(Ανδρονίκη Τσιστίνα, 1916, από το βιβλίο
του George Papaioanou «The Odyssey of Hellenism in America», 1985.)
Και για να μην παρεξηγηθώ, εξ αρχής. Μένω στην πλατεία Βικτωρίας. Πάνω στην πλατεία Βικτωρίας κι όχι στα Μελίσσια, Βριλήσσια, Βαρδούσια. Δεν διαισθάνομαι τις καταστάσεις. Ζω στις καταστάσεις. Γιατί, πολλοί μιλάνε για τους μετανάστες εκ του ασφαλούς, όπως μια καλή μου φίλη, η οποία μένει στο Παλιό Φάληρο και κάθε πρωί που ξυπνάει βλέπει απ’ τη βεράντα της καραβάκια ν’ αρμενίζουνε στο Σαρωνικό.
Εγώ βλέπω εκατοντάδες φουκαράδες να συνωστίζονται μπροστά σ’ αυτούς που πουλάνε βραστά αβγά, στην πλατεία. Με ένα ευρώ, τρώει κανείς τρία βραστά αβγά για να τη βγάλει όλη μέρα, ίσως και δύο μέρες, αν όχι τρεις. Υπάρχουν δηλαδή, άνθρωποι που ζούνε με ένα βραστό αβγό τη μέρα, με 33 λεπτά τη μέρα για φαγητό.
«…Ζώσι καθ’ ομάδας και έχουσι κοινήν την τράπεζαν. Εις τας πόλεις ενοικιάζουν δέκα πέντε εργάται εν διαμέρισμα εις μίαν πενιχράν οικίαν, όπου μαγειρεύουν το φαγητόν των εκ περιτροπής, έχουν τας συναναστροφάς των καθ΄ εσπέραν… Εις τας γραμμάς, οι εργάται έχουν ως κατοικίαν των τα παλαιά βαγόνια, τα οποία αφήνουν εις την διάθεσίν των αι εταιρείαι, ή ξυλίνας καλύβας, κατασκευαζομένας επίτηδες δι’ αυτούς εις τα εργατικά στρατόπεδα, ισχύει δε και εκεί όπως εις τας πόλεις το κοινοβιακόν σύστημα».
(Από την εφημερίδα «Ατλαντίς»,
ΗΠΑ, Απρίλιος 1912)
Ανήκω δε, στους εκατό χιλιάδες Κωνσταντινουπολίτες που ξεριζώθηκαν από την Πόλη μετά τα Σεπτεμβριανά του 1955. Ένας ξεριζωμός που –κατά κάποιο τρόπο- αποτελεί συνέχεια της μεγάλης προσφυγιάς της μικρασιατικής καταστροφής που εξαφάνισε βίαια, με θάνατο ή προσφυγιά, πάνω από δύο εκατομμύρια ανθρώπους από τη Μικρά Ασία. Κανένας μας, από τους επιζήσαντες βεβαίως, δεν έφυγε από την Πόλη, τη Σμύρνη, την Τραπεζούντα, την ανατολική Ρωμυλία ή την Καππαδοκία με τη θέλησή του. Κα-νέ-νας! Όπως δεν έφυγαν με τη θέλησή τους, 700 χιλιάδες αγρότες από τα χωριά τους στη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία κι αλλού, που μετακινήθηκαν με το ζόρι από τους εκλεκτούς των ΑγγλοΑμερικάνων, για να στερήσουν το Δημοκρατικό Στρατό της Ελλάδας από τις εστίες ανεφοδιασμού του. Ούτε μετακινήθηκαν οικειοθελώς οι δεκάδες χιλιάδες πολιτικοί πρόσφυγες που κατέφυγαν σε Βουλγαρία, Πολωνία, Α. Γερμανία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία και Ουζμπεκιστάν, το 1949.
