Σε ένα άρθρο στην Polityka της Βαρσοβίας (15/9) ο Wawrzyniec Smoczyski, σχολιάζει –πικρόχολα θα μπορούσε να πει κανείς- το πόσο η νεολαία της χώρας έχει πλέον εξομοιωθεί με αυτή της Δυτικής Ευρώπης. Η εξίσωση των κοινωνικών συνθηκών της Πολωνίας, όπως και άλλων χωρών του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού», με αυτές της Δυτικής Ευρώπης δεν μπορεί παρά να ακούγεται πλέον σαν ένα τραγικό ανέκδοτο.
«Η Πολωνία μπορεί να ισχυριστεί τώρα ότι έχει την πρώτη “ικανοποιημένη” γενιά νέων. Σύμφωνα με την κυβερνητική έκθεση “Mlodzi 2011” (“Νεολαία 2011”), οι Πολωνοί που ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 15-34 ετών μοιάζουν πολύ περισσότερο με τους συνομηλίκους τους στη Δυτική Ευρώπη. Ηδονιστές και καταναλωτές τείνουν να αδιαφορούν για το θεσμό του γάμου, αλλά ενδιαφέρονται πολύ να καλλιεργήσουν τον ατομικισμό τους και να αναλάβουν ένα ρόλο χρήσιμο στην κοινωνία. Παρ’ όλο που θεωρούν ότι η δουλειά αποτελεί βασικό όρο για τη μελλοντική επιτυχία και ευτυχία τους, αντιμετωπίζουν αυξημένη δυσκολία να βρουν μια θέση εργασίας. Σύμφωνα με στοιχεία του Ιουλίου, το ποσοστό ανεργίας των νέων, της παραπάνω ηλικιακής ομάδας, είναι διπλάσιο του εθνικού μέσου όρου 11,7%. Σημειωτέον ότι οι άνεργοι νέοι αποτελούν το 50% του άνεργου εργατικού δυναμικού».
Αντί να ανέλθει το βιοτικό επίπεδο στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως υποσχόταν ο νικηφόρος καπιταλισμός το 1990, ευθυγραμμίστηκαν οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες με το μοντέλο που επέβαλε η Ε.Ε. και το ΔΝΤ στις ανατολικές.
«Σήμερα, το 20,4% των Ευρωπαίων ηλικίας 15-24 ετών που θέλουν να δουλέψουν, δεν βρίσκουν θέση εργασίας. Αυτό το ποσοστό έχει αυξηθεί κατά 1/3 από το 2008. Ταυτόχρονα αυτό το ποσοστό είναι ο μέσος όρος, που σημαίνει ότι συγκαλύπτει μεγάλες διαφορές μεταξύ χωρών: Στην Ισπανία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 42%, στις Βαλτικές χώρες, την Ελλάδα και τη Σλοβακία 30% και στην Πολωνία, την Ουγγαρία, την Ιταλία και τη Σουηδία 20%.
Στις περιπτώσεις που οι νέοι βρίσκουν κάποια δουλειά, αυτή σπανίως είναι σταθερή. Η Σλοβενία και η Πολωνία διακρίνονται για τον εξαιρετικά μεγάλο αριθμό προσωρινώς εργαζόμενων: Το 60% των μισθωτών κάτω των 25 ετών εργάζονται προσωρινά. Ίδια είναι η κατάσταση στη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Σουηδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία, όπου το αντίστοιχο ποσοστό κυμαίνεται στο 50%. Ένα άλλο φαινόμενο είναι χαμηλή αμοιβή των νέων, πολύ διαδεδομένη στην Ισπανία, τη Γαλλία και την Πορτογαλία.
Οι Ισπανοί εργαζόμενοι ηλικίας 16-19 ετών παίρνουν το 45,5% του μέσου εργατικού μισθού των ενηλίκων και όσοι είναι ηλικίας 20-24 ετών το 60,7%. Αυτοί οι χαμηλοί μισθοί έχουν άμεση επίπτωση στην αύξηση του αριθμού των εργαζόμενων φτωχών που δεν έχουν αρκετό εισόδημα για να καλύπτουν τις ανάγκες τους, παρότι εργάζονται. Ποσοστιαία, οι εργαζόμενοι φτωχοί είναι πιο συνηθισμένο φαινόμενο στη Ρουμανία (17,9%) και την Ελλάδα (13,8%), έπεται η Ισπανία (11,4%), η Λετονία (11,1 %) και η Πολωνία (11%)».
