Γράφει ο Νίκος Αλιφέρης*

 

Ο Ιταλός Εουτζένιο Μοντάλε, ένας από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους ποιητές του 20ου αιώνα, γεννήθηκε στην Γένοβα το 1896. Νέος άρχισε να σπουδάζει μουσική αλλά γρήγορα αφοσιώθηκε στην ποίηση. Εργάστηκε επί σειρά ετών στην Φλωρεντία. Κατόπιν εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο όπου προσελήφθη ως συντάκτης στην στήλη της μουσικοκριτικής της Corriere della Sera. Το 1967 ονομάστηκε ισόβιος γερουσιαστής και το 1976 βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας. Απεβίωσε το 1981. Το έργο του, ποιητικό και δοκιμιακό, επηρέασε σημαντικότατα τα ιταλικά γράμματα.

Τα ποιήματά του χαρακτηρίζονται αρχικά από τον λυρισμό και την μουσικότητα. Ο Μοντάλε αυτής της πρώτης περιόδου ανήκει στην ομάδα των ερμητικών ποιητών, αν και ο ίδιος δεν δέχτηκε τον όρο ερμητισμός ποτέ. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα λογοτεχνικό ρεύμα, όπου κυριαρχεί το ανέκφραστο και το υπονοούμενο. Επιδίωξη των ερμητικών υπήρξε, ανάμεσα στα άλλα, να προσδώσουν και πάλι στην γλώσσα την λιτότητα και τον παρθενικό χαρακτήρα της, που είχαν χαθεί λόγω της κυριαρχίας της ρητορείας.

Ο ερμητισμός, λοιπόν, έρχεται να στραφεί κυρίως κατά της ρητορικής παράδοσης. Σε αυτήν την προσπάθεια πρωτοστατούν τέσσερεις κορυφαίοι Ιταλοί ποιητές του 20ου αιώνα: οι Μοντάλε, Ουγκαρέττι, Κουαζίμοντο και Σάμπα – που αλλάζουν ριζικά το τοπίο των ιταλικών γραμμάτων. Πράγμα το οποίο έχει ήδη συμβεί στη Αγγλία με τις Λυρικές Μπαλάντες του Γουέρτζγουορθ και Κόλλεριτζ έναν αιώνα πριν αλλά και στην Ελλάδα αργότερα, με την δεύτερη Αθηναϊκή Σχολή. «Θέλησα να της στρίψω το λαρύγγι», έγραφε ο Μοντάλε αναφερόμενος στην ρητορεία, κι επαναλαμβάνοντας τον γνωστό στίχο του Βερλαίν. Μαζί με την ρητορεία στραγγαλίζουν φυσικά και τον κλασικό ιταλικό ενδεκασύλλαβο.

Οι τέσσερεις βέβαια αυτοί ποιητές συχνά πρεσβεύουν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για σημαντικά πνευματικά και πολιτικά ζητήματα που απασχολούν την εποχή ή την ποίηση. Ο Aιγυπτιώτης Ουγκαρέττι προσχωρεί στο φασιστικό κίνημα, ενώ ο Κουαζίμοντο υιοθετεί αριστερές θέσεις· ο Σάμπα διώκεται κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής από το καθεστώς, λόγω της εβραϊκής καταγωγής του· ο Μοντάλε τέλος κρατά ίσες αποστάσεις από τον φασισμό και την κομμουνιστική ιδεολογία, στην συνέχεια δε καταδικάζει, πνευματικά, τον σύγχρονο τεχνολογικό πολιτισμό και την καταναλωτική κοινωνία.

Το Φινιστέρε είναι μια ενότητα ποιημάτων που δημοσιεύονται κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (1943) και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα ποιητικής γραφής της πρώτης αυτής καθαρά λυρικής περιόδου. Το ιστορικό σκηνικό βάθος των ποιημάτων μεταμορφώνεται μέσα στο έργο σ’ ένα υπεριστορικό κοσμικό πεπρωμένο. Την ίδια στιγμή η ανεμοζάλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου βιώνεται από τον Ιταλό ποιητή σαν στρόβιλος αυτής της ίδιας της ύπαρξης. Από καθαρά ποιητικής πλευράς είναι εντυπωσιακό πως ο Μοντάλε κατορθώνει να συνταιριάξει την δίνη που δονεί και στροβιλίζει τον κόσμο του – κατ’ εξοχή άμορφη – με μια πολύ συγκεκριμένη και λαξευμένη με ακρίβεια μορφή. Σαν μια χαοτική δύναμη να διαπνέει στο βάθος αυτά τα ποιήματα και επαπειλεί να τα διαρρήξει, δημιουργώντας έτσι μια ηλεκτρισμένη και τεταμένη ατμόσφαιρα.

