Ερανιστής: Γιώργος Τοζίδης
www.gtozidis.wordpress.com
Το φετινό Βραβείο Nobel για την Οικονομία αποτέλεσε μία έκπληξη. Δόθηκε στον καθηγητή του Πανεπιστημίου Princeton, Angus Deaton, που θεωρείται ειδικός για την παγκόσμια φτώχεια, τους παράγοντες που επηρεάζουν την κατανάλωση των νοικοκυριών και τις μεθόδους μέτρησής της. Τα διεθνή ΜΜΕ εστίασαν, όπως ήταν φυσικό, σε ένα από τα συμπεράσματα των μελετών του Deaton που είναι ότι στις αρχές της τρίτης χιλιετίας η ανθρωπότητα βρέθηκε στην καλύτερη κατάσταση από τότε που επικράτησε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.
Πράγματι, ο Deaton για να στηρίξει αυτήν την εκτίμηση χρησιμοποιεί ως επιχείρημα την επέκταση του προσδόκιμου βιωσιμότητας του παγκόσμιου πληθυσμού που έχει αυξηθεί κατά 50% σε σύγκριση με το 1900 και εξακολουθεί να αυξάνεται. Επιπλέον, το τμήμα του πληθυσμού που επιβιώνει με λιγότερα από 1 δολάριο την ημέρα έχει μειωθεί από το 42% (1981) στο 14% και η παγκόσμια ανισότητα έχει μειωθεί σημαντικά χάρις κυρίως στην ανάπτυξη της Ασίας και παρά την όξυνση των δεικτών ανισότητας στο εσωτερικό πολλών κρατών. Όμως, αυτό που αποσιωπάται από τα ΜΜΕ είναι ότι αυτή η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης οφείλεται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στις δημόσιες επενδύσεις στην Εκπαίδευση, την Υγεία, τη δημιουργία δικτύων ύδρευσης και αποχέτευσης και στα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας.
Ο Deaton ξεκαθαρίζει ότι η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και ποιότητας ζωής είναι μία σχετικά πρόσφατη εξέλιξη. «Για χιλιάδες χρόνια», γράφει ο Deaton, «ακόμη και όσοι ήταν αρκετά τυχεροί για να αποφύγουν το θάνατο στην παιδική ηλικία, αντιμετώπιζαν συνθήκες σκληρής φτώχειας». Στο τελευταίο βιβλίο του Η Μεγάλη Απόδραση αποδεικνύει ότι μόνο με την ανάπτυξη των επιστημών και τη μείωση των θρησκευτικών προκαταλήψεων κατάφερε η ανθρωπότητα να αποδράσει από την πραγματικότητα, μίας σύντομης και επώδυνης διαβίωσης.
Ο Deaton συμπεραίνει ότι η σημαντική αύξηση του αριθμού των ατόμων που έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση αποδεικνύεται ο ισχυρότερος παράγοντας βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης στις αναπτυσσόμενες χώρες σε σύγκριση με την ύπαρξη υψηλών εισοδημάτων. Ο πλούτος ενός τυπικού κατοίκου της Ινδίας ισούται με τον πλούτο ενός τυπικού Βρετανού το 1860, όμως το προσδόκιμο ζωής του ισούται με αυτό ενός τυπικού Ευρωπαίου στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Η διάχυση της γνώσης για την Υγεία, τα φάρμακα και τη διατροφή είναι η αιτία αυτής της διαφοράς.
Παρά τις παραπάνω διευκρινήσεις για τις μελέτες του Deaton, η κατάσταση εξακολουθεί να μην είναι ικανοποιητική. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας (2013), περίπου 1,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι ήταν άποροι (επιβίωναν με λιγότερο από 1,25 δολάριο την ημέρα), το 1/3 αυτών ήταν 400 εκατομμύρια παιδιά (κάτω των 13 ετών). Είναι αλήθεια ότι ο αριθμός των ανθρώπων που επιβιώνουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας έχει μειωθεί κατά 721 εκατομμύρια τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Όμως, αυτή η μείωση προέκυψε από τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στις δύο πιο πολυάνθρωπες χώρες του πλανήτη, την Κίνα και την Ινδία. Αντίθετα σε 35 λιγότερο αναπτυγμένες χώρες (26 από τις οποίες βρίσκονται στην Αφρική) ο αριθμός των ανθρώπων που διαβιώνουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας αυξήθηκε κατά 103 εκατομμύρια.
Ο Deaton αναγνωρίζει ότι ο συνολικός αριθμός των φτωχών σε παγκόσμιο επίπεδο επηρεάζεται από ό,τι συμβαίνει στην Κίνα και την Ινδία. Πράγματι, στις δύο χώρες ο αριθμός των ανθρώπων που επιβιώνουν με λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα έχει μειωθεί σημαντικά, όμως, λόγω της αύξησης των ενδοκρατικών ανισοτήτων, έχει αυξηθεί ο αριθμός όσων επιβιώνουν με λιγότερα από δύο δολάρια την ημέρα.
Μπορεί η ακραία φτώχεια να εξαλειφθεί στον καπιταλισμό; Ο Deaton είναι «επιφυλακτικά αισιόδοξος». Όμως, προειδοποιεί ότι η κλιματική αλλαγή, η επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης και οι αυξανόμενες εισοδηματικές ανισότητες μπορούν να επιδεινώσουν τις συνθήκες διαβίωσης των πιο φτωχών πληθυσμών του πλανήτη.