του Αντρέα Τζοκ*
Μεταξύ της μιας και της άλλης διδακτορικής διατριβής για τη διαφήμιση της Esselunga[1], δεν μπορεί, κάποιος θα έχει παρατηρήσει τι συμβαίνει στην Ελλάδα, τη χώρα που «διασώθηκε» από την Τρόικα. Διασώθηκε τόσο αποτελεσματικά ώστε σχεδόν το ένα δέκατο του πληθυσμού της, πρακτικά ολόκληρη η νέα γενιά, μετανάστευσε στο εξωτερικό, και όλες οι κύριες πηγές εισοδήματος εκτός από τον τουρισμό πέρασαν σε ξένα χέρια (το λιμάνι του Πειραιά στους Κινέζους, το σύστημα αεροδρομίων στους Γερμανούς κ.ο.κ.). Μετά τη «διάσωση» η χώρα δεν έχει συνέλθει, παραμένοντας ένας σωρός κατεβασμένων ρολών, πεινασμένων συνταξιούχων και «εργαζόμενων φτωχών».
Φυσικά, δεν έλειψαν οι λαμπροί οικονομικοί σχολιαστές που χειροκροτούσαν την ανάκαμψη του ελληνικού ΑΕΠ, αγνοώντας –ή προσποιούμενοι ότι αγνοούν– πως, με τα μεγαλύτερα περιουσιακά στοιχεία σε ξένα χέρια, το γεγονός ότι το εγχώριο προϊόν αυξάνεται δεν σημαίνει καθόλου ότι αυξάνεται και ο εθνικός πλούτος (το ΑΕΠ υπολογίζει ό,τι παράγεται εντός των συνόρων της χώρας, ακόμη και αν στη συνέχεια τα κέρδη κατευθύνονται στο εξωτερικό).
Τώρα, αντιμέτωπη με το γεγονός ότι ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού ήδη πασχίζει να τα βγάλει πέρα κάνοντας δύο δουλειές, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προώθησε μια εργασιακή μεταρρύθμιση που επιτρέπει στους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης να αποκτούν δεύτερη μερική απασχόληση και να εργάζονται έως 13 ώρες την ημέρα, και μέχρι την ηλικία των 74 ετών. Οι εργοδότες επιτρέπεται να επεκτείνουν την εβδομάδα εργασίας σε έξι ημέρες. Επιπλέον, οι μορφές απεργίας που εμποδίζουν την εργασία των συναδέλφων μπορούν να τιμωρούνται με φυλάκιση έως και έξι μήνες.
ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ, οι άθλιοι νόμοι μπορούν να περάσουν χωρίς δυσκολία όταν οι συνθήκες διαβίωσης είναι ήδη άθλιες: από ένα σημείο και πέρα οι άνθρωποι δεν αντιδρούν, αφού η πραγματικότητα είναι ήδη χειρότερη από την υφιστάμενη νομοθεσία. Κι έτσι οι νέοι νόμοι εγγυώνται τη μακροχρόνια παγίωση αυτών των συνθηκών… Για να καταστρέψει κανείς τα κοινωνικά δικαιώματα, καταστρέφει πρώτα την πραγματικότητα που τα στηρίζει. Κι αυτό μπορεί να το κάνει με μια πληθώρα «πρωτοβουλιών έκτακτης ανάγκης» που διαβρώνουν τις συνθήκες διαβίωσης. Στο τέλος, αναγκάζεται να παραδεχτεί κανείς ότι τα παλιά δικαιώματα έγιναν πλέον σκουπίδια, και επομένως είναι καιρός να γίνει και νομικά πιο «ευέλικτο» το σύστημα…
Υπάρχει κάτι εξαιρετικά συμβολικό στο γεγονός ότι στην καρδιά της Ευρώπης, στην ιστορική πατρίδα της δημοκρατίας, εγκαινιάζεται μια μεγάλη επιστροφή στις εργασιακές σχέσεις της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης, στους «σκοτεινούς σατανικούς μύλους» του Μπλέικ[2]. Η Ευρώπη, που για μερικές δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο φαινόταν να καθιστά πιθανό ένα μικτό οικονομικό σύστημα, με αυξανόμενα εισοδήματα και κοινωνικά δικαιώματα, έχει πέσει από έκτακτη ανάγκη σε έκτακτη ανάγκη. Οι τελευταίες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, από την κρίση των στεγαστικών δανείων μέχρι την πανδημία, και τέλος ο πόλεμος στην Ουκρανία, ολοκλήρωσαν το έργο της καταστροφής.
