«Της αγάπης φως! Και τους νεκρούς αυγάζεις, ολόχρυσο εσύ!» (1)

Έτσι είμαστε οι άνθρωποι φτιαγμένοι. Για να σκιρτήσει μέσα σου ζωντανός ο εαυτός σου, «σκοτεινώ θεώμενος, εν θαλάμω φως απρόσιτον» (2), θα πρέπει ν’ ακούσεις τον χαιρετισμό του αγαπημένου. Και οι αγάπες είναι πολλών λογιώ. Ή καλύτερα, μία η αγάπη, πληθύνεται πλημυρίζοντας ζωογόνα νάματα, σαν φουσκωμένος ποταμός, της άνοιξης καιρό. Οι γραμμές που ακολουθούν, θα μπορούσαν να καταφρονεθούν, ιταμό γέννημα θράσους, αν δεν τις πυρπολούσε αγάπη κι ευγνωμοσύνη κι «απεριόριστος θαυμασμός» προς έναν άνθρωπο που «πρώτος μας αγάπησε», πριν δούμε, αρχαίοι εμείς, το φως του σημερινού κόσμου, ακούγοντας το ξεπαγιασμένο από τον χειμώνα πουλί να κελαηδεί Ανάσταση και Πάσχα. Και δε μιλώ για την Ελλάδα μόνο· όπως εκείνος, «πιο Ευρωπαίος, πιο Έλληνας, πιο χριστιανός» (3), δεν μίλησε για την Ελλάδα μοναχά, υμνώντας την, θαυμάζοντάς την απεριόριστα. Ανέβηκε στο βήμα, απ’ του έρωτα τα μετάρσια σκαλοπάτια και μίλησε στον άνθρωπο, «ολόσωμα σαβανωμένος απ’ τη Διοτίμα» (4). Ο Χαίλντερλιν βούτηξε στη μόνωση βαθειά, στον μέσα του ωκεανό, για να βγάλει (μισοπνιγμένο;) από τις μεγάλες θάλασσες του Κόσμου τον Άνθρωπο του καιρού μας.

Η σιγανή, ψιθυριστή φωνή του Γιόχαν Κρίστιαν Φρήντριχ, έφτασε πρώτη φορά στ’ αυτιά μου εδώ και λίγα χρόνια, καθώς σκάρωνα παυσίλυπα στιχάκια. Ήρθε από του ίντερνετ την ασίγαστη αδολεσχία σαν ασθενικό σήμα ασυρμάτου διάσωσης: «Oft ein einsamer Vogel singt», έλεγε το κρυπτόγραφο σε στίχο της γερμανικής γλώσσας. Κι έπρεπε να διαβαστεί. Δεν ήταν τόσο δύσκολο, όπως μέσες άκρες κάτι έπιανα, και τ’ άκουσα σαν: «Ένα πουλί μονάχο του, λαλεί μέσα στη νύχτα». Χειμώνας πηχτός στ’ αλήθεια ήτανε και τα πουλιά σιγούσαν· έτσι θάταν που βγήκε στο στίχο η νύχτα – ο ποιητής δεν την ονομάζει. Το ολομόναχο πουλί έγινε σπυρί που ρίζωνε κι ανέτελε κάθε ημέρα, ώσπου ν’ ακουστεί το σιγανό κελάηδημά του, χαράματα της άνοιξης. Ο ποιητής, έτσι μου φάνηκε, με είχε επισκεφθεί. Δεν τον εγνώριζα τότε. Έτυχε κάποτε να διαβάσω το συναξάρι του, ανάμεσα σε τόσα άλλα, μα πιο πολύ σ’ εκείνη την ευρωπαϊκή συναγωγή, (5) είχα σταθεί στη ζωή του Γκαίτε. Οι ηφαιστειακές του λάβες έκρυβαν τον προσοχθισμένο στον ήσυχο Νέκαρ ποιητή. Θυμήθηκα, αίφνης, πως κάπου σκονιζόταν ξεχασμένος ο «Υπερίων», (6) απ’ όταν τον είχα αλιεύσει απ’ έναν πάγκο. Τον διάβασα. Δυνατός, προφητικός, ερωτικός παιάνας και ελεγείο συνάμα για την Ελλάδα, που κι εγώ, όμοια μ’ εκείνον την έχω μέσα μου κομμάτι αλλιώτικη απ’ αυτή τη γη που μου χαρίστηκε να γεννηθώ. Έρωτας, τραγούδι και θρήνος για μιαν αγάπη, για μιαν ευσέβεια και την επανάσταση που χάθηκε αντηχεί ασίγαστος μεσ’ απ’ τις επιστολές του ποιητή στον Μπελαρμίνο και τη Διοτίμα. Αντίλαλος αρχαίος και μελούμενος από ελληνικά βουνά, ερημιές, ουρανό και θάλασσα.

