Μέρος ΣΤ΄

Δείτε τα προηγούμενα: Μέρος Α΄, Β΄, Γ΄, Δ’Ε’

Καθώς ο Αλέξης Πάρνης έχει διαγραφεί από το ΚΚΕ, έχει απολυθεί από το ελληνικό τμήμα του ραδιοφώνου της Μόσχας και οι δημοσιεύσεις έργων του στα σοβιετικά έντυπα έχουν μειωθεί στο ελάχιστο, φαίνεται ότι οι εναντίον του ενέργειες των παλιών του συντρόφων έχουν κάπως καταλαγιάσει εφ’ όσον τον έχουν σχεδόν εξουδετερώσει. Βέβαια, κάποιοι φίλοι του, διάσημοι Σοβιετικοί λογοτέχνες, αραιά και πού, δημοσιεύουν κάποιο γραφτό του για να τον στηρίξουν ηθικά και οικονομικά, αλλά επί της ουσίας οι «συντροφικές» καταγγελίες τού έχουν κόψει τη φόρα. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, τον Μάρτιο του 1957, δημοσιεύτηκε η «Σπορά ελπίδας» στο περιοδικό «Νέα Φρουρά» και το 1958 κυκλοφορεί σε βιβλίο η ποιητική του συλλογή  «Ελλάδα πατρίδα μου» από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, σε 20.000 αντίτυπα.

Σ’ αυτό το ασφυκτικό κλίμα, ο Πάρνης συνεχίζει την αλληλογραφία του με τον επίσης διαγραμμένο από το ΚΚΕ και εκτοπισμένο στη Βόρεια Ρωσία Νίκο Ζαχαριάδη (με αλλαγμένο όνομα), ο οποίος στα γράμματά του σχολιάζει τα κομματικά, παρεμβάλει τα πιο ανθρώπινα που έχουν να κάνουν με τις συνθήκες ζωής του, τις οικονομικές δυσκολίες, τη φροντίδα του γιου του, του «Σιφάκου», αλλά και αναλύει τα πολιτικά γεγονότα στην Κύπρο, τη Γιουγκοσλαβία, την Ουγγαρία κι αλλού. Ένας σημαντικός αριθμός απ’ αυτά τα γράμματα προς τον Πάρνη παραδόθηκαν πολλά χρόνια αργότερα από τον γιο του Κύρο, που εργαζόταν στη Μόσχα, στον Στ. Γιαννακόπουλο για να τα συμπεριλάβει στο βιβλίο του «Νίκος Ζαχαριάδης, θύτης και θύμα». Τα υπόλοιπα γράμματα του Ζαχαριάδη καθώς και όλα όσα του έστειλε ο Πάρνης δεν έχουν ακόμα εντοπιστεί σε κάποιο αρχείο.

Είναι μια περίοδος που στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης συνεχίζεται η ανασυγκρότηση και ανοικοδόμηση των τεράστιων περιοχών της χώρας που είχαν υποστεί βιβλικές καταστροφές κατά την προέλαση και υποχώρηση των γερμανικών και των άλλων δυνάμεων του Άξονα. Συνεχίζονται, όμως, και οι μεγάλες αναταράξεις ως επακόλουθα του ξαφνικού θανάτου του Στάλιν το 1953. Το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, τον Φεβρουάριο του 1956, νομιμοποιεί την εκκαθάριση σημαντικών στελεχών της προηγούμενης ηγετικής ομάδας, αλλά δεν επιλύει όλες τις αντιθέσεις ανάμεσα στους διάφορους πυρήνες και τα άτομα της εξουσίας. Στα σημαντικά γεγονότα που καταγράφτηκαν στη λεγόμενη «αποσταλινοποίηση» εντάσσεται και η απελευθέρωση εκτοπισμένων και εξορισμένων που είχαν περάσει μεγάλο διάστημα στις αχανείς βόρειες και βορειοανατολικές περιοχές της σοβιετικής επικράτειας. Και απ’ αυτό το σημείο, την ίδια χρονιά, με την καθαίρεση του Ζαχαριάδη στη στημένη από τους Σοβιετικούς 6η Ολομέλεια του ΚΚΕ, ξεκινάει ένας νέος Γολγοθάς στη μακρινή Τασκένδη για τα μέλη του ΚΚΕ που αντιδρούν στην έξωθεν επέμβαση, με την μπάλα να παίρνει αμπάριζα και τον Πάρνη που ζει ξέχωρα στο ρωσικό περιβάλλον της Μόσχας, αλλά δεν υποτάσσεται. Είναι μία τραγική ειρωνεία, την ώρα που ο Χρουστσόφ καταγγέλλει τις διώξεις που κόστισαν πολλές ζωές και υπολήψεις, να αρχίζουν οι διώξεις εναντίον των απείθαρχων πολιτικών προσφύγων που αρνούνται να ευθυγραμμιστούν με τη νέα εγκάθετη ηγεσία υποστηρίζοντας τον Ζαχαριάδη ως τον μόνο νόμιμο ηγέτη του κόμματος.