Ούτε βέβαια, μετανάστευσαν κατενθουσιασμένοι 1.300.000 νέοι άνθρωποι από την Ελλάδα για να δουλέψουν στα εργοστάσια μεταλλουργίας της Γερμανίας, στις φάρμες της Αυστραλίας και του Βελγίου τις στοές, μεταπολεμικά. Κι όσοι άφησαν τα χωριά τους για να στοιβαχτούν στις πόλεις της αντιπαροχής. Οι συνθήκες, πάντοτε, μας ανάγκαζαν να γινόμαστε πρόσφυγες και μετανάστες. Εκατομμύρια Έλληνες που ζούνε στο εξωτερικό, μετανάστες και πρόσφυγες είναι. Μόνο στην 25ετία 1896-1921, η Ελλάδα έχασε το 8% του πληθυσμού της! Και αυτή η αιμορραγία στην ξενιτιά συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Κανένας δεν έφυγε για τουρισμό. Και πολλά εκατομμύρια, η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων που ζούνε τώρα στις πόλεις της χώρας μας, είναι μόλις πρώτης, το πολύ δεύτερης ή τρίτης γενιάς μετανάστες. Έτσι ερήμωσαν, απ’ άκρη σ’ άκρη, τα χωριά της Ηπείρου, της Θράκης και της Πελοποννήσου.
Είμαστε όλοι Πακιστανοί
Τώρα, λοιπόν, ξεχνάμε; Ποιοι είμαστε και από πού είμαστε; Και γιατί βρεθήκαμε όλοι, αλλού γι’ αλλού; Μετανάστες μέσα στην ίδια μας τη χώρα, μετανάστες από άλλες χώρες στην Ελλάδα, μετανάστες και πρόσφυγες από την Ελλάδα σε ογδόντα άλλες χώρες του κόσμου, από την Κιργιζία έως τη Χιλή και τη Νότια Αφρική. Και βρίσκουμε χίλιες δυο δικαιολογίες για τη δική μας μετανάστευση ή προσφυγιά σε αντιπαράθεση με τον κατατρεγμό των άλλων που αναζητούν καταφύγιο, όπως κάναμε εμείς και πολλοί δικοί μας συνεχίζουν να κάνουν, κι απ’ ό,τι φαίνεται όλο και θα αυξάνονται οι Έλληνες νεομετανάστες.
Αστήριχτες δικαιολογίες του τύπου «οι Έλληνες πήγαν οργανωμένα στην Αμερική και τη Γερμανία, γιατί μας θέλανε, ενώ οι ξένοι έρχονται εδώ παρά τη θέλησή μας, απρόσκλητοι», ακούγονται πολύ. Όμως, η αλήθεια είναι ότι καθόλου δεν μας θέλανε οι Γερμανοί. Όποιος υποστηρίζει το αντίθετο, είναι άσχετος. Απλά, επειδή μας χρειάζονταν μας ανέχονταν, σαν δευτεροκλασάτους. Όταν πήγα στη Γερμανία, το 1972, και φιλοξενήθηκα σε ένα γκάστχαουζ, ξαφνιάστηκα. Σε υπόγειο μέναμε τότε, στην Αθήνα, οικογενειακώς, αλλά είχαμε μπάνιο και κουζίνα μέσα στο διαμέρισμα, και αυλίτσα. Και μάνα και πατέρα δίπλα μας. Και δύο μικρά δωμάτια με χολ που χωριζόμασταν στον ύπνο. Οι Έλληνες εργάτες, στη Γερμανία, πάνω από 600 χιλιάδες, έμεναν στριμωγμένοι σε μικρά, πολύ μικρά, δωμάτια, τρία επί τέσσερα. Δυο-δυο. Αυτό ήταν το «διαμέρισμά» τους, και πήγαιναν στην τουαλέτα με τη σειρά, με τους άλλους που την μοιράζονταν στον ίδιο όροφο. Και το κοινό ψυγείο, στην κοινή κουζίνα, χώραγε δεν χώραγε από ένα κομμάτι τυρί του καθενός. Τα ξεχάσαμε αυτά, συμπατριώτες; Λίγο καλύτερα από τα γουρούνια στα σύγχρονα χοιροστάσια, μένανε οι Έλληνες στη Γερμανία, και χρειάστηκαν πολύ κούραση, υπομονή και κλάμα για να ξεφύγουν από το κλουβί του γκάστχαουζ.
Μιλιούνια Ελλήνων που μετανάστευσαν στις παραδουνάβιες περιοχές, στη Ρωσία (πάνω από διακόσιες χιλιάδες από το 1850 ώς το 1900), στην Αμερική (πάνω από μισό εκατομμύριο προπολεμικά), την Αφρική (πάνω από διακόσιες χιλιάδες), την Αγγλία (πάνω από διακόσιες χιλιάδες ΕλληνοΚύπριοι), τον Καναδά ή τη Βραζιλία, δεν πήγαν οργανωμένα, ούτε με εξασφαλισμένη εργασία, