Tου Κωνσταντίνου Πουλή*

 

Πριν από έναν αιώνα, τα Χριστούγεννα του 1914, στρατιώτες που βρίσκονταν στην αντίπαλη πλευρά των χαρακωμάτων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αποφάσισαν μεταξύ τους να συνάψουν μια άτυπη ανακωχή. Τα ιστορικά γεγονότα έχουν με τον καιρό καλυφθεί από την αχλή του μύθου. Σύμφωνα με την πιο γνωστή εκδοχή, στην αρχή ακούστηκαν κάλαντα και επευφημίες για το χριστουγεννιάτικο δέντρο των Γερμανών. Κάποιος προτείνει να παίξουν ποδόσφαιρο και αντιμετωπίζει την κατακραυγή των υπολοίπων όταν ομολογεί ότι δυστυχώς δεν έχει μπάλα. Η μπάλα βρέθηκε, από έναν Σκοτσέζο, και οι στρατιώτες έβαλαν τα κράνη τους για να σημαδέψουν τα τέρματα. Έφτασαν να τραγουδούν μαζί, να προσεύχονται, και έπαιξαν ίσως και έναν αγώνα ποδοσφαίρου στον οποίον νίκησε, φευ, η Γερμανία με 3-2. Η ύπαρξη της μπάλας έχει αμφισβητηθεί από τους ιστορικούς και το σκορ μπορεί να είναι η πινελιά της φαντασίας του ποιητή Ρόμπερτ Γκρέιβς που περιέγραψε τα γεγονότα. Ωστόσο, και με κονσέρβα να έγινε ο αγώνας, όπως φαίνεται πιθανότερο, η εικόνα είναι ακόμη πιο ωραία. Αντάλλαξαν τσιγάρα, αυτόγραφα, και φωτογραφήθηκαν μαζί.

Η πίεση να συνεχίσουν οι στρατιώτες να πολεμούν εκφράστηκε αρχικά με διαταγές τις οποίες έβρισκαν τρόπους να παρακάμπτουν. Αναφέρεται ότι είχαν συμφωνημένες ώρες για τις επιθέσεις και έριχναν στον αέρα. Έτσι έδιναν στους ανωτέρους τους την εντύπωση ότι πολεμούν και συνάμα ελαχιστοποιούσαν τις απώλειες και στις δύο πλευρές. Ο υπολοχαγός Τζ. Ντ. Ουάιτ αναφέρει ότι στις 30 Δεκεμβρίου υπήρξε μήνυμα από τους Γερμανούς πως θα γίνει επιθεώρηση από στρατηγό, οπότε καλά θα κάνουν να προσέχουν, γιατί θα πρέπει να πέσουν μερικές ντουφεκιές για να φαίνεται ότι όλα συνεχίζονται κανονικά. Από τις τακτικές που χρησιμοποιήθηκαν από τους αξιωματικούς τους για να μειωθεί η εξάπλωση του φαινομένου, η όσο το δυνατόν συχνότερη εναλλαγή των στρατευμάτων ήταν η πιο ήπια. Πιο αποτελεσματική και πιο βάρβαρη ήταν η διαταγή να γίνονται επιδρομές στα εχθρικά χαρακώματα, στις οποίες η λογική του «ζήσε και άσε και τον άλλον να ζήσει», «live and let live», όπως καθιερώθηκε να λέγεται η ηθική αυτής της ανακωχής, θα ήταν αδύνατο να εφαρμοστεί. Η ανησυχία των ανωτέρων ήταν τόση ώστε την επόμενη χρονιά υπήρξε ιδιαίτερη μέριμνα για να μην επαναληφθούν παρόμοια φαινόμενα. Η αλήθεια είναι ότι δεν επαναλήφθηκαν ποτέ σε αυτήν την έκταση.

Η ιστορία αυτή έμελλε να εμπνεύσει τον κινηματογράφο, αρχικά με την ταινία Oh! What A Lovely War, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να επαναφέρει στη λαϊκή μνήμη το γεγονός, και πιο πρόσφατα με την αγαπησιάρικη γαλλική ταινία Joyeux Noël. Επίσης ενέπνευσε αναπαραστάσεις, αγάλματα, ένα τραγούδι του Πωλ ΜακΚάρτνεϊ, επετειακούς αγώνες ποδοσφαίρου με παίκτες επαγγελματίες της Άρσεναλ ή ερασιτέχνες (ένας με εκπροσώπους του ΟΗΕ και διαιτητή τον Μπαν Γκι-μουν), μια δημοφιλέστατη διαφήμιση σοκολάτας και μία παιδική παράσταση από το βασιλικό σαιξπηρικό θέατρο της Αγγλίας. Όσο μακραίνει ο κατάλογος των αναπαραστάσεων, και μάλιστα όσο προστίθενται σε αυτόν ταινίες, διαφημίσεις σοκολάτας και ο Μισέλ Πλατινί, αυξάνει και η δυσπιστία για τη σημασία του γεγονότος και την ιστορική ακρίβεια των περιστατικών.

