Η «μαγική συνταγή» της Μέρκελ και η πραγματική κατάσταση των εργαζομένων.Της Αλίκης Βεγίρη

Ενώ ο Νότος της Ευρώπης φλέγεται, η Γερμανία δροσίζεται. Κι ο λόγος, τα απρόσμενα καλά νέα. Μπορεί η ανεργία στην Ευρωζώνη (ΕΖ), τον τελευταίο καιρό, να έπιασε κατά μέσο όρο το 10%, στη Γερμανία όμως έπιασε πάτο, με ένα 6,6%, δηλαδή γύρω στα 3 εκατομμύρια ανέργους, αριθμός που μετά το 1991 δεν υπήρξε ποτέ χαμηλότερος. Για την ιστορία, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας είχε σημειωθεί το 2005, στο 12,5%, κυρίως εξαιτίας της ξεθεμελίωσης και διάλυσης της εταιρίας «πρώην Ανατολική Γερμανία».
Αλλά αυτό δεν ήταν το μοναδικό καλό νέο. Το 2011 η Γερμανία σημείωσε, επίσης, μεγάλη αύξηση των εξαγωγών της, κατά 11,4% σε σύγκριση με το 2010, ποσοστό που ισοδυναμεί με ένα ολοστρόγγυλο τρισ. ευρώ, καθώς και το μεγαλύτερο εμπορικό πλεόνασμα απ’ όσο θα μπορούσε να θυμηθεί, στα 158 δις. ευρώ, 3,2 δισ. δηλαδή περισσότερα απ’ ό,τι την προηγούμενη χρονιά.
Μπορεί η εξαγωγική έκρηξη της Γερμανίας να οφειλόταν στην αύξηση της ζήτησης από τις αχαλίνωτες οικονομίες των αναδυόμενων χωρών, αλλά κανείς δεν θα αμφέβαλλε ότι το σπουδαιότερο εξαγωγικό προϊόν της Γερμανίας στο παρελθόν έτος ήταν η «λιτότητα» και, μάλιστα, σε ποσότητες μεγατόνων.
Αλλά τα καλά νέα δεν σταματούν εδώ. Κατά ένα κατά τι μεγαλύτερο ποσοστό, 13,2% σε σχέση με το 2010, αυξήθηκαν και οι εισαγωγές της, γεγονός που ίσως σκορπίσει κάποια χαμόγελα αισιοδοξίας σε Αμερικανούς και Γάλλους  στην προοπτική ότι η Γερμανία θα στραφεί επιτέλους και στην τόνωση της εσωτερικής της αγοράς.
Παρά ταύτα, ο προηγούμενος Δεκέμβρης ήρθε να πάρει πίσω τη χαρά των υπόλοιπων 11 μηνών. Στο τέλος του έτους οι εξαγωγές σημείωσαν κατακόρυφη πτώση κατά 4,3%, και οι εισαγωγές κατά 3,9%, φέρνοντας ξανά στην επιφάνεια σενάρια για την επανεμφάνιση της ύφεσης από την πίσω πόρτα. Αναμενόμενο, θα έλεγε κανείς. Το 67% του εξαγωγικού εμπορίου της Γερμανίας διεξάγεται με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και το 40% με τις χώρες της Ευρωζώνης. Η λιτότητα, όμως, δεν είναι ένα καλό εξαγωγικό προϊόν, ειδικά όταν το ΑΕΠ σου τρέφεται σχεδόν κατά το ήμισυ, από τις εξαγωγές πραγματικών αγαθών. Η λιτότητα σκοτώνει τη ζήτηση και εξ αυτού και τις εισαγωγές.  
Εύγλωττα δεδομένα
Εύλογα λοιπόν, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί για την περίφημη μαγική γερμανική συνταγή που γεννάει πλεονάσματα και μειώνει την ανεργία.
Σχετικά με τις εξαγωγές, αυτές ευνοήθηκαν: 1) από την καθήλωση των μισθών του ιδιωτικού τομέα κατά τη δεκαετία 2000-2010. Για παράδειγμα, η σωρευτική αύξηση κατά 21.8%, ήταν σαφώς μικρότερη συγκρινόμενη με το 35.5% του μ.ο. της Ε.Ε., ενώ λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τον πληθωρισμό, η αύξηση αυτή ήταν σχεδόν μηδενική. Και 2) από τη διατήρηση της αξίας του ευρώ σε χαμηλότερα επίπεδα, λόγω συμμετοχής στη διαμόρφωσή του και των αδύναμων περιφερειακών χωρών, που αργότερα τους έμελλε να υποβιβαστούν στην κατηγορία των PIIGS.