Αναταραχή στην περιφέρεια

Ο Αλέξης Πάρνης στη Μόσχα…

Αλλά και στον εξωτερικό περίγυρο της ΕΣΣΔ εκδηλώνονται αντιδράσεις που αφενός εκφράζουν κοινωνικές δυσαρέσκειες από τον τρόπο άσκησης της εξουσίας και αφετέρου υποκρύπτουν την αμείωτη προσπάθεια των ΗΠΑ και των συμμάχων τους να υπονομεύσουν τα καθεστώτα του ανατολικού μπλοκ. Η εξέγερση που εκδηλώνεται στην Ουγγαρία το 1956 έχει αυτά τα ανάμεικτα χαρακτηριστικά. Όπως και σε άλλες χώρες της Ευρώπης που εντάχθηκαν μεταπολεμικά στο σοσιαλιστικό μπλοκ, υπήρχε ένα ισχυρό υπόβαθρο αντικομμουνισμού με δεδομένο ότι αυτοί οι λαοί είχαν πολεμήσει στο πλευρό των ναζί και είχαν συμμετάσχει παθητικά ή ενεργητικά, άλλος λιγότερο κι άλλος περισσότερο, στα μαζικά εγκλήματα σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης καθ’ όλη τη διάρκεια του παγκοσμίου πολέμου. Ένας μεγάλος αριθμός δημοκρατών και κομμουνιστών είχε εξοντωθεί σ’ αυτά τα κράτη ή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και πολλοί είχαν διαφύγει σε άλλες χώρες για να σωθούν από τα πογκρόμ του Άξονα. Οι Ούγγροι που έστειλαν πάνω από 400.000 Εβραίους στο Άουσβιτς για «απαλλοτρίωση», συμμετείχαν στην εισβολή στην ΕΣΣΔ και στην πολιορκία του Στάλινγκραντ και παρέμειναν στον Άξονα μέχρι τον Οκτώβριο του 1944 που ηττήθηκαν τελειωτικά επί ουγγρικού εδάφους από τον Κόκκινο Στρατό.

Σε σχέση μ’ αυτές τις εξεγέρσεις σε χώρες του ανατολικού μπλοκ, συζητώντας με τον Πάρνη αναφορικά με το μυθιστόρημά του «Μια Πράγα στον καθένα» που το θέμα του συνδέεται με τα γεγονότα στην Τσεχοσλοβακία το 1968, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι οι γραφειοκράτες ήταν ανίκανοι να διαχειριστούν διαφορετικά αυτούς τους λαούς. Αντί να ακολουθήσουν μια μέθοδο πιο ουσιαστικής προσέγγισης, επιμόρφωσης των πολιτών και κατανόησης των προβλημάτων τους, κρατούσαν μια ανελαστική ηγεμονική στάση. Με δεδομένο ότι πολλές απ’ αυτές τις κοινωνίες είχαν διαβρωθεί από την επιρροή του φασισμού χρειαζόταν πιο εξειδικευμένη δουλειά. Αλλά η διοίκηση έπασχε από ακαμψία και δεν μπορούσε να λειτουργήσει αλλιώς. Ούτε καν να αξιοποιήσει τα επιτεύγματά της. Ο αυταρχισμός επικρατούσε της πειθούς. Ακόμα και με τους Τσέχους που ήταν οι πιο φιλικά διακείμενοι στον κομμουνισμό και την ΕΣΣΔ, οι αξιωματούχοι κινήθηκαν σαν ταύροι σε υαλοπωλείο.

