Γνωστός από τον πολιτικοποιημένο υπαρξισμό των πρώτων ταινιών του «Γροθιές στην Τσέπη» (1965) και «Η Κίνα είναι κοντά» (1967), ο 81χρονος σήμερα βετεράνος Ιταλός σκηνοθέτης Μάρκο Μπελόκιο ανέτρεψε το τοπίο του ιταλικού κινηματογράφου. Αποτυπώνοντας με αιχμηρή κριτική ματιά τις κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις της Ιταλικής κοινωνίας του ’60, χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους ανανεωτές του ιταλικού σινεμά, μαζί με τον φίλο του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι.

Έχοντας αφομοιώσει τον ιταλικό νεορεαλισμό της γενιάς των πατεράδων του, ενστερνίστηκε τις πρωτοποριακές αντιλήψεις της νουβέλ βαγκ και ανέπτυξε τελικά ένα δικό του, λιγότερο στυλιστικό, αλλά πάντα βαθιά ανθρωποκεντρικό φιλμικό λόγο. Επιλέγοντας να παραμείνει έξω από τη θεσμική Αριστερά, επικεντρώθηκε στην απομυθοποίηση της αριστερής αυταρέσκειας, καταδεικνύοντας την υποκρισία και τον κομφορμισμό των θεσμών, της οικογένειας, των κομμάτων, της εκκλησίας. Αφού αρχικά εναντιώθηκε στην κυρίαρχη αντίληψη του καταγγελτικού πολιτικού σινεμά, αναζήτησε την κάθαρση στα πολιτικά αδιέξοδα μιας εκρηκτικής εποχής, μέσα από το ανθρώπινο πρίσμα. Την τελευταία 20ετία δίνει τακτικά το σκηνοθετικό του παρόν, πιστός στο σοσιαλιστικό πασιφιστικό του όραμα.

Στη βιογραφική ταινία «Ο Προδότης», μεταξύ δικαστικού δράματος και γκανγκστερικής ταινίας που λειτουργεί και ως πολυεπίπεδη μελέτη χαρακτήρων, ο Μπελόκιο βασίζεται στην ιστορία του Τομάζο Μπουσέτα, καταδότη της Κόζα Νόστρα, που ενσαρκώνει εξαιρετικά ο Πιερφρανσέσκο Φαβίνο. Με τίτλο που εξαρχής χαρακτηρίζει τον πρωταγωνιστή, ο Μπελόκιο αποδίδει την αμφισημία που χαρακτηρίζει έναν πρώην μαφιόζο δολοφόνο και νυν καταδότη, που σκιαγραφείται περήφανος, αρρενωπός με εκτόπισμα, που χαίρει τον σεβασμό τον υπολοίπων, παρά το προσωπικό δράμα του, με έναν τοξικοεξαρτημένο γιο. Μεταξύ, προδότη και λαϊκού ήρωα, ο αμφιλεγόμενος Μπουσέτα του Μπελόκιο παραμένει ανθρώπινος, δίχως να αποτελέσει γκανγκστερική καρικατούρα. Ακολουθώντας ερμηνευτικά σχήματα με έντονη σωματικότητα στις ταινίες του, ο Μπελόκιο αποδίδει την αυθεντική λαϊκότητα του πενηντάχρονου γκάνγκστερ, παρουσιάζοντάς τον με κάθε ευκαιρία σεξουαλικά δραστήριο, ενδεικτικό της αρρενωπής του υπόστασης, για να εκφράσει την πατριαρχική δομή που διέπει τη σικελική μαφία.

Μετατοπίζοντας το σεναριακό επίκεντρο από τις πληροφορίες που υπέδειξε ο Μπουσέτα, λεπτομέρειες που ενδεχομένως να απογύμνωναν μια μυθοπλαστική βιογραφία, ο Μπελόκιο αναδεικνύει την εικόνα του Μπουσέτα ως οικογενειάρχη, με οκτώ παιδιά από τρεις συζύγους και ως χαροκαμένου πατέρα, που δακρύζει μαθαίνοντας ποιος σκότωσε «μπαμπέσικα» τους γιους του. Ο Φαβίνο ως στιβαρός μελαχρινός δασύτριχος Μπουσέτα, άλλοτε παίζει με τη σωματική του διάπλαση, άλλοτε με τη φυσιογνωμία και την προφορά, από ιταλικά σε βραζιλιάνικα και σιτσιλιάνικα, με συγκρατημένες εκφράσεις πόνου, στα βασανιστήρια και κατά την επώδυνη δηλητηρίασή του, σε μια εικόνα όπου αναρρώνει ξαπλωμένος, θυμίζοντας τον πίνακα της Ιταλικής Αναγέννησης «Νεκρός Χριστός» (1480/Αντρέα Μαντένια), ενώ στους εφιάλτες που τον στοιχειώνουν επικρατεί ο τρόμος στο γουρλωμένο βλέμμα του.