Κείνο το πουλάκι, που μ’ είχε επισκεφθεί μεσ’ τη νύχτα, ήταν άλλο πράγμα. Κι η λέξη του η γερμανική ακόμα: «φόγκελ»· φλογέρα που φυσούσε στη γλώσσα σα φοινικιά σε όαση και φως φορτωμένο δάκρυ, φασκιωμένο σε πέντε λέξεις ξένης λαλιάς· ένα κύμα λυρισμού θραυόταν στο στήθος μου. Ναι! Είχα ξεμπαρκάρει σ’ άγνωστη γη. Δεν ήταν ένα βότσαλο που βυθιζόταν σιγανά. Ολόκληρο νησί ήτανε με βουνά και φαράγγια, ηφαίστεια κι απόκρημνες ακτές· αμμουδιές που ο ζέφυρος θωπεύει λυσίκομος· πατρίδα Πελοπόνησσος και Σικελία· Νήσσος των Μακάρων και Ωγυγία μαζί. Είχα βρεθεί στον άλλο κόσμο του ποιητή:

«…Και ’κείνος που τόσο

στην αγάπη περπάτησε, να πάρει του πρέπει τον δρόμο των Θεών.» (7)

Καθημερινά σκαλίζοντας, έβγαινε σ’ ελληνικό φως η, θαμένη στα σκιερά βόρεια χώματα της γλώσσας της, ωδή της αγάπης:

«…aber aus weißem Feld

Grüne Halme doch sprossen,

Oft ein einsamer Vogel singt,» (8)

Η στροφή τέλειωνε σε κόμμα. Το πράγμα ολοένα δυσκόλευε:

«…από το παγωμένο χώμα

Πράσινα βλαστάρια θα φανούνε,

Ολοένα λαλεί μονάχο ένα πουλί,»

Και κόμμα. Αδύνατον μου ήταν να τη διαβώ, επτά στροφές ψηλόκορμη, είκοσι οκτώ στίχοι πλατιά η ωδή: «Die Liebe». Βάλθηκα μάταια να τη γυρεύω στα ελληνικά. Είχα κουτσά στραβά, με κάτι κολυβογερμανικά, καταφέρει να βάλω αράδα τις λέξεις του Χαίλντερλιν σ’ ένα ορνιθοσκάλισμα κι είχα εύρει μια μετάφραση στα αγγλικά, από τον πρώτο μεταφραστή του στη γλώσσα αυτή, τον Βερολινέζο Μάικλ Χάμπουργκερ, όταν έπεσα πάνω σε κάτι σχετικό του Λορετζάτου. (9) Να πάρει η ευχή! Η μετάφραση «Της αγάπης» στα ελληνικά εκκρεμεί.

***

Η πάλη του ποιητή με την ελληνική γλώσσα είναι καταστατική της ποιητικής του. Από το έργο του γνωστότερες στον καιρό του –αν βγάλεις τον «Υπερίωνα»– ήταν οι μεταφράσεις του της «Αντιγόνης» και του «Οιδίποδα τύραννου», που για τη γλώσσα του παραλληλίζονται σε σπουδαιότητα με την μετάφραση από τον Λούθηρο της Βίβλου. Τα δράματα του Σοφοκλή έγιναν στο εξής έργα δικά του. Όταν ο Μπρεχτ, το 1948, παρουσίασε την «Αντιγόνη», της έδωσε το όνομα του Χαίλντερλιν. (10) Στον οργασμό της εκστατικής ακμής του, ο ποιητής καταγίνηκε με τη μετάφραση των πινδαρικών «Ύμνων» – χωρίς να προλάβει να τους διαβεί όλους, όπως τό ’χε σκοπό. Κοντά στους Έλληνες έμαθε να γράφει πάνω σ’ αρχαία μέτρα. Υστερότερα, στα χρόνια της μόνωσής του στο Τύμπινγκεν, έτρεφε, λένε, συμπάθεια και για κλέφτικα τραγούδια και παραλογές π’ άκουγε μεταφρασμένα.