«Τα τελευταία 20 χρόνια», αναφέρει ο Πολωνός αρθρογράφος, «οι δυτικές κυβερνήσεις κατάφεραν να κρύψουν την αυξανόμενη επισφάλεια των μεσαίων τάξεων. Στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο χρησιμοποίησαν το φορολογικό σύστημα για να επιδοτήσουν τους εργαζόμενους με πολύ χαμηλή αμοιβή. Στη Δανία, τη Γερμανία και την Ολλανδία, προκειμένου να κρατήσουν σε χαμηλό επίπεδο τα στατιστικά στοιχεία της ανεργίας προσάρμοσαν την κοινωνική πολιτική ώστε να ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να επιστρέφουν πιο γρήγορα στην εργασία».
Όλο αυτό το σύστημα που χρησιμοποιούσε την κοινωνική πολιτική για να κρύβει την παραγόμενη από τον καπιταλισμό ανεργία, κατέρρευσε με τη χρηματοπιστωτική κρίση. Υπό την απειλή των κρατικών χρεοκοπιών, λόγω της μαζικής χρηματοδότησης των τραπεζών, οι κυβερνήσεις επιλέγουν την πλήρη κοινωνική καταστροφή των επισφαλώς εργαζόμενων, ενώ οδηγούν νέες ευρείες κατηγορίες εργαζομένων στην εργασιακή επισφάλεια. Η ύφεση του 2009 προκάλεσε μαζικά κύματα ανεργίας και κατακόρυφη αύξηση της επισφαλούς εργασίας: Το 97% των θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν το περασμένο έτος στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν προσωρινές. Στη Γερμανία, οι μισές των νέων θέσεων εργασίας είναι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ενώ 7 εκατομμύρια εργάζονται σε «μικρο-δουλειές» που αμείβονται με 400 ευρώ το μήνα. Στην Πορτογαλία 300.000 δουλεύουν παρτ-τάιμ. Στη Γαλλία το 20% των φοιτητών ζουν κάτω από το επίπεδο φτώχειας.
Η θεωρία του «κοινωνικού αυτοματισμού»
Ορισμένοι κοινωνιολόγοι συνδέουν άμεσα -και εν πολλοίς λανθασμένα- τους επισφαλώς εργαζόμενους/ανέργους με κοινωνικές και πολιτικές τάσεις που εκδηλώνονται την τελευταία δεκαετία στις ευρωπαϊκές χώρες, όπως οι ταραχές στα γαλλικά προάστια, στο Λονδίνο τον περασμένο Αύγουστο, την άνοδο των φασιστικών και ακροδεξιών ξενοφοβικών κομμάτων, ακόμη και το κίνημα των Αγανακτισμένων, κάνοντας ευθείες κοινωνικές αναγωγές. Π.χ. ισχυρίζονται ότι οι πιο ηλικιωμένοι επισφαλώς εργαζόμενοι ή άνεργοι τείνουν να στρέφονται κατά των μεταναστών, οι νεότεροι να επιδίδονται σε καταστροφές, οι πιο μορφωμένοι να πυκνώνουν τις τάξεις των ακροαριστερών οργανώσεων κ.λπ.
Αυτές οι απόψεις πολύ βολικά παρακάμπτουν το ρόλο του κράτους και της καταστολής. της συρρίκνωσης της δημοκρατίας, της κατασυκοφάντησης της συλλογικής πάλης και της καλλιέργειας από τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς των ατομικιστικών προτύπων. της βίας, του ματαιωμένου από την κρίση καταναλωτικού τρόπου ζωής, παρουσιάζοντας σχεδόν ως μοιραίο αποτέλεσμα ότι ο αμόρφωτος άνεργος θα τα «σπάσει», ο μορφωμένος θα πάει στην πλατεία, ο μεγάλος θα γίνει οπαδός του ακροδεξιού Γκέερτ Βίλντερς ή της Μαρίν Λε Πεν.
Από τις απόψεις αυτές απουσιάζουν κραυγαλέα η κριτική στη συστημική περιθωριοποίηση και τον αποκλεισμό της πλειοψηφίας της κοινωνίας, ενώ ελάχιστοι τολμούν να μιλήσουν για τις επιπτώσεις της μόνης «θεραπείας» που έχουν να προσφέρουν αυτές οι άνισες κοινωνίες: της κρατικής βίας. Δεν είναι τυχαίο που σε όλες τις περιπτώσεις ταραχών στην Ευρώπη είχε προηγηθεί η δολοφονία κάποιου νέου ή μετανάστη από τις αστυνομικές δυνάμεις, είχε φτάσει στο όριο ανοχής ο καθημερινός εξευτελισμός της καταδίωξης, των σωματικών ερευνών, της αστυνομικής παρενόχλησης.
(Πηγή: Presseurope)