Ο πρωταγωνιστής αυτοπροσδιορίζεται ως άνθρωπος που θεωρεί ιερή την οικογένεια και αμφιταλαντεύεται ηθικά, αντιστρέφοντας την προδοσία σε μια εξιδανίκευση των αλλοτινών αξιών και ιδανικών της Κόζα Νόστρα, που παραμερίστηκαν, μπρος στα υπέρογκα κέρδη από τη διακίνηση ναρκωτικών.

Δημιουργώντας πάντα ταινίες με εξαιρετικό αφηγηματικό ρυθμό, ο Μπελόκιο χρησιμοποιεί εύστοχα το μοντάζ για να τονίσει την κατακερματισμένη παρεμβατική αφήγηση. Με βασικό χρονολογικό άξονα το διάστημα της σύλληψης, της δίκης και της ζωής σε καθεστώς προστατευόμενου μάρτυρα του Μπουσέτα, η αφήγηση ξεκινάει λίγο πριν τη σύλληψή του στη Βραζιλία το 1980 και ακολουθούν χρονολογικά με αποσπασματικές σκηνές τα βασανιστήρια του, η έκδοσή του στην Ιταλία, η συνεργασία του με τον Δικαστή Φαλκόνε, η δίκη το 1986, στιγμιότυπα από τη ζωή του το ’90 στην Αμερική, η άκαρπη προσπάθειά του το 1993 να αποδείξει τις σχέσεις της Κόζα Νόστρα με Ιταλούς πολιτικούς όπως ο Αντρεότι, που τελικά αθωώθηκε. Ανάμεσα σε αυτούς τους χρονολογικούς σταθμούς που αναγράφονται στην οθόνη, συνυπάρχουν φλασμπακ που συνοδεύουν αναπαραστατικά τις αφηγηματικές καταθέσεις ή λειτουργούν ως αναμνήσεις που επανέρχονται στην αφηγηματική ροή, με τον χρόνο να κατακερματίζεται και από τους τρομακτικούς εφιάλτες του Μπουσέτα.

Εξίσου εύστοχα αποδίδεται και το επεξεργασμένο μοντάζ στη σκηνή των βασανισμών του, που εμπλέκονται με πλάνα κάτοψης της θέας από το ελικόπτερο, απ’ όπου απειλούν να ρίξουν τη γυναίκα του στη θάλασσα. Μεταξύ των σκηνοθετικών χειρισμών των Λεόνε και Σκορτσέζε, ο Μπελόκιο παρουσιάζει στην εισαγωγή τους αρχηγούς της Κόζα Νόστρα να ποζάρουν για οικογενειακή φωτογραφία, με την εικόνα να παγώνει σε καθέναν ξεχωριστά με ήχο φλας, ενώ εμφανίζεται το όνομά του στην οθόνη και οι δολοφονικές εκκαθαρίσεις της αρχής παρουσιάζονται με αθροιστική χρονομέτρηση. Εμπνευσμένη είναι και η αλληγορική χρήση εμβόλιμων πλάνων με άγρια ζώα.

Οι οικογενειακές συνεστιάσεις στην αρχή, όπου όλοι χορεύουν ταραντέλες, μεταφέρουν παραδοσιακή αύρα της σικελικής ρίζας, όπως και στον «Νονό Ι» (1972/Φ.Φ.Κόπολα). Ωστόσο, ο Μπελόκιο βρίσκεται στον αντίποδα των οπερετικών αμερικάνικων μαφιόζικων ταινιών, με άφθονη επιτηδευμένη βία στα όρια φετιχισμού και παράνοιας, όπως στην ταινία «Τα καλά παιδιά» (1990/Μάρτιν Σκορτσέζε), που έκανε γνωστό στο ευρύ κοινό το πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων. Αποστάσεις όμως, ο Μπελόκιο κρατά και από τον ακατέργαστο ωμό ρεαλισμό του αποκαλυπτικότερου «Γόμορρα» (2008/Ματέο Γκαρόνε) για την υποστήριξη της Καμόρα στη λαϊκή βάση της ναπολιτάνικης κοινωνίας, έτη φωτός μακριά απ’ το θεαματικό πιστολίδι στον «Σημαδεμένο» (1983/Μπράιαν Ντε Πάλμα), αναφορά του ίδιου του Γκαρόνε στην ταινία του.

