανία. Η υπόθεση είναι γνωστή με το όνομα «το καρτέλ της φωτιάς» και αφορά, μεταξύ άλλων, τις εταιρείες Titan (πρώην AVIALSA), Pegasus ( πρώην FAASA) και την CEGISA οι οποίες κατηγορήθηκαν για διαφθορά στελεχών του δημοσίου και τη δημιουργία μονοπωλιακών συνθηκών στις αγορές του ενδιαφέροντός τους, με αποτέλεσμα αυξημένα κόστη της τάξεως των 150 εκατομμυρίων για την Ισπανία. Μάλιστα το ίδιο καρτέλ έχει καταδικαστεί και στη Χιλή, ενώ φαίνεται πως η δραστηριότητά του επεκτάθηκε και σε Ιταλία, Ισραήλ, Τουρκία, Σλοβενία και Κύπρο, μέσα από την ενοικίαση ειδικών αεροσκαφών τύπου Air Tractors. Τα ίδια αεροσκάφη τα οποία νοικιάζει και η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, από τις ίδιες εταιρείες παρότι οι εκπρόσωποι τους είναι πρωτόδικα καταδικασμένοι! Μάλιστα οι διαδικασίες για την ενοικίαση των αεροσκαφών ξεκίνησαν επί υπουργίας Ν. Χαρδαλιά και συνεχίστηκαν με τον Χ. Στυλιανίδη, ο οποίος με βάση της θέση που κατείχε στην Ε.Ε. δεν μπορεί να ισχυριστεί άγνοια για το ζήτημα. (πηγή: www.datajournalists.co.uk)
Αντίστοιχα, σκιώδης είναι και η διαχείριση του πυροσβεστικού σώματος με τους υπόδικους για τις μεγαλύτερες πυρκαγιές των τελευταίων ετών να λαμβάνουν προαγωγές καταλαμβάνοντας έτσι νευραλγικά πόστα. Παράλληλα τεράστιες παραμένουν και οι ελλείψεις προσωπικού στις δασικές υπηρεσίες, παρά τις συνεχείς καταγγελίες και εκκλήσεις των αρμόδιων υπηρεσιών και ομάδων κατοίκων από διάφορες περιοχές της χώρας.
Τόσο η κατάσταση των υποδομών πυροπροστασίας όσο και το ίδιο το σχέδιο για την δασοπυρόσβεση φανερώνουν ότι η διαχείριση του ζητήματος δεν είναι απλά ελλιπής και πρόχειρη, αλλά εγκληματικά αδιάφορη και ύποπτα σκιώδης. Η κυβέρνηση μοιάζει να κάνει μπίζνες ακόμη και με τις φωτιές, με ύποπτες εταιρείες και ανάδοχους που τελικά δεν καλύπτουν ούτε το 10% των αρχικών υποσχέσεων. Το περιβόητο πόρισμα Goldammer, που το θυμούνται έπειτα από κάθε μεγάλη καταστροφή, δεν έχει υλοποιηθεί παρά τις δηλώσεις για το αντίθετο καθώς αποτελεί μια συνολική πρόταση από την οποία έχουν γίνει επιλογές συγκεκριμένων μέτρων που βολεύουν. Κατά τα άλλα η κοινωνία ειδοποιείται μέσω του 112 να παραμείνει στο σπίτι της, μέχρι να έρθει η ώρα να το εκκενώσει μπροστά στον κίνδυνο της επερχόμενης πυρκαγιάς.
Τραγικά ελλιπής η αποκατάσταση των ζημιών
Τα τελευταία τρία χρόνια έχουν καεί 3,2 εκατομμύρια στρέμματα και όλοι θυμούνται τις μεγαλόστομες υποσχέσεις της κυβέρνησης για αναδάσωση των περιοχών και αποκατάσταση των ζημιών. Ωστόσο μέχρι σήμερα έχουν προκηρυχθεί ως αναδασωτέα μόλις 57.000 στρέμματα με προϋπολογισμό 55 εκατομμύρια ευρώ. Επιπλέον, από τον προϋπολογισμό της επιτροπής Μπένου, η οποία διαφημίστηκε ως εμβληματική κίνηση από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, τα 230 από τα 389 εκατομμύρια θα δοθούν για την κατασκευή νέου οδικού δικτύου συνολικού κόστους, 520 εκατομμυρίων. Ποσό μάλλον γενναιόδωρο, δεδομένου ότι στην Εύβοια κάηκαν 520.000 στρέμματα από τα οποία μόλις το 0,28% θα αναδασωθεί λόγω περιορισμένου προϋπολογισμού!
Σειρά λαθών έχει υπάρξει και στην Αττική όπου λόγω υποστελέχωσης ξεράθηκαν 100 χιλιάδες δενδρύλλια κεφαλληνιακής ελάτης τα οποία προορίζονταν για αναδασώσεις στην περιοχή. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση της Δαδιάς, λόγω της κινητοποίησης της κοινωνίας αλλά και της φυσικής αναγέννησης του δάσους που δεν είχε καεί μέχρι τώρα. Παρόμοια είναι η κατάσταση και σε ότι αφορά την αποκατάσταση των ζημιών, όπως είχε αναφερθεί και σε προηγούμενο φύλλο (βλ. περιοδικό «Η Φωνή του Δάσους», τεύχος 1, φύλλο 690), το κράτος καλύπτει μόνο ένα μικρό μέρος των επισκευών των ζημιών και μάλιστα με ενδεικτικές τιμές οι οποίες απέχουν από αυτές της αγοράς, ενώ αν η αποκατάσταση δεν είναι πλήρης ο πυρόπληκτος καλείται να επιστρέψει το ποσό. Μοναδικό, μέλημα της κυβέρνησης στις πληγείσες περιοχές, φαίνεται να αποτελούν τα έργα αποκατάστασης του τουρισμού, παροχής ίντερνετ αλλά και διάνοιξης δρόμων, πράγμα δηλαδή που παραπέμπουν στην «αξιοποίηση» αντί για την αποκατάσταση των δασικών περιοχών.
Προβληματίζει ο μέχρι τώρα απολογισμός
Η φετινή αντιπυρική περίοδος δεν έχει ξεκινήσει καλά, παρότι πέρα από την περίπτωση της Ηλείας ευτυχώς δεν έλαβαν χώρα (ακόμη) μεγάλες πυρκαγιές όπως αυτές που γνωρίσαμε τα τελευταία χρόνια. Συνήθως το πρώτο μισό της αντιπυρικής περιόδου δεν σημαδεύεται από μεγάλες καταστροφές, πράγμα λογικό δεδομένων των ηπιότερων καιρικών συνθηκών αλλά και της μεγαλύτερης ετοιμότητας των υποδομών για τη δασοπροστασία και την δασοπυρόσβεση. Φέτος έχουν ήδη καεί πάνω από 100.000 στρέμματα γης, αριθμός υπερπολλαπλάσιος του αντίστοιχου μέσου όρου (μ.ο.) των 35.000 στρεμμάτων και πάνω από δέκα φορές μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο μ.ο. του 2022 που ήταν 7.290 στρέμματα. Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό το μέγεθος αρκεί να αναφέρουμε πως τα τελευταία 20 χρόνια, τις χρονιές που δεν σημειώθηκαν τεράστιες πυρκαγιές ο συνολικός αριθμός καμένων εκτάσεων για όλη την αντιπυρική περίοδο σπανίως ξεπέρασε τις 200.000 χιλιάδες στρέμματα. Ρεκόρ έχει πιάσει και ο αντίστοιχος αριθμός πυρκαγιών για την εποχή που είναι τριπλάσιος από τον μ.ο. και ο μεγαλύτερος από το 2006.
Μπορεί μεν φέτος να έχουν ήδη σημειωθεί οι πρώτοι καύσωνες, ωστόσο το γεγονός αυτό δεν αρκεί για να εξηγήσει το συγκεκριμένο μέγεθος. Ο παράγοντας της θερμοκρασίας είναι σημαντικός, όμως παρόμοια φαινόμενα με φέτος έχουν εκδηλωθεί μέσα στην τελευταία πενταετία, σε μικρότερη ίσως αλλά σίγουρα συγκρίσιμη ένταση και κλίμακα, ωστόσο, οι καταστροφές και ο αριθμός των πυρκαγιών εκείνων των περιόδων είναι τρομερά μικρότερος. Τα παραπάνω νούμερα θα πρέπει να προβληματίσουν διότι φανερώνουν πως κάτι δεν πάει καλά είτε με το σχέδιο είτε με την κατάσταση των υποδομών αντιπυρικής προστασίας στην χώρα. Θυμίζουμε πως στα προηγούμενα χρόνια που σημειώθηκαν τεράστιες πυρκαγιές, ένα κοινό χαρακτηριστικό ήταν η αδυναμία του συστήματος να ανταπεξέλθει συντονισμένα στον μεγάλο φόρτο πυρκαγιών με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις να απουσιάζει εντελώς και οι φωτιές να ξεφύγουν. Όπως βέβαια σημαντικό ρόλο διαχρονικά έχει παίξει και η υποστελέχωση των δασικών υπηρεσιών που οδηγεί στην ελλιπή φύλαξη και επιτήρηση, φαινόμενο που φαίνεται να επαναλαμβάνεται και φέτος.
Πηγές: EFFIS, ΕΜΥ