Φανταστείτε τον Πολύφημο, τον μονόφθαλμο Κύκλωπα, ως φιλότιμο και μεθοδικό δημοσκόπο. Φανταστείτε και τον Οδυσσέα ναυαγό, χαμένο στο πολιτικό πέλαγος. «Πώς σε λένε, πουλάκι μου;» ρωτάει ο Πολύφημος. «Ούτις εμοί γ’ όνομα… Κανένας τ’ όνομά μου, Κανένα με φωνάζουνε», απαντά ο Οδυσσέας, όχι από κάποια ιδιαίτερη ευαισθησία για την προστασία των προσωπικών του δεδομένων, ούτε γιατί φοβάται την παραβίαση του φορολογικού ή του τραπεζικού του απορρήτου.
Δεν έχει να κρύψει τίποτα πια, ούτε καν την απόγνωσή του. Αλλά, κάθε φορά που ο δημοσκόπος Πολύφημος τον ρωτάει, επίμονα, για κάθε τι κινητό και ακίνητο στο πολιτικό σύμπαν της ελληνικής χρεοκοπίας, η απάντηση του Οδυσσέα περιστρέφεται γύρω από το μηδέν. «Τι θα ψηφίζατε, αν γίνονταν εκλογές σήμερα;» «Τίποτα». «Ποια κυβέρνηση θεωρείται καταλληλότερη για τη διαχείριση της κρίσης;». «Καμία». «Ποιος συνασπισμός κομμάτων θα μπορούσε να δώσει διέξοδο;» «Κανένας». «Ποιος είναι καταλληλότερος για πρωθυπουργός;» «Κανένας». «Τι περιμένετε από το πολιτικό σύστημα;» «Τίποτα». Και πάει λέγοντας. Έτσι, ο πολιτικός ναυαγός Οδυσσέας που έχει χάσει τα πάντα, περιμένει το τίποτα και εκπροσωπείται αυθεντικά μόνο από τον κανένα, καταλήγει κι ο ίδιος αυτό ακριβώς. «Ποιος είσαι, πώς σε λένε;» «Κανένα». Στο μεταξύ, ο δημοσκόπος Πολύφημος χάνει την υπομονή του, διότι η χώρα πρέπει να κυβερνάται, έστω και στην εποχή του Μνημονίου, πρέπει να δώσει στους πελάτες του μια πρόθεση ψήφου, μια παράσταση νίκης, να κάνουν οι άνθρωποι το πρόγραμμά τους, χέστηκαν για την υπαρξιακή κρίση του Οδυσσέα Κανένα. «Λέγε, ρε, πώς σε λένε και τι θα ψηφίσεις, μη σε πλακώσω στις μάπες», ουρλιάζει ο Κύκλωπας και το μάτι του έχει θολώσει. «Κανένα», επιμένει ο Οδυσσέας, που γλίτωσε από τους Λαιστρυγόνες, ξεγλίστρησε από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, δεν μάσησε τους λωτούς των Λωτοφάγων, δεν τρελάθηκε με το τραγούδι των Σειρήνων, μα να που τώρα κινδυνεύει να μείνει κολλημένος στο νησί των Κυκλώπων, με το βλέμμα καρφωμένο στο μάτι του Πολύφημου, έτοιμος να του τραγουδήσει μελαγχολικά: «Αχ, Κυκλωπάκι μου, εσύ ’σαι η Ιθάκη μου…». Και δεν είναι κοντά μια Καλυψώ να του δώσει ξύλα να φτιάξει σχεδία σωτηρίας, μια Ναυσικά να ντύσει την γυμνότητά του – μια κλεισμένη στον Περισσό δεν ανέχεται απιστίες, «λαϊκή εξουσία ή θάνατος» του πέταξε στα μούτρα, η άλλη στην κοσμάρα της, πιο ναυαγός κι απ’ τον ναυαγό Οδυσσέα, μια χαψιά θα την έκανε ο Πολύφημος αν την είχε μπροστά του.
Τούρμπο έχει γίνει στο μεταξύ ο δημοσκόπος Πολύφημος, που επιμένει: «πώς σε λεν’;» «Όλι Ρεν… Όλι Ρεν». «Θες τον Στρος Καν;» «Ούτε καν». Τρελαίνεται ο Πολύφημος, δεν βλέπει το παλούκι που κατευθύνεται στο μοναδικό του ματάκι και θα τον απαλλάξει από την υποχρέωση να βλέπει την ασκήμια αυτού του κόσμου, την κάνει ο Οδυσσέας από τη σπηλιά των δημοσκοπήσεων, «και τώρα τι κάνουμε, πού πάμε, με ποιον πάμε;» αναρωτιέται και ξέρει πως η απάντηση δεν μπορεί να είναι πάλι: «τίποτα, πουθενά, με κανένα».
Τούρμπο έχει γίνει στο μεταξύ ο δημοσκόπος Πολύφημος, που επιμένει: «πώς σε λεν’;» «Όλι Ρεν… Όλι Ρεν». «Θες τον Στρος Καν;» «Ούτε καν». Τρελαίνεται ο Πολύφημος, δεν βλέπει το παλούκι που κατευθύνεται στο μοναδικό του ματάκι και θα τον απαλλάξει από την υποχρέωση να βλέπει την ασκήμια αυτού του κόσμου, την κάνει ο Οδυσσέας από τη σπηλιά των δημοσκοπήσεων, «και τώρα τι κάνουμε, πού πάμε, με ποιον πάμε;» αναρωτιέται και ξέρει πως η απάντηση δεν μπορεί να είναι πάλι: «τίποτα, πουθενά, με κανένα».
ΚΙΜΠΙ
[email protected]
[email protected]
Σχόλια