Του Daoud Kuttab. Σε ολόκληρη τη μετα-αποικιακή περίοδο, οι αραβικές χώρες επέδειξαν μια σταθερή αδυναμία να εγκαθιδρύσουν ένα αποτελεσματικό, πόσο μάλλον δημοκρατικό, σύστημα διακυβέρνησης.

Σήμερα, μετά από μισό αιώνα αντιπαράθεσης μεταξύ στρατιωτικών ή μοναρχικών δικτατοριών και φανατικών ισλαμικών καθεστώτων, πολλοί Άραβες αναζητούν και πάλι έναν «τρίτο δρόμο» – μία προοπτική προς μία αξιόπιστη μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Άραγε, οι προσπάθειές τους θα αποδειχθούν εξίσου μάταιες όσο στο παρελθόν;
Η Μέση Ανατολή -μία ονομασία που οφείλεται στη γεωγραφική της θέση ανάμεσα στην Ευρώπη και την ανατολική Ασία- τέλεσε υπό οθωμανική κυριαρχία για 400 χρόνια προτού οι δυνάμεις των Συμμάχων, μετά την νίκη που κατήγαγαν κατά των Οθωμανών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την χωρίσουν σε ξεχωριστές πολιτικές οντότητες οι οποίες, στο πλαίσιο της συμφωνίας Sykes-Picot, περιήλθαν σε σφαίρες επιρροής που χάραξαν η Βρετανία και η Γαλλία. Όμως, ως αντίδραση σε αυτόν τον νέο διαχωρισμό, γεννήθηκε μία αραβική αφύπνιση, με βασικά στοιχεία τον παναραβισμό και τη στήριξη της Παλαιστίνης.
Χαρισματικοί νέοι ηγέτες προερχόμενοι από τον στρατό που κατέληξαν τελικά να γίνουν δικτάτορες, όπως ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ στην Αίγυπτο, ο Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, ο Μουαμάρ Καντάφι στην Λιβύη, ο Αλί Αμπντουλά Σαλέχ στην Υεμένη και ο Χαφέζ αλ Άσαντ στη Συρία, αξιοποίησαν τους δημοφιλείς αυτούς σκοπούς για να εξασφαλίσουν τη λαϊκή στήριξη. Όμως, η αποτυχία τους να εγγυηθούν στους λαούς τους μία καλύτερη ζωή, παράλληλα με την απαξίωση των αριστερών ιδεολογιών μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, πυροδότησε την άνοδο ενός αντίπαλου κινήματος: του πολιτικού Ισλάμ.
Η Μουσουλμανική Αδελφότητα -που ιδρύθηκε στην αιγυπτιακή πόλη Ισμαΐγια το 1928 και είναι ο παλαιότερος, καλύτερα οργανωμένος και πιο διαδεδομένος αντίπαλος του πολιτικού Ισλάμ- προκαλούσε και εξακολουθεί ακόμα να προκαλεί έντονα αρνητικά συναισθήματα μεταξύ των κοσμικών Αράβων αλλά και των αραβικών μοναρχιών. Πράγματι, κάποιοι δικτάτορες επεδίωξαν με κάθε ευκαιρία να καταπνίξουν την Αδελφότητα – συχνά με βίαια μέσα, όπως όταν ο Άσαντ κατέστειλε ανελέητα την εξέγερση που εκδηλώθηκε υπό την καθοδήγηση της Αδελφότητας, το 1982, στη Χάμα.
Αναγκασμένη να δρα στην παρανομία, η Αδελφότητα έχτισε τη βάση στήριξής της πάνω σε μία κοινωνική ατζέντα που είχε σαν κύριο στόχο τις ανάγκες των φτωχών, ενισχύοντας σταθερά και τους ισλαμικούς της δεσμούς, ενώ αξιοποίησε ακόμα και το υποχρεωτικό ζακάτ (ετήσια οικονομική συνεισφορά σε θρησκευτικούς σκοπούς), για να στήσει το κοινωνικό της δίκτυο. Οι Αδελφοί, με την αρωγή μιας συντηρητικής κοινωνίας και του κλήρου, ήταν έτοιμοι να καταλάβουν την εξουσία όταν θα προέκυπτε η ευκαιρία.
Ένα άλλο ισλαμιστικό κίνημα, το Ισλαμικό Μέτωπο Σωτηρίας της Αλγερίας, έφθασε πολύ κοντά στο να αδράξει αυτή την ευκαιρία το 1991, όταν κέρδισε τον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών. Όμως ο στρατός κατάργησε στην πράξη τη νίκη αυτή, ακυρώνοντας τον δεύτερο γύρο των εκλογών, μία ενέργεια που πυροδότησε έναν βίαιο οκταετή εμφύλιο πόλεμο στον οποίο υπολογίζεται ότι έχασαν την ζωή τους 200.000 άνθρωποι.
Ακολούθησε η έκρηξη της Αραβικής Άνοιξης το 2011, που άνοιξε νέες ευκαιρίες για πολιτική ανανέωση. Μέσα σε διάστημα μηνών, ισλαμιστικά κόμματα που είχαν διαμορφωθεί με βάση την ιδεολογία της Αδελφότητας, ανέτρεψαν τους δικτάτορες στην Τυνησία και την Αίγυπτο και έφθασαν κοντά στο να πάρουν την εξουσία σε Υεμένη και Συρία, κυρίως διότι ήταν τα μοναδικά καλά οργανωμένα πολιτικά κινήματα στο προσκήνιο.
Επιπλέον η Μουσουλμανική Αδελφότητα είχε καταφέρει να καταλάβει την εξουσία στην Αίγυπτο, τη μεγαλύτερη και πιο ισχυρή μεταξύ των χωρών της Αραβικής Άνοιξης. Όμως η αυστηρή και μη ανεκτική ιδεολογία της λειτούργησε σαν τροχοπέδη στο να μπορέσει να κυβερνήσει μία τόσο μεγάλη χώρα με έντονες διαφορές. Το αποτέλεσμα ήταν ότι μετά από έναν μόνο χρόνο στην εξουσία, ο στρατός -με τη στήριξη των ίδιων φιλελεύθερων νέων ανθρώπων που του είχαν εναντιωθεί το 2011- ανέτρεψαν από την εξουσία τον πρόεδρο Μόρσι. Λόγω της αδυναμίας τους όμως να παρουσιάσουν μία πολιτική εναλλακτική λύση, η απόρριψη της ισλαμιστικής κυβέρνησης εκ μέρους των διαδηλωτών δεν οδήγησε παρά μόνο στην επάνοδο του στρατού στην εξουσία.
Τώρα που το στρατιωτικό αλλά και το ισλαμιστικό σύστημα έχουν απαξιωθεί, έχει δημιουργηθεί ένα ιδεολογικό κενό στην αραβική πολιτική. Όμως, σήμερα, οι Άραβες -στην πλειονότητά τους κάτω των 30 ετών- ενδιαφέρονται λιγότερο για την ύπαρξη μίας κυρίαρχης πολιτικής ιδεολογίας και περισσότερο για μία αποτελεσματική και αντιπροσωπευτική κυβέρνηση που θα εφαρμόζει μία συγκροτημένη πολιτική με στόχο τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης. Με λίγα λόγια, θέλουν μία κυβέρνηση που θα έχει ως προτεραιότητα τη βελτίωση της ζωής των πολιτών.
Πράγματι, η απουσία μίας συγκεκριμένης ιδεολογίας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αρχική επιτυχία της Αραβικής Άνοιξης στην Αίγυπτο και την Τυνησία, διότι πρόσφερε τη δυνατότητα σε μεγάλο αριθμό νέων ακτιβιστών να σχηματίσουν χαλαρές συμμαχίες. Όμως τα μαζικά κινήματα έχουν περιορισμένες δυνατότητες, ως προς το πόσο μπροστά μπορούν να οδηγήσουν μια χώρα. Η εγκαθίδρυση μίας αξιόπιστης αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης απαιτεί την ύπαρξη πολιτικών κομμάτων, με σαφώς καθορισμένες αρχές.

* Ο Daoud Kuttab, πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Princeton, ιδρυτής και πρώην διευθυντής του Institute of Modern Media στο Πανεπιστήμιο Al-Quds στη Ραμάλα, δραστηριοποιείται ενεργά στο Κίνημα για την Ελευθερία της Έκφρασης στη Μέση Ανατολή. Το κείμενο αποτελεί εκτεταμένα αποσπάσματα από άρθρο του που αναρτήθηκε στο Project Syndicate.

Μετάφραση: Ελεάννα Ροζάκη

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!