Παρά την αφοσίωσή του στην Ελλάδα, το έργο του παρέμεινε σχεδόν άγνωστο στα ελληνικά – μήπως το ίδιο άγνωστος δεν ήταν και στους Γερμανούς για χρόνια; Στη διάρκεια των σκοτεινών χρόνων του Πολέμου και της Κατοχής όμως, το όνομα του ποιητή αναστήθηκε, μαζί με μια καινούργια γενιά. Ο Παναγιώτης Κανελόπουλος, με ένα δοκίμιό του στη «Νέα Εστία» –1η Αυγούστου 1941– εμπνέει μια ενεργητικότερη μελέτη του έργου του. Ο Παύλος Φλώρος μεταφράζει τον «Θάνατο του Εμπεδοκλή» και βιογραφει τον ποιητή (1944). Ο Τ. Κ. Παπατσώνης (1950) «παραφράζει» τους «Θρήνους του Μένωνος για τη Διοτίμα» και εξακολουθεί με τον «Άρτο και οίνο» και την «Πάτμο». Κι άλλοι. Ο Ανδρέας Καραντώνης, ο Άρης Δικταίος περισσότερο, τον ανθολογούν. Υστερότερα, ο Λαυρέντιος Γκέμερεϋ φέρνει στη γλώσσα μας τον «Υπερίωνα» (1982) –σε επιμέλεια Κανελλόπουλου–, ο Βασίλης Λαζανάς μελετά και μεταφράζει, η Έλενα Νούσια (ξανα)μεταφράζει τον «Θάνατο του Εμπεδοκλή» (1997) και τελευταία ο Θ. Δ. Γκότσης (2002), ο Θανάσης Λάμπρου (2006) και ο Συμεών Σταμπουλού (2013), μας παρέδωσαν ένα ευρύ σώμα από τα μεγάλα του έργα και ορισμένα οψιμότερα. Χωρίς να είναι πλήρης ο κατάλογος αυτός, δίνει το μέτρο της πάλης να γυριστούν στη γλώσσα μας μέρη από το ολύμπιο έργο του ποιητή – αν είναι κάτι τέτοιο μπορετό.

Από την επίσκεψη του ποιητή στη συγκαιρινή μας ποίηση, αξίζει να αναφέρω τον Οδυσσέα Ελύτη. Αποδεχόμενος το Νόμπελ, μνημόνευσε τον Χαίλντερλιν ως διδάσκαλό του, δίπλα στον Σολωμό βεβαίως· τον θυμάται και στο «Χρονικό μιας δεκαετίας»: «Αλλ’ από τη στιγμή που παύουν ν’ ακολουθούν το νήμα των ποιητών τους οι λαοί, βαδίζουν κατευθείαν στην άβυσσο. […] Μου άρεσε, τριγυρισμένος από Γερμανούς (στην Κατοχή), ν’ ανακαλύπτω ένα Γερμανό που μου έδειχνε ανάποδα το είδωλό τους, που έδειχνε πιο φρόνιμος μέσα στην παράκρουσή του απ’ αυτούς τους έξαλλους μέσα στη σιδερένια τους λογική. Και τον έβλεπα σα μια εγγύηση ότι το ανθρώπινο πνεύμα κάτω από τους αυθαίρετους διαχωρισμούς που του επιβάλανε οι πρόσκαιροι εξουσιαστές του, παραμένει αδιαίρετο.» (11)