Ποιο είναι, όμως, το σύγχρονο εργασιακό καθεστώς στη Γερμανία και πώς αυτό διαμορφώθηκε;
Στην πραγματικότητα, κάθε άλλο παρά ιδανικό είναι. Κατά γενική ομολογία, η εικόνα της Γερμανίας ως χώρας όπου ο καθένας έχει μια σταθερή και καλοπληρωμένη δουλειά αποτελεί παρελθόν. Η ελαστικοποίηση της εργασίας καθιερώθηκε στις αρχές του 1990 από τον Σρέντερ και τη συμμαχία Πρασίνων και Σοσιαλδημοκρατών και, μάλιστα, ενάντια στο ρεύμα της εποχής, που στην υπόλοιπη Ευρώπη ήθελε αυξήσεις μισθών και μείωση του χρόνου εργασίας, όπως για παράδειγμα το 35ωρο στη Γαλλία.
Αφενός, επιβλήθηκε μείωση των ωρών εργασίας, με το κράτος να επεμβαίνει και να αναπληρώνει μέρος του χαμένου εισοδήματος και αφετέρου υιοθετήθηκε το μέτρο του ευέλικτου χρόνου εργασίας, το οποίο σήμαινε περισσότερη δουλειά σε περιόδους αιχμής και λιγότερη σε περιόδους ύφεσης.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές (χαμηλοί μισθοί, ευέλικτα ωράρια, ευκολία στις προσλήψεις και απολύσεις, καθώς και θέσπιση της προσωρινής απασχόλησης), οι οποίες αρχικά σκόπευαν στην αύξηση των θέσεων εργασίας, στην πραγματικότητα πέτυχαν την εδραίωση ενός κατώτερου εργασιακού τομέα και εκτόξευσαν τις μισθολογικές ανισότητες. Ο τομέας αυτός μεγάλωσε τρεις φορές γρηγορότερα, σε σχέση με τον κανονικό, και αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί η εσωτερική ζήτηση παρέμενε τόσο χαμηλή στη Γερμανία.  
Μια και δεν υπάρχει θεσπισμένος κατώτερος μισθός, τα ωρομίσθια μπορούν να διαμορφώνονται σε τόσο χαμηλά επίπεδα, όσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη των ανθρώπων που ψάχνουν για δουλειά. Μπορούν να φτάσουν και στο ένα ευρώ την ώρα, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις που αγγίζουν και το μισό ευρώ!
Έτσι, ενώ το 2005 ένα 4,8% των εργαζομένων κινδύνευε να περάσει το κατώφλι της φτώχειας, το 2010 το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 7,2%, με ρυθμό πολύ μεγαλύτερο από ό,τι ο μέσος όρος της Ευρωζώνης.
Από τη μια μεριά δημιουργήθηκε ένας στρατός 4,5 εκατ. πλήρους απασχόλησης, αλλά κακοπληρωμένων εργαζόμενων, και από την άλλη ένας άλλος ακόμα πιο κακοπληρωμένος στρατός, ενός περίπου εκατομμυρίου εργαζομένων μερικής απασχόλησης. Και όταν μιλάμε για κακοπληρωμένους, εννοούμε μισθούς της τάξης των 400 ευρώ καθαρά. Το 2011, μια στις πέντε δουλειές ανήκε σε κάποια από τις προηγούμενες κατηγορίες.
Φυσικά, τέτοιες ευκαιρίες δεν πάνε χαμένες. Οι εργοδότες δεν έχουν κίνητρα να προσλάβουν εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης, παρά προτιμάνε να σπάνε μια κανονική δουλειά σε δυο «mini-jobs», όπως λέγονται χαϊδευτικά, με αποτέλεσμα και το κόστος να μειώνουν, και την ανεργία, και μάλιστα στο μισό. Ευφυές!     
Η κ. Μέρκελ, φέτος, φαίνεται ν’ αλλάζει ρότα. Αφενός υπόσχεται αυξήσεις μισθών, αφ’ ετέρου συναινεί στη θέσπιση κατώτατου μισθού. Είναι, βλέπετε, και οι εκλογές που πλησιάζουν…

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!