Για την κατανόηση των γεγονότων, δεν πρέπει να υποτιμηθεί το αντιδραστικό παρελθόν της Ουγγαρίας, της  Ανατολικής Γερμανίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και των Βαλτικών χωρών, ούτε ο ρόλος του ξένου παράγοντα που ήταν σε επιθετική έξαρση με το δόγμα του Ψυχρού Πολέμου. Μέσα στην επιτυχία τους οι Σοβιετικοί, είχαν να σηκώσουν το βάρος της ανοικοδόμησης των προσαρτημένων κρατών, αλλά και της αναμόρφωσης των κοινωνιών που αποκόμισαν ως εταίρους. Κοινωνίες διαποτισμένες από αντικομμουνιστικές, αντισημιτικές, φιλομοναρχικές και εθνικιστικές αντιλήψεις και νοοτροπίες. Αυτό ήταν ένα γεγονός το οποίο,  κατά τον Πάρνη, για να αντιμετωπισθεί και να αμβλυνθεί απαιτούσε μεγαλύτερη δεξιοτεχνία και ελαστικότητα από τη μεριά των Σοβιετικών προκειμένου να κερδίσουν και όχι να κρατήσουν αποξενωμένους αυτούς τους λαούς που δεν απέκτησαν σοσιαλιστικά καθεστώτα ως συνέπεια επαναστάσεων.

Μετά τα γεγονότα της Ουγγαρίας που έληξαν με την επέμβαση του Κόκκινου Στρατού, ο Ζαχαριάδης, ο οποίος δεν μπορεί να κατηγορηθεί για αντισοβιετισμό, σε επιστολή του (11 Δεκ. 1956) στον Πάρνη γράφει σχετικά: «…το γεγονός ότι η αλλαγή στην Ουγγαρία έγινε, πρώτ’ απ’ όλα, απτά πάνω (Κοκ. Στρατός) και, στην παραπέρα πορεία, το κόμμα στην Ουγγαρία δεν μπόρεσε να τη στηρίξει απτά κάτω∙ τότε μονάχα θ’ αποχτούσε ατράνταχτο θεμέλιο. Εδώ χρειαζότανε ουγγαρέζικη, εθνική στη μορφή και λαϊκοδημοκρατική στο περιεχόμενο πολιτική, που να αποτελεί ένα ενιαίο οργανικό σύνολο που να δένει αδιάρρηχτα σε μια κίνηση προς τα μπρος το εθνικολαϊκό παρελθόν και το δημοκρατικό παρόν της Ουγγαρίας. Αφτό έλειψε, αφτό γέννησε βασικές δυσκολίες, κρίση και έκρηξη, με αποφασιστική παρέμβαση και του ιμπεριαλισμού. Η επίσημη εκδοχή-εξήγηση πάσχει από υποκειμενισμό και περιέχει αντιθέσεις, δε φτάνει στη ρίζα των λαθών, όπως πάντα ζητούσε ο Λένιν…»

Πάντως, οι διεθνείς πιέσεις, ενορχηστρωμένες από δυτικές κυβερνήσεις και ΜΜΕ, χειροτέρευαν το κλίμα και δεν βοηθούσαν τους «αντιφρονούντες» μέσα στην ΕΣΣΔ. Ούτε τον Ζαχαριάδη, ούτε τον Πάρνη.

