Η πρώτη μου γνωριμία με το έργο του Erri De Luca έγινε με ένα μυθιστόρημά του, «Το Αδύνατο» που κυκλοφορεί, όπως και πολλά ακόμη μυθιστορήματά του, από τις εκδόσεις Κέλευθος, σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου.

Το Αδύνατο, έχει τη μορφή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος και σχετίζεται άμεσα με το παρελθόν του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος υπήρξε εκ των ιδρυτών της οργάνωσης Lotta Continua.

Ένας αλπινιστής, πρώην μέλος κάποιας οργάνωσης η οποία δεν κατονομάζεται, έχει εκτίσει ως «τρομοκράτης» πολλά χρόνια φυλάκισης. Σε μια από τις αναρριχήσεις του, διαπιστώνει πως μπροστά του, ακολουθώντας παρόμοια διαδρομή, ανεβαίνει στο ίδιο βουνό, ο πρώην φίλος και σύντροφός του στην οργάνωση, ο οποίος τον είχε καταδώσει.

Όταν εκείνος βρίσκεται νεκρός από πτώση, εύλογα οι υποψίες πέφτουν πάνω του. Είναι άραγε εγκληματική ενέργεια; Πρόκειται για εκδίκηση;

Προφυλακίζεται κι αρχίζει μια πραγματική μονομαχία με τον ανακριτή, που του δίνει την ευκαιρία μιας αναδρομής, η οποία συμπληρώνεται από γράμματα –ανεπίδοτες επιστολές– προς την αγαπημένη του…

Το βιβλίο αυτό, συναρπαστικό στη γραφή, με ανατροπές και αγωνία θίγει πολλά από τα ζητήματα που απασχολούν την Αριστερά και όχι μόνο.

Ωστόσο για μένα στάθηκε η αφορμή να ανατρέξω και στα υπόλοιπα βιβλία του, ανακαλύπτοντας έναν κορυφαίο συγγραφέα, που αγγίζει όσο κανείς την εποχή που ζούμε και μάλιστα με απίστευτο πλούτο προσεγγίσεων.

Διάβασα κατά σειρά:

  • «Το βάρος της πεταλούδας» μια εκπληκτική ιστορία ενός κυνηγού κι ενός αγριόγιδου,
  • «Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια», μια τρυφερή ματιά στην παιδική ηλικία, στον πρώτο έρωτα αλλά και στη ζωή της θάλασσας,
  • «Είσαι δικός μου εσύ», που θα μπορούσα να θεωρήσω και συνέχεια του προηγούμενου, μόνο που εδώ έχουμε να κάνουμε με το ξύπνημα της εφηβείας,
  • «Φύση γυμνή», ένα απολύτως διαφορετικό βιβλίο που αφορά τα ζητήματα τέχνης και πίστης,
  • «Aceto, Arcobaleno», ένα βιβλίο που περικλείει κατά έναν τρόπο τα προηγούμενα και ο ήρωάς του, λίγο πριν τον θάνατό του θυμάται τρεις συναντήσεις με τρεις παιδικούς φίλους που ο καθένας ακολούθησε έναν τελείως διαφορετικό δρόμο: Ο ένας μοιάζει αρκετά με τα όσα ξέρουμε για τον συγγραφέα –αν και απέχει από τη δική του προσέγγιση–, ο δεύτερος είναι ιεραπόστολος και ο τρίτος ζει μια ζωή πλάνητα…

Σκοπεύω να συνεχίσω κι εντωμεταξύ γεμίζω σημειώσεις αυτά που έχω ήδη διαβάσει.

«Μου έμεινε μια πίστη απέναντι στις αιτίες εκείνων των επαναστατικών χρόνων που μοιράστηκα με πολλούς συντρόφους. Γνώρισα την πιο ευρεία πολιτική εφαρμογή της αντωνυμίας εμείς»

Ποια είναι η έμπνευση πίσω από το «Αδύνατο»;

Ένας περίπατος στο βουνό μού θύμισε ένα δύσκολο και επικίνδυνο πέρασμα σ’ ένα ζωνάρι στους Δολομίτες. Οι σκέψεις, οι ιδέες δεν μου έρχονται όταν είμαι καθισμένος, αντίθετα μου έρχονται όταν περπατώ για πολύ ώρα, όταν ανεβαίνω στο βουνό. Έχω αναμνήσεις που γίνονται αφηγήσεις πρώτα απ’ όλα σε μένα τον ίδιο. Εκείνος ο τόπος με έκανε να φανταστώ μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους και ανάμεσα σε δύο συνθήκες, έναν ηλικιωμένο επαναστάτη και έναν νεαρό δικαστή, έναν εκτός νόρμας και το Κράτος.