ΦΥΣΙΚΑ, Η ΜΑΖΑ των εξαρτημένων από την τηλεδιοίκηση προνυμφών από την οποία αποτελείται πλέον η ραχοκοκαλιά των ευρωπαϊκών εθνών δεν μπορεί παρά να συναινέσει. Γιατί, τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε;
- Ήταν η κακιά η ώρα που γκρέμισε το κερδοσκοπικό σύστημα των αμερικανικών ενυπόθηκων δανείων μειωμένης εξασφάλισης. Και τι θα μπορούσαμε να κάνουμε εμείς, οι φτωχοί μικροί Ευρωπαίοι, παρά να φορτώσουμε την ανάκαμψη της ιδιωτικής χρηματοδότησης στους ώμους του δημόσιου χρέους; Θα θέλατε να είμαστε ανεύθυνοι;
- Ήταν ο παγκολίνος που ζευγάρωσε με μια νυχτερίδα και πλημμύρισε τον κόσμο με τον νέο Μαύρο Θάνατο, ενάντια στον οποίο τι άλλο μπορούσαμε να κάνουμε παρά να παγώσουμε τα πάντα, να κλειστούμε στα σπίτια μας και να περιμένουμε τον Χάρο καταπίνοντας ασπιρίνες; Θα θέλατε να είμαστε αρνητές;
- Ήταν ο σατανικός τσάρος Πούτιν που κουβάλησε τους θηριώδεις στρατούς του στη Λισαβόνα[3] για να μας αναγκάσει σε βιομηχανική αυτοεξόντωση και μόνιμο πληθωρισμό προκειμένου να στηρίξουμε τους δημοκρατικούς κληρονόμους της 14ης Μεραρχίας Waffen-Grenadier των SS. Δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο, έτσι δεν είναι;
- Και τώρα βέβαια, αν θέλουμε να ρίξουμε αυτόν τον πληθωρισμό, πρέπει όλοι να κάνουμε μια μικρή θυσία, ναι; Ευχαριστούμε λοιπόν την κυρία Λαγκάρντ που σκέφτεται το καλό μας και αυξάνει το κόστος του χρήματος και τους τόκους των στεγαστικών δανείων.
- Και μετά, δεν θέλετε να είστε αχάριστοι ρυπαντές της Μητέρας Γης, σωστά; Άρα θα συμφωνήσετε στην ανάγκη να πάρετε δάνεια για να κάνετε τα σπίτια σας πιο πράσινα, έτσι δεν είναι; Και αν στη συνέχεια τα δάνεια κοστίζουν περισσότερο, και οι διαβρωμένοι από τον πληθωρισμό μισθοί σας δεν αρκούν, και πρέπει να τσακιστείτε να πουλήσετε το σπίτι σας, τι να κάνουμε; Η μοίρα το θέλησε έτσι.
Οπότε, όταν μια ωραία ημέρα αποκατασταθεί η δουλοπαροικία, όλοι θα αναπνεύσουμε με ανακούφιση: επιτέλους, να ένα σοφό σύστημα περιορισμού της επισφάλειας.
* Ο Αντρέα Τζοκ είναι Ιταλός φιλόσοφος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Το παρόν κείμενο αναρτήθηκε στις 2/10/2023 στην ιστοσελίδα infosannio.com
[1] Πρόκειται για διαφήμιση αλυσίδας καταστημάτων η οποία δείχνει ένα κοριτσάκι που προσπαθεί να συμφιλιώσει τους χωρισμένους γονείς του, κι έχει γίνει κεντρικό θέμα συζήτησης στην Ιταλία…
[2] Η φράση, από την εισαγωγή στο ποίημα «Μίλτον» του Γουίλιαμ Μπλέικ, υποδηλώνει την καταστροφή της φύσης και των ανθρώπινων σχέσεων στην πρώτη βιομηχανική επανάσταση.
[3] Αναφορά στη πρόσφατη δήλωση της Γερμανίδας ΥΠΕΞ Μπέρμποκ, ότι «σύντομα η Κοινότητα της Ελευθερίας, η Ε.Ε., θα εκτείνεται από τη Λισαβόνα στο Λουγκάνσκ».