Διεθνές περιβάλλον

Εννοείται ότι οι θηριωδίες των Αμερικάνων και των Ευρωπαίων στις αποικίες τους, αλλά και σε βάρος ανεξάρτητων χωρών, είχαν θετική μεταχείριση από τους μηχανισμούς της δυτικής ψυχροπολεμικής προπαγάνδας. Στην επίθεση για τη κατάληψη του Σουέζ, επειδή ο Νάσερ είχε εθνικοποιήσει τη διώρυγα και παρείχε βοήθεια στους Αλγερινούς που μάχονταν για την εθνική τους κυριαρχία, πήραν μέρος Άγγλοι, Γάλλοι και Ισραηλινοί. Μόνο η ευρωπαϊκή Αριστερά αποδοκίμασε την επίθεση εναντίον της Αιγύπτου, αλλά και την τρομακτική βαρβαρότητα των Γάλλων στην Αλγερία που κράτησε από το 1954 ως το 1962, στιγματισμένη από φοβερές σφαγές, βασανιστήρια, εξαφανίσεις και δολοφονίες που εμφανίζονταν ως αυτοκτονίες, με ένα εκατομμύριο θύματα και τρία εκατομμύρια ξεσπιτωμένους. Βία που ασκήθηκε και εναντίον των Αλγερινών που κατοικούσαν στη Γαλλία, με κορυφαία την καταχωρημένη ως «Σφαγή στο Παρίσι», τον Οκτώβρη του 1961, όταν η γαλλική αστυνομία πυροβολούσε το άοπλο πλήθος και έριχνε τους τραυματίες στον Σηκουάνα για να πνιγούν! Είναι εντυπωσιακό ότι ποτέ δεν αποκαλύφθηκε πόσα (σε εκατοντάδες) ήταν τα θύματα της αστυνομίας της οποίας διοικητής ήταν ο περιβόητος συνεργάτης των ναζί Μορίς Παπόν. Κι αυτή δεν ήταν η μοναδική περίπτωση μαζικών δολοφονιών, εξαφανίσεων και βασανιστηρίων επί γαλλικού εδάφους! Τα πελώρια εγκλήματα των Δυτικών στην Αφρική, την Ασία και τη Νότια και Κεντρική Αμερική, αλλά και επί ευρωπαϊκού εδάφους δεν περνούσαν απαρατήρητα από την Αριστερά, αλλά υποβαθμίζονταν από τους κυρίαρχους κρατικούς και παρακρατικούς μηχανισμούς ενημέρωσης και προπαγάνδας προκειμένου να συγκαλυφθεί ο στυγνός αποικιοκρατικός χαρακτήρας των δυτικών μητροπόλεων. Εξάλλου, την εποχή της εξέγερσης στην Ουγγαρία, οι μεν Γάλλοι είχαν ταπεινωθεί στην Ινδοκίνα αφήνοντας πολλά θύματα και ερείπια πίσω τους, οι δε Αμερικάνοι αναλάμβαναν εφεξής να φέρουν σε πέρας τη γενοκτονία στο Βιετνάμ και την καθυπόταξη των λαών της Ινδοκίνας.