Διαβάζουμε ότι στην οικογένειά σας μιλούσατε ναπολιτάνικα. Πώς σας επηρέασε ως συγγραφέα η σχέση σας με τον Τόπο;

Η μητρική μου γλώσσα είναι η ναπολιτάνικη, ενώ ο πατέρας μου ήθελε να μιλάει με μας τα παιδιά σε κοινή ιταλική, χωρίς ιδιαίτερη προφορά. Οι δύο γλώσσες είχαν διαφορετική χρήση, η ναπολιτάνικη ήταν δημόσια, εξωτερική, η ιταλική ήταν ιδιωτική, εσωτερική, χαμηλόφωνη, άφωνη στα βιβλία που διάβαζα.
Λέω για τον εαυτό μου ότι είμαι συγγραφέας στα ιταλικά. Μου είναι χρήσιμο να λέω «στα», γιατί θέλησα να εκφραστώ μέσα σ’ αυτή τη δεύτερη γλώσσα. Έξω απ’ αυτή τη λογοτεχνική δραστηριότητα ορίζω τον εαυτό μου αντίθετα ως (Ν)άπολι, έναν άπολι από τη Νάπολη, έναν που την άφησε σέρνοντάς την πίσω του.
Αφηγούμαι ιστορίες παρμένες από την ίδια τη ζωή, απ’ ό,τι συνέβη σε μένα και σε άλλους, μέσα στον αναβρασμό του 20ού αιώνα. Τα πρόσωπα για τα οποία γράφω είναι πρώτα συγκεκριμένοι άνθρωποι, δεν τα εφευρίσκω, τα παίρνω από μια ξαφνική ανάμνηση και τα τοποθετώ απέναντί μου. Για να δώσω διάρκεια σ’ αυτήν την ανάμνησή τους, τα γράφω.

Τι έχει απομείνει από την περίοδο της Λότα Κοντίνουα;

Μου έμεινε μια πίστη απέναντι στις αιτίες εκείνων των επαναστατικών χρόνων που μοιράστηκα με πολλούς συντρόφους. Γνώρισα την πιο ευρεία πολιτική εφαρμογή της αντωνυμίας εμείς. Δεν απέκλειε κανέναν, αλλά μας διαχώριζε από κάθε μορφή εξουσίας. Μου έμεινε η ρήξη που μας χώρισε. Έκανα το επάγγελμα του εργάτη για τα είκοσι χρόνια που ακολούθησαν τη διάλυση της Λότα Κοντίνουα. Έμεινα πιστός, πράγμα που σημαίνει ότι κάναμε σωστά πράγματα, αν και μπορούσαμε να έχουμε κάνει περισσότερα. Την πληρώσαμε και αυτό επιβεβαιώνει το δικαίωμά μου στην πίστη προς αυτές τις αιτίες.

Ποιο κοινωνικό θέμα σας απασχολεί περισσότερο αυτή την περίοδο;

Οι ιταλικές οικογένειες βρίσκονται σε αδυναμία να πληρώσουν την τεράστια αύξηση του ενεργειακού κόστους που επιδεινώνεται από τον πληθωρισμό. Ενστερνίζομαι την οικονομία σε κάθε πηγή ενέργειας, ενστερνίζομαι την ανάγκη να απελευθερωθούμε από την εξάρτηση από το φυσικό αέριο που έγινε όργανο εκβιασμού ενός εισβολέα. Η επόμενη ιστορία μου βρίσκεται ακόμα στα τετράδιά μου, στο αχάραγο ξύπνημα, έχει να κάνει με τη θάλασσα που συναντούν όσοι έρχονται από το εσωτερικό της ευρωπαϊκής ηπείρου.

Τέλος, πώς προέκυψε η αγάπη σας για τα βουνά και τον αλπινισμό;

Το αποδίδω στον πατέρα μου, στρατιώτη στα ορεινά σώματα στρατού (ορεινός), κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα τραγούδι που μου έμαθε έχει αυτούς τους στίχους: «Στα βουνά της Ελλάδας είναι ο Άθως / από το αίμα των ορεινών είναι κατακόκκινος». Από εκείνη την καταραμένη εποχή της ζωής του κουβαλούσε ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης απέναντι στα βουνά. Τον έσωσαν κάποια στιγμή σ’ εκείνη την εποχή για την οποία δεν μίλησε. Από εκείνον σε μένα, χωρίς πρόθεση, πέρασε αυτό το συναίσθημα. Κι εγώ, το σώμα μου, αισθάνεται ευγνωμοσύνη στο βουνό.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!