Ο Μπελόκιο μεγαλουργεί στον «Προδότη» με την απεικόνιση της δίκης, όχι τόσο ως πολιτική αρένα αποκαλύψεων, αλλά κυρίως ως ένα θέατρο του παραλόγου με τις χυδαίες αντιδράσεις διαμαρτυρίας των κατηγορουμένων που δίνουν παράσταση εντυπώσεων, επιδιώκοντας  συστηματικά να σαμποτάρουν τις διαδικασίες. Εκεί που οι χαρακτήρες στις γκανγκστερικές αμερικάνικες ταινίες τείνουν να γίνουν καρικατούρες υστερικής αποθέωσης των πιο άγριων ενστίκτων, ο Μπελόκιο αποδίδει το λαϊκό στοιχείο της μαφιόζικης ψυχής στο δικαστήριο, υποδεικνύοντας συμπεριφορές που θυμίζουν αγέλη άγριων σκύλων.

Σημαντικό ρόλο σε αυτή την ψυχολογική διάσταση του ανθρωποκεντρικού πολιτικού σινεμά παλιάς κοπής, τύπου Γαβρά, αποτελεί και ο ρόλος της μουσικής.

Την πρωτότυπη μουσική συνέθεσε ο 74χρονος Νικόλα Πιοβάνι, που καθιερώθηκε χάρη στη συνεργασία του με τον Μπελόκιο, σε πέντε διαδοχικές ταινίες του, στις αρχές του ’70. Στον «Προδότη», η χαρακτηριστική ρυθμική μουσική με μυστηριακές μελωδίες που εξελίσσονται με δυο χτυπήματα σε κάθε νότα, πότε μεταφέρει αγωνία και πότε σαρκασμό. Σε κομβικές στιγμές όμως, ο Μπελόκιο τονίζει τη δραματοποίηση με την παρεμβατική χρήση οπερετικών αποσπασμάτων, όπως το πασίγνωστο θριαμβευτικό χορωδιακό «Va, pensiero» από την όπερα «Ναμπούκο» του Βέρντι, κατά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας, κομμάτι που θεωρήθηκε ως πατριωτικός ύμνος των επαναστατημένων Ιταλών στην εποχή της Ιταλικής Ενοποίησης. Ίσως στον «Προδότη» εκθειάζει την απόδοση δικαιοσύνης, βάζοντας τέλος στην ατιμωρησία, από όσους θεωρούσαν πως βρίσκονται υπεράνω νόμων. Στον αντίποδα, στην τραγική σκηνή του δολοφονικού θανατηφόρου ατυχήματος του Δικαστή Φαλκόνε το 1992, επιλέγεται το πένθιμο πρελούδιο από την όπερα «Μακμπέθ» του Βέρντι, καθώς οι εμπλεκόμενοι στη Σικελία, ανοίγουν προκλητικά σαμπάνιες και φτύνουν τις τηλεοράσεις που μεταδίδουν εικόνες του φονικού.

Ο Μπελόκιο χρησιμοποιεί επίσης και το δημοφιλές «Lasciatemi cantare (L’Italiano)» (1983/Τότο Κουτούνιο), που ηχεί απειλητικά με παραλλαγή των στίχων σε σκηνή οικογενειακού δείπνου στην Αμερική, υπονοώντας πως αποκαλύφθηκε η ταυτότητα του Μπουσέτα. Το τραγούδι όμως που χαρακτηρίζει την ταινία είναι η διασκευή του «Historia de un amor», σε μια λυρική λατινοαμερικάνικη εκδοχή του. Αυτό το ρομαντικό τραγούδι που πρωτοακούγεται δημιουργώντας εννοιολογική αντίθεση στις σκηνές άγριων βασανισμών του Μπουσέτα, επιλέγεται ως το αναγνωρίσιμο τραγούδι του που το τραγουδάει σε οικογενειακή συνεστίαση το ’90, ενώ στους τίτλους τέλους βλέπουμε την πραγματική βιντεοσκοπημένη εικόνα του Μπουσέτα, καθώς το τραγουδάει «α καπέλα», σε κάποια γιορτή.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!