Προηγήθηκε ο Γ. Σεφέρης, που τύπωσε προμετωπίδα στίχους απ’ το «Άρτος και οίνος», για τη μοίρα του ποιητή «σε δύσκολους καιρούς», στα «Ημερολόγια καταστρώματος» (Α΄). Μετάφραση στίχων από τον «νεώτερο αδελφό του Διονυσίου Σολωμού», όπως τον έλεγε, μαστόρευε στον Μεσοπόλεμο κι ο Ν. Εγγονοπουλος, αλλά τους έσχισε αγαναχτισμένος στην Κατοχή. (12) Είναι κι ο Ν. Καρούζος, που τον ανέφερα πριν, που συνομιλεί μαζί του. Κι άλλοι πολλοί. Μα δε θα με φτάσουν οι λέξεις ούτε είναι κατάλληλη στιγμή για πλήρη χρονογραφία της πολιτογράφησης του Χαίλντερλιν στην κοινή ελληνική. Ξαναγυρίζω στην αγάπη.

***

«Ούτε εμείς, Διοτίμα, ούτε εμείς χωρίσαμε… Ζωντανοί ήχοι είμαστε, συμφωνούμε στην αρμονία σου, Φύση! ποιος μπορεί να τη διασπάσει, ποιος μπορεί να χωρίσει τους αγαπημένους;» (13) Στον κόσμο Χαίντερλιν κανείς. Κι όποιος το επιχειρήσει, μένει το αμάρτημά του «Ασυγχώρετο»:

«Κι αν φίλους ξεχνάτε, τον ποιητή περιγελάτε,

Κι αν πείτε κανείς κι ασήμαντος είναι ο σοφός,

Θεός ’σχωρέσει σας – μ’ αλίμονό σας αν ποτέ

Των εραστών την ειρήνη τη χαλνάτε.» (1799) (14)

Ο Χαίλντερλιν έζησε του έρωτα την ειρήνη –πριν ασυγχώρετα διακοπεί– σχεδόν τρία χρόνια. «Βρίσκομαι σε ένα νέο κόσμο», γράφει στον φίλο του Νόιφερ. «Κάποτε σκεφτόμουν πως ήξερα τι ήταν όμορφο και καλό, αλλά τώρα που το βλέπω θέλω να βάλω τα γέλια με όλη μου τη γνώση. Αγαπητέ μου φίλε, υπάρχει ένα ον στον κόσμο που στην παρουσία του το πνεύμα μου μπορεί να κατοικεί για χιλιετίες… Ώρες ώρες το βρίσκω ακόμα και αδύνατο να έχω θνητές σκέψεις κατά την παρουσία της, και αυτός είναι ο λόγος που είναι τόσο δύσκολο να πω οτιδήποτε για εκείνη.» (15)

Με τη Σουζέτε Γκόνταρντ –αυτή ’ταν η ακριβή του Διοτίμα– γνωρίστηκαν Δεκέμβρη του 1795, στη Φρανκφούρτη, όταν ανέλαβε οικοδιδάσκαλος του οκτάχρονου γιου της Ερρίκου. Εγκατέλειψε τους Γκόνταρντ, μετά από τα πικρά λόγια του ογδοντάχρονου συζύγου της Σουζέτε, τέλη Σεπτεμβρίου του ’98. Οι δύο εραστές, που ανταλλάσουν κρυφά συναντήσεις και γράμματα, θα βρεθούν τελευταία φορά στις 8 Μαΐου του 1800. Ο Φρίντριχ μετά θα πάει σχεδόν με τα πόδια στο Μπορντώ, κοντά στην ατλαντική ακτή της Γαλλίας, για μια θέση παιδαγωγού. Θα γυρίσει καθημαγμένος για να μάθει το θάνατο της αγαπημένης του Σουζέτε – 22 Ιουνίου του 1802. Ο ποιητής, που είχε προαναγγείλει τον θάνατο της Διοτίμας στον «Υπερίωνα», πριν ακόμα γνωριστούν, βυθίζεται στην dementia praecox catatonica, όπως την είπαν οι γιατροί. Θα ζήσει σ’ αυτή την άνοια τριάντα χρόνια, ως τον θάνατό του, 7 Ιουνίου του 1843. (16) Θα προλάβει, πριν την απομόνωσή του στον πύργο του ξυλουργού Τσίμερ, που φιλότιμα τον περιμάζεψε στην αρρώστεια του, να παραδώσει άρτιο τον ύμνο στον «Μοναδικό» και την μοναδική του «Πάτμο» που, εμποτισμένη στην ατμόσφαιρα της «Αποκάλυψης» του Ιωάννη, θεωρήθηκε άδικα, ως έργο της παράνοιάς του.