Όμως η ανακωχή αυτή απλώθηκε σε μια έκταση πολλών χιλιομέτρων του μετώπου. Μάλιστα οι μαχόμενοι μπόρεσαν να διατηρήσουν αυτή τη συνθήκη παρά την εναλλαγή των στρατιωτών, με την προσεκτική προειδοποίηση αυτών που έρχονταν ξεκούραστοι και πολεμόχαροι. Να σημειωθεί ότι όταν μιλούμε για κλίμα πολεμικού ενθουσιασμού, στην Αγγλία ο λόρδος Κίτσενερ, του οποίου το πρόσωπο εμφανιζόταν στην αφίσα της περίφημης καμπάνιας για την προσέλκυση εθελοντών, ήλπιζε ότι θα συγκέντρωνε 100.000 εθελοντές τον πρώτο μήνα και 500.000 συνολικά. Εμφανίστηκαν 500.000 τον πρώτο μήνα και 2.000.000 συνολικά. Στη Γερμανία μόνο τον Αύγουστο του 1914 στέλνονταν κυριολεκτικά δεκάδες χιλιάδες εθνικιστικά ποιήματα κάθε μέρα στις εφημερίδες. Αυτό το ρεύμα προφανώς δεν ανεκόπη από τη χριστουγεννιάτικη ανακωχή, ούτε θα μπορούσε ποτέ να σβήσει έτσι ο αριθμός των θυμάτων του πολέμου. Ο λοχαγός Τζ. Αρμς περιγράφει σε ένα γράμμα προς τους δικούς του πώς μίλησε σπαστά γερμανικά στην απέναντι πλευρά του χαρακώματος, άκουσε τους Γερμανούς να φωνάζουν «no shooting» και δειλά κανόνισαν να περισυλλέξουν κάποιες σορούς. Περιγράφει πώς τραγούδησαν την Άγια Νύχτα στη γλώσσα τους αφού την άκουσαν στα γερμανικά. Έγραφε πως αν γίνει πράγματι αυτό και κρατήσει η ανακωχή, αυτά τα Χριστούγεννα θα ζουν για πάντα στη μνήμη του. Σκοτώθηκε στον πόλεμο, δύο χρόνια αργότερα. Προφανώς ηττήθηκε. Υπάρχει λοιπόν κάτι σε αυτήν την ιστορία που να ξεπερνά τον αφελή ανθρωπισμό των χριστουγεννιάτικων διαφημίσεων ή τον οδοστρωτήρα του αριθμού των θυμάτων;

Η διερώτηση για το πώς αλλάζει ο κόσμος ενέχει πάντοτε και κάποια σκέψη για το πώς είναι κατά βάθος ο κόσμος. Τι ακριβώς υπάρχει κάτω από την πέτσα της ιστορικής πολλαπλότητας των κοινωνιών. Η χομπεσιανή ανθρωπολογία του ανθρώπου-λύκου φαίνεται να κερδίζει κατά κράτος (να ένα αθέλητο λογοπαίγνιο) όταν σκεφτόμαστε πώς έχει ζήσει ώς τώρα η ανθρωπότητα. Δεν είναι λίγα όσα ανθρωπολογικά δεδομένα συγκεντρώνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση π.χ. ο Κλαστρ ή ο Μως, αλλά δεν ξέρω αν έχει νόημα να τα βάλουμε στο ζύγι.

Ορίστε ωστόσο που υπάρχουν μερικές στιγμές που αποδεικνύεται έστω πως αυτή η στάση είναι δυνατή. Όχι συχνή, όχι κυρίαρχη, αλλά εφικτή. Με τη βοήθεια της Άρρεντ, που μας λέει πως το νόημα της ζωής δεν το αποκαλύπτει η στατιστική αλλά οι εξαιρέσεις της, η έξοδος από την καθημερινότητα, σκέφτομαι πως όσο κι αν η καθημερινότητα επιβεβαιώνει την οπτική του μαχόμενου ανθρώπου, θα υπάρχει πάντοτε το περιθώριο να αναρωτηθούμε πότε συναντούμε μια ζωή που αξίζει να τη ζεις. Υπάρχει μια μακρά παράδοση με αρχέτυπο τον Αχιλλέα της Ιλιάδας, παράδοση που δικαιώνει τη ζωή του ήρωα-μαχητή, μόνο. Να λοιπόν εδώ μια άλλη παράδοση, των ανθρώπων που σηκώθηκαν τρέμοντας από το χαράκωμα, με κίνδυνο πρώτα να σκοτωθούν (υπήρξαν στρατιώτες που χτυπήθηκαν από ελεύθερους σκοπευτές στη διάρκεια της ανακωχής) και μετά να ντροπιαστούν ή και να τουφεκιστούν στο στρατοδικείο, και αντάλλαξαν σοκολάτες και κάλαντα με τον εχθρό.

Δεν έχω συγκρατήσει πολλά μαθηματικά από το σχολείο, αλλά θυμάμαι την απόδειξη που ξεκινούσε με τη φράση «έστω και ένας». Έστω και ένας τέτοιος άνθρωπος, λοιπόν, φτάνει για να πούμε κι εμείς πως αυτός ο κόσμος δεν κατοικείται μόνο από πολεμιστές.

Χρόνια μας πολλά και καλή χρονιά.

 

* Ο Κωνσταντίνος Πουλής γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα. Σπούδασε Κοινωνιολογία και Αρχαίο Δράμα στην Ελλάδα και την Αγγλία. Έχει δημοσιεύσει λογοτεχνικά κείμενα, μεταφράσεις, βιβλιοκρισίες και δοκίμια στα περιοδικά σημειώσεις, Πλανόδιον, Νέο Πλανόδιον, Πάροδος, Μπιλιέτο, Κ και Νέα Εστία. Είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Νέο Πλανόδιον. Πολιτικές και κοινωνικές αναλύσεις του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς και στην ειδησεογραφική ιστοσελίδα ThePressProject.gr. Πιο πρόσφατο βιβλίο του ήταν ο Φόρος στους Ρακοσυλλέκτες! από τις Εκδόσεις του thepressproject. Από τις Εκδόσεις Μελάνι πρόκειται να κυκλοφορήσει η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Ο θερμοστάτης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!