 

Ενύπνιο

 

Των μπούφων η λυπητερή φωνή, όταν το ουράνιο τόξο
τρεμοπαίζοντας σβήνει,
οι στεναγμοί, τα βογκητά
της νεότητας, το λάθος που μου σφίγγει
τα μηλίγγια κι ο απροσδιόριστος τρόμος των κέδρων
σαν σείονται απ’ το τράνταγμα της νύχτας – όλα αυτά
μπορεί να ξαναρθούν στο νου μου, να ξεχυθούν απ’ τα χαντάκια
να ξεπηδήσουν απ’ τους αγωγούς, να με ξυπνήσουν
με την φωνή σου. Κεντρίζει ο ήχος μιας
άσπλαχνης βιόλας, ο αντίπαλος κλείνει
την προσωπίδα. Μπαίνει η σελήνη
αμαράντινη στα σφαλισμένα μάτια, σύννεφο είναι
και διογκώνεται· και σαν την σπρώχνει ο ύπνος
πιο βαθιά, μια στάλα αίμα γίνεται πέρα απ’ τον θάνατο.

 

Εδώ αναγκαστικά τίθεται το ζήτημα σχέσεως καλλιτέχνη και Ιστορίας. «Τα γεγονότα που καταβασάνισαν την ανθρωπότητα ανάμεσα στους δύο παγκοσμίους πολέμους τα έζησα καθισμένος παράμερα στην καρέκλα μου και παρατηρώντας τα. Δεν υπήρχε για μένα τίποτε άλλο να κάνω. Στο βιβλιαράκι μου Finisterre (κι αρκεί ο τίτλος και μόνο για να το δείξει) ο τελευταίος μεγάλος πόλεμος απλώνεται μεν σ’ όλο το σκηνικό βάθος, αλλά σαν από αντανάκλαση.»

Ο Μοντάλε εν τέλει όχι μόνο αρνείται κάθε είδους στράτευση αλλά θέλει ουσιαστικά τον καλλιτέχνη εκτός ιστορίας, εφ’ όσον η μάχη του διεξάγεται σύμφωνα με τον Γενοβέζο ποιητή «σ’ ένα διαφορετικό μέτωπο, στο οποίο τα βαρύνοντα τρέχοντα γεγονότα είχαν μικρή σημασία».

Η αρχική αντίδραση του Μοντάλε απέναντι στην ιταλική ρητορική παράδοση και την κυριαρχία της για αιώνες στα ιταλικά γράμματα, τον οδήγησε στην συνέχεια προς ένα ποιητικό λόγο πιο πεζό και πιο καθημερινό. Από τη λυρική ένταση περνάμε δηλαδή στον πεζολογικό στίχο, μια σημαντική αλλαγή ποιητικού ύφους η οποία θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ένα περαιτέρω κτύπημα κατά της ρητορείας. Η αλλαγή πλεύσεως, που ξεκινά με το Σατιρικόν (Satura) το 1971, σημαίνει ταυτόχρονα στροφή από το υψηλό προς το κωμικό και το γκροτέσκο – αλλά και προς τον διακριτικό τόνο ή την μετρημένη έκφραση. Σημαίνει επίσης στροφή από το κατ’ εξοχήν λυρικό αίσθημα προς μία ποίηση πιο στοχαστική και διανοητική, που παραπέμπει ταυτόχρονα στον δημοσιογραφικό λόγο. Συχνά εμφανίζεται τώρα το γνωμικό ή και σατιρικό στοιχείο.

Μεγάλο μέρος της νεώτερης ποίησης, δεν είναι δυνατόν να ακουστεί παρά μονάχα από αυτόν που την έχει δει.

Βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου έχει σταθεροποιηθεί η τεράστια οικονομική ανάπτυξη της Ιταλίας κατά την δεκαετία του ’60 και έχουν εδραιωθεί τόσο μια συγκεκριμένη αντίληψη περί προόδου (απόλυτης και μη αναστρέψιμης) όσο και η κυριαρχία των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Τα ποιήματα του Μοντάλε αποτελούν καθρέφτη του κλίματος αυτού αλλά την ίδια στιγμή κριτική ή και σύγκρουση με την διαμορφωμένη γλώσσα της εποχής. Ο ποιητής βρίσκει ένα τρόπο να επικοινωνήσει αλλά και να «επιβιώσει» μέσα σ’ αυτόν τον καινούργιο κόσμο της βασιλείας των mass media.

Γράφει ο ίδιος για τη νέα ποιητική γραφή του: «Tα σύνορα ανάμεσα στον στίχο και την πρόζα έχουν πολύ πλησιάσει: σήμερα ο στίχος δημιουργεί συχνά μια οπτική ψευδαίσθηση. Και ως έναν βαθμό έτσι ήταν πάντα· μια εσφαλμένη σελιδοποίηση μπορεί να καταστρέψει την ποίηση· το ποίημα οι Ποταμοί του Ουγκαρέττι, για παράδειγμα, δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητό δίχως την στερεότυπη και κάθετη επανάληψη των συλλαβών. Μεγάλο μέρος της νεώτερης ποίησης, γενικότερα, δεν είναι δυνατόν να ακουστεί παρά μονάχα από αυτόν που την έχει δει.» Ο στίχος λοιπόν γεννιέται από την πρόζα και τείνει να επιστρέψει στην πρόζα. Άλλωστε όπως ισχυρίζεται ο μεγάλος Ρώσος κριτικός Μπαχτίν η ποίηση, τούς τελευταίους δύο αιώνες, έχει σαφώς επηρεαστεί από το μυθιστόρημα. Τα μυθιστορηματικά στοιχεία αντιστοιχούν στα δεδομένα της σύγχρονης δημοκρατικής πλουραλιστικής κοινωνίας και, πιθανότατα, ο μόνος τρόπος να επιβιώσει η ποίηση στις ημέρες μας, είναι να τα ενστερνιστεί. Τα ποιήματα του Ημερολογίου του ’71 και του ’72 εκφράζουν αυτήν ακριβώς την αντίληψη και όχι μόνον ως προς τον ρυθμό ή την γλώσσα: ανακαλύπτεις σ’ αυτά και τις σύγχρονες ιδέες, τις ιδεολογίες, τα συνθήματα – όλες τις κοινοτοπίες πού συνθέτουν το κλίμα της εποχής μας.

 

Ο πρίγκιπας της γιορτής

 

Δεν ξέρω διόλου που βρίσκεται ο πρίγκιπας της Γιορτής
ο διέπων τον κόσμο και τις άλλες σφαίρες.
Δεν ξέρω εάν αυτό που βλέπω
σαν σκύβω απ’ το παράθυρο είναι σφαγείο είτε γιορτή.
Αν όντως αληθεύει πως ο ψύλλος ζει στις δικές του διαστάσεις
(καθώς και κάθε άλλο ζωντανό) και όχι στις δικές μας,
αν αληθεύει πως το άλογο βλέπει τον άνθρωπο μεγαλύτερο
σχεδόν δύο φορές, τότε το ανθρώπινο μάτι δεν επαρκεί.
Ίσως η αιώνια νύχτα να μην άντεξε πια, πετάχτηκε
κάποιος σπινθήρας. Ή ένα αιθέριο φως
κηλιδώθηκε μην στέργοντας τον ίδιο τον εαυτό του.
Ενδέχεται ο πρίγκιπας να αγνοεί τα κτίσματά του
είτε και να παινεύεται γι’ αυτά σε ομοιοπαθητικές δόσεις.
Το βέβαιο είναι πως τον θρόνο του μια ημέρα
θα τον ζεστάνει άλλος πισινός. Ήγγικεν η ώρα.

 

Υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στον Μοντάλε της ύστερης αυτής περιόδου και τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Το έχω επισημάνει ξανά στο παρελθόν. Μια φιλολογική έρευνα στο μέλλον θα αποδείξει πιθανώς πως ο Ιταλός ποιητής επηρεάστηκε από τον αλεξανδρινό ομότεχνό του. Όπως και να ‘χει το ζήτημα, το ασύνηθες ενδιαφέρον πού επέδειξε ο Γενοβέζος για τον μεγάλο Έλληνα δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Αναφέρω χαρακτηριστικά πως ο Μοντάλε μετέφρασε για πρώτη φορά το Περιμένοντας τους βαρβάρους το 1946. Έγραψε δύο δοκίμια για τον Καβάφη, πού τα δημοσίευσε το ’55 (Ένας Αλεξανδρινός ποιητής) και το ’62 (Ένας Έλληνας ποιητής), ενώ το ’58, σ’ ένα κείμενό του για τις ιταλικές μεταφράσεις των ελληνικών ποιημάτων (Δίγλωσσες Ανθολογίες), τον μνημονεύει ξεχωριστά. Τέλος έδωσε τον τίτλο: Διαβάζοντας Καβάφη, σ’ ένα από τα μεταγενέστερα ποιήματά του (αρχές δεκαετίας του ’70).

Ο Μοντάλε είναι ένας ποιητής του ατομικού λόγου. Συχνά παρομοιάζει το ποίημα με μια μποτίλια στο πέλαγος , η οποία μπορεί να βρει ή μην βρει παραλήπτη . Ένας ποιητής που αγωνίστηκε για την προσωπική του και μόνον λύτρωση

Ο Σεφέρης παρατηρεί πώς ο Αλεξανδρινός ποιητής επιτυγχάνει μια άμεση και αισθησιακή σύλληψη της σκέψης, μια ανάπλαση της σκέψης σε αίσθημα. Πράγμα που συμβαίνει και στον ύστερο Μοντάλε – γιατί διαφορετικά όλα τα άλλα δεν θα είχαν καμία σημασία. Τόσο στα ποιήματα των Ημερολογίων όσο και στα υπόλοιπα ποιήματα αυτής της περιόδου, κατορθώνει μια ζωτική μετουσίωση: μια αντίστοιχη ανάπλαση του διανοητικού στοιχείου σε ποιητικό λόγο.

Ο Μοντάλε είναι ένας ποιητής του ατομικού λόγου. Συχνά παρομοιάζει το ποίημα με μια μποτίλια στο πέλαγος, η οποία μπορεί να βρει ή μην βρει παραλήπτη. Ένας ποιητής που αγωνίστηκε για την προσωπική του και μόνον λύτρωση. Δεν συμπάθησε ποτέ το ρόλο του αναμορφωτή μα ούτε πίστεψε ως συγγραφέας στο χρέος μιας υψηλής αποστολής. Δεν υπήρξε ο ποιητής των μεγαλόσχημων χειρονομιών αλλά ούτε ο εκφραστής ενός μεγάλου οράματος.

«…μια τετραφωνία ισχνών καλαμιών. Η μόνη μουσική που αντέχω.» (Ημερολόγιο του ’71).

Ο Ιταλός ποιητής ολοκληρώνει τα δύο «Ημερολόγια» σε ηλικία εβδομήντα έξι ετών. Με χιούμορ ή με ειρωνεία, με στωικότητα, και πάνω απ’ όλα με γεροντική πλέον σοφία, στέκεται απέναντι σ’ έναν κόσμο αβέβαιο και ρευστό δίχως να εξεγείρεται, δίχως να τρέφει ψευδαισθήσεις, δίχως να ελπίζει σε κάποια σωτηρία. Σ’ αυτούς τους στίχους του βρίσκεις μία άτεγκτη λογική, μία κρυφή μουσικότητα αλλά και μία χάρη «λυρική» θα μπορούσες να πεις, πρωτόγνωρος συνδυασμός πού συγκινεί βαθιά.

 

*Ο Νίκος Αλιφέρης είναι ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής

 

 

INFO

Ο Νίκος Αλιφέρης ασχολείται με τον Εουτζένιο Μοντάλε, μεταφράζοντας ποιήματα και δοκίμιά του, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Σχετικά με τον Γενοβέζο ποιητή έχει δημοσιεύσει τα εξής: Οι λεμονιές και άλλα ποιήματα (πολυσέλιδο αφιέρωμα στο περιοδικό Πλανόδιον, το 1992)

Φινιστέρε και άλλα ποιήματα (εκδόσεις ΑΓΡΑ, 1995)

Ημερολόγιο του ’72 (εκδόσεις ΑΓΡΑ, 1999)

Περί ποιήσεως (Δοκίμια των Μοντάλε, Ουγκαρέττι, Κουαζίμοντο καὶ Σάμπα, εκδόσεις ΑΓΡΑ, 2005)

Ημερολόγιο του ’71 (εκδόσεις ΑΓΡΑ, 2013)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!