Εδώ φτάνει σ’ ένα τέλος η αφήγησή μας για τον ποιητή. Την αγάπη όμως ποιες λέξεις μπορούν να τη χωρέσουν; Ο κόσμος δεν στάθηκε άξιός του κι εκείνος παράδερνε ανάμεσα στον Εμπεδοκή και τον Ιωάννη, σε κάτι που φάνηκε στους ανθρώπους του καιρού του σαν «χρόνια σχιζοφρενική ψύχωση». Πιθανόν μονολογούσε στη μόνωσή του στίχους του Ευαγγελιστή για κείνα που «εάν γράφηνται καθ’ έν, ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία». Ο Χαίλντερλιν έζησε το περισσότερο του βίου του αποκομμένος από τους ανθρώπους κι απ’ τον εαυτό ακόμα. Έπαιζε στο πιάνο ακατανόητες μουσικές· υπόγραφε στίχους ως Σκαρντινέλι – σπαράγματα της αγάπης του, που «ουκ ην άξιος ο κόσμος»:

«Να σου τραγουδήσω ήθελα

μα δάκρυα μονάχα.

Και μες τη νύχτα ως περπατώ, σβηστά ’ναι

τα λαμπερά σου μάτια (17)

Σημειώσεις

  • Licht der Liebe! scheinest du denn auch Toten, du goldnes! Ο πρώτος στίχος της τρίτης στροφής (στ. 39), από τους «Θρήνους του Μένωνος για τη Διοτίμα». Όπου δεν αναφέρεται μεταφραστής, μτφ: Κ. Μ.
  • Κασίας, Στ’ ωδή του Κανόνος εις την Γέννησιν του Προδρόμου – 24 Ιουνίου.
  • Ο Παύλος Φλώρος συγκρίνοντας Χαίλντερλιν και Νίτσε. Ο θαυμασμός είναι του Τ. Κ. Παπατσώνη και το περί αγάπης ευαγγελικό από τον Ιωάννη (Α΄ Ιω. 4:19).
  • «Τα πολύτιμα βάσανα του Scardinelli», Νίκος Καρούζος, Τα ποίηματα Α΄, «Ίκαρος».
  • Στην Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.
  • Φρήντριχ Χαίλντερλιν, Υπερίων ή ο ερημίτης στην Ελλάδα, εκδόσεις «Ηριδανός».
  • …und wer so / Liebte, gehet, er muß, gehet zu Göttern die Bahn. «Θρήνοι του Μένωνος για τη Διοτίμα» (στ. 117-118).
  • Friedrich Hölderlin, «Die Liebe».
  • Ζήσιμος Λορεντζάτος, Ένα τετράστιχο του Χαίλντερλιν, «Ίκαρος» 2006.
  • Βάλτερ Πούχνερ, Η μετάφραση της Αντιγόνης από τον Bertolt Brecht. Μια φιλολογική ανίχνευση, περιοδικό «Σύγκριση».
  • Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, εκδόσεις «Ίκαρος».
  • Δες: Σταυρούλας Τσούπρου, Ο Χαίλντερλιν και οι Έλληνες ποιητές, περιοδικό «Ο αναγνώστης». Σχετικά και ο Συμεών Σταμπουλού, στο Φρήντριχ Χαίλντερλιν, Ποιήματα (Gedichte), εκδόσεις «Στιγμή», Αθήνα 2013.
  • Ο Υπερίων στον Μπελλαρμίνο, «Υπερίων», μετάφραση Λαυρέντιος Γκέμερεϋ.
  • Friedrich Hölderlin, «Das Unverzeihliche».
  • Friedrich Hölderlin, Hyperion and selected poems, Edited by Eric L. Santner, εκδ. Continuum, New York 1990, σ. xiv.
  • Αναλυτικότατο «Χρονικό της ζωής του Hölderlin» από τον Άρη Δικταίο στο: Φρήντριχ Χέλντερλιν, Πάτμος και άλλα ποιήματα, εκδόσεις «Αιγόκερως», Αθήνα 1982.
  • Friedrich Hölderlin, «An» (Elysium).
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!