Όσοι υποστηρίζουν τη Δεξιά που έχει ισχυρή παρουσία στην Ευρώπη με ρίζες στις αυτοκρατορίες, τις μοναρχίες και τα φασιστικά καθεστώτα που κυριαρχούσαν σε πολλές χώρες μέχρι το 1945, όχι μόνο δεν ιδρώνουν από τα εγκλήματα των καθεστώτων τους, αλλά συνηγορούν κιόλας. Αντιθέτως, η Αριστερά που έχει βγει ενισχυμένη από τους αντιφασιστικούς αγώνες της και την μνημειώδη νίκη της ΕΣΣΔ στον μεγάλο πόλεμο που της προσδίδει παγκόσμια ακτινοβολία, αλλά και από τον θρίαμβο των Κινέζων κομμουνιστών το 1949, δέχεται ένα σοβαρό πλήγμα από τις αποκαλύψεις του Χρουστσόφ στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ για τις κρατικές διώξεις, καθώς και από τα γεγονότα στην Ουγγαρία που δίνουν ισχυρά όπλα στους Δυτικούς για να δυσφημήσουν τη Σοβιετική Ένωση και ολόκληρο το κουμμουνιστικό κίνημα. Η δυτική προπαγάνδα επιδιώκει να αμαυρώσει και να μειώσει την επιρροή των κομμουνιστικών ιδεών και να δικαιολογήσει τα εγκλήματα των δυτικών καθεστώτων που είναι ιδιαζόντως βάρβαρα και ειδεχθή, στην Ελλάδα, την Παλαιστίνη, το Ιράν, την Κύπρο, την Αίγυπτο, την Ινδοκίνα, την Αλγερία κι αλλού.

Οι αριστεροί κινητοποιούνται και καταγγέλλουν τους Δυτικούς για τα εγκλήματά τους, αλλά κλονίζονται από τις ρωγμές που εμφανίζει το δικό τους μπλοκ. Οι πολλές εκατοντάδες νεκροί στην Ουγγαρία (Ούγγρων και Σοβιετικών) αποτελούν βαρύ φορτίο ενοχών για την Αριστερά, ενώ οι πολλές εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί στην Αλγερία δεν επιβαρύνουν ηθικά τη Δεξιά. Οι Δεξιοί αποδέχονται την αποικιοκρατία ως φυσική προέκταση των καπιταλιστικών κρατών, θεωρώντας όλη τη βαναυσότητα που εξασκούν ως απαραίτητη για τον εκπολιτισμό των «ιθαγενών», ενώ οι Αριστεροί σοκάρονται από τη βία των σοσιαλιστικών καθεστώτων. Η Αριστερά, από πλεονεκτική μέχρι τότε θέση, ξαφνικά εξαναγκάζεται να υποχωρήσει απολογούμενη. Κάτι αρχίζει να ραγίζει που θα φανεί εντονότερα μερικά χρόνια αργότερα. Η αιφνιδιαστική πρωτιά με την εκτόξευση του Σπούτνικ το 1957 και η νίκη των Κουβανέζων επαναστατών το 1959 αποτελούν λυτρωτικές ανατάσεις που επουλώνουν κάποια τραύματα στην Αριστερά, αλλά το πολιτικό πεδίο είναι πια ρευστό και ασταθές με απότομες εναλλαγές από το ζεστό στο κρύο και από το κρύο στο ζεστό.

Ο Αλέξης Πάρνης με τον συγγραφέα Μπορίς Πολεβόι και τον ποιητή Σεργκέι Ορλόφ…

Εύθραυστη ανακωχή

Μετά τις υπονομεύσεις και τους αποκλεισμούς του 1956 και του 1957, ο Πάρνης αισθάνεται ότι από το καλοκαίρι του 1958 η πολεμική εναντίον του κάπως ελαττώνεται. Ίσως γιατί οι αντίπαλοί του στο ΚΚΕ αισθάνονται ότι τον έχουν βάλει στο περιθώριο. Συνεχίζει να έχει ενοχλήσεις από κάποιους Σοβιετικούς ιθύνοντες, αλλά δεν πτοείται πιστεύοντας ότι οφείλονται σε κεκτημένη ταχύτητα της γραφειοκρατίας. Μάλιστα, σε κάθε επεισόδιο αντιδρά με σθένος και αυτοπεποίθηση. Ίσως τον βοηθάει ψυχολογικά και η έκδοση, το 1958, του βραβευμένου ποιήματος για τον «Μπελογιάννη» στην Κίνα! Αυτό είναι ένα επίτευγμα που λίγοι το είχαν καταφέρει.

Σε μία από τις συναντήσεις με Σοβιετικούς αξιωματούχους, ο Ντ. Α. Πολυκάρποφ, υπεύθυνος του Πολιτιστικού Τομέα της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ, προειδοποίησε τον Πάρνη ότι εάν δεν τα βρει με τη νέα ηγεσία του ΚΚΕ «θα αναγκαστούμε να σε διώξουμε από τη Μόσχα». «Μια τέτοια λύση είναι αδιανόητη» είπε, «αλλά δεν μπορούμε να αντιδικούμε επ’ άπειρον με ένα αδελφό κόμμα».

Ο εκφοβισμός έπαιρνε διάφορες μορφές. Στα τέλη της δεκαετίας, ο Α. Α. Πετρόφ μίλησε για πρώτη φορά στον Πάρνη για επιστροφή «πίσω στην Ελλάδα»! Στον φάκελο του Πάρνη που βρίσκεται στα ρωσικά αρχεία και ήρθε στα χέρια μας χάρη στον ιστορικό Νίκο Παπαδάτο, υπάρχει μία μεταγενέστερη μακροσκελής επιστολή του συγγραφέα προς τον Α. Ν. Σελέπιν, υπουργό Εσωτερικών της ΕΣΣΔ, στην οποία αναφέρεται και σ’ αυτό το απαράδεκτο περιστατικό με τον Πετρόφ: «το Δεκέμβρη του 1959, τηλεφώνησα στον ειδικό για τα ελληνικά θέματα εκπρόσωπο του Διεθνούς Τμήματος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ (σ. Πετρόφ είναι το όνομά του) για να του πω ότι η ματαίωση της έκδοσης των επιλεγμένων έργων μου από τον Κρατικό Εκδοτικό Οίκο ήταν άδικη. Κι εκείνος αφού αρνήθηκε να μεταφέρει στ’ ανώτερα κλιμάκια την προσωπική μου διαμαρτυρία, με άφησε εμβρόντητο δηλώνοντας: αν αποφασίζατε να απευθυνθείτε, σύντροφε Πάρνη, στην Ελληνική Πρεσβεία της Μόσχας για να ζητήσετε τον επαναπατρισμό σας, δεν θα υπήρχε εκ μέρους μας καμιά αντίρρηση.

Συγκράτησα κάπως την αγανάκτησή μου όσο γινόταν πριν να ρωτήσω εκτός εαυτού: κι αν επιστρέφοντας βρεθώ στη φυλακή; Ούτε γι’ αυτό δεν θα είχατε αντίρρηση; Και γενικά, πώς μπορείτε να μιλάτε μ’ αυτό τον τρόπο από την έδρα της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ; Μου φαίνεται ότι θέλετε να με εξωθήσετε σε παράλογες ενέργειες απελπισίας για να μπορέσετε εκ των υστέρων να δικαιολογήσετε τη δόλια συμπεριφορά σας!»

Εάν δεν υπήρχε αυτή η επιστολή μέσα στο σοβιετικό φάκελο, δύσκολα θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι ένας Έλληνας, φιλοξενούμενος στην ΕΣΣΔ, αποβλημένος από το κόμμα του, θα είχε το θάρρος, μπορεί κανείς να το ονομάσει και θράσος, να αντιδράσει με ένα τρόπο που αν εκλαμβανόταν ως αυθάδεια εκ μέρους των στελεχών του ΚΚΣΕ θα συνεπαγόταν ακόμα πιο επώδυνες συνέπειες. Είναι φανερό ότι τον πνίγει το δίκιο, αλλά συχνά το δίκιο δεν σώζει τον απείθαρχο από την τιμωρία.

Δηλαδή, ακόμα και σ’ αυτή την περίοδο, 1958-59, που ο Πάρνης ξαναβρίσκει ένα βηματισμό ως λογοτέχνης, δεν παύουν να υφίστανται «οχλήσεις» που του υπενθυμίζουν ότι η ανακωχή είναι αρκετά εύθραυστη.

Το «θαύμα»

Οι Σοβιετικοί συνάδελφοι του Πάρνη στα φιλολογικά περιοδικά δημοσιεύουν γραπτά του σπάζοντας ντε φάκτο τον αποκλεισμό που του έχει επιβληθεί. Έτσι, ενώ το 1958 δημοσιεύεται μόνο ένα έργο του, το 1959 δημοσιεύονται δέκα. Ανάμεσά τους «Η συντρόφισσα του Ερυθρού Σταυρού» στο περιοδικό «Αγκανιόκ» (Φως), η «Σοβιετική Γη» στο περιοδικό «Ζνάμια» (Λάβαρο), οι «Έλληνες Θεοί» στο περιοδικό «Οκτώβρης» και το ποίημα «Η Κύπρος στην Κύπρο» στο περιοδικό «Ζβεζντά» (Αστέρι) που εκδιδόταν στο Λένινγκραντ.

Ο Πάρνης έχει συγκλονιστεί από τον ηρωισμό του Καραολή, του Δημητρίου και των άλλων νεαρών Κυπρίων που μάχονται με αυτοθυσία εναντίον των Άγγλων. Έχοντας δε κατά νου την προτροπή του Ζαχαριάδη «αξίζει πολύ τον κόπο, κάτι να δώσεις για την Κύπρο και να το στείλεις στο ΑΚΕΛ» (επιστολή, 1 Σεπτ. 1956), δουλεύει πάνω σε ένα θεατρικό έργο εμπνευσμένο από τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ και από το δράμα που ζουν οι μανάδες τους. Όπως γράφει στο βιβλίο του «Γεια χαρά, Νίκος» (εκδ. Καστανιώτη) το έργο απορρίπτεται από πέντε θέατρα στα οποία το έχει αποστείλει, αλλά ο Μπορίς Πολεβόι, υπεύθυνος του τμήματος διεθνών σχέσεων της «Λιτερατούρναγια Γκαζέτα», με σοβαρή επιρροή στους καλλιτεχνικούς κύκλους, τον Φεβρουάριο του 1960, στέλνει ένα αντίγραφο που του έχει δώσει ο Πάρνης στη Λογοτεχνική Λέσχη, στη διευθύντρια του θεάτρου Στανισλάφσκι με ένα ιδιόχειρο σημείωμα στο οποίο έγραφε: «πρόσφατα μου έτυχε να διαβάσω το θεατρικό έργο του γνωστού Έλληνα ποιητή Αλέξη Πάρνη Νησί της Αφροδίτης. Ομολογώ ότι εδώ και πολύ καιρό δεν έχω νιώσει μια παρόμοια συγκίνηση και ικανοποίηση. Το έργο είναι εξαιρετικά δυνατό, διαυγές, με ακριβή στόχο, αντιαποικιακό και ταυτόχρονα γνήσια καλλιτεχνικό…» Η Σοφία Βλαντίμιροβνα Γκιανσίτοβα διάβασε αμέσως το έργο και δέχτηκε να παίξει το ρόλο της κεντρικής ηρωίδας, αλλά ξαφνικά αρρώστησε. Φρόντισε, όμως, να περάσει την πρόταση στον σκηνοθέτη Βίκτωρ Κομισαρζέφσκι που έψαχνε ρόλο για τη Βέρα Πασέναγια. Η θρυλική ηθοποιός ενθουσιάστηκε με το ρόλο της μάνας. Επειδή, όμως, φοβόταν ότι μπορεί να απαγορευτεί το ανέβασμα του έργου λόγω των πολιτικών προβλημάτων που είχε ο Πάρνης, τηλεφώνησε στον ίδιο τον Χρουστσόφ, ο οποίος χωρίς δισταγμό την διαβεβαίωσε ότι κανένας δεν επρόκειτο να τους εμποδίσει.

«Αν ήξερα» γράφει ο Πάρνης «ότι το ‘‘ θαύμα’’ περίμενε στην επόμενη γωνία…»

Στο επόμενο: 1960, θεατρικός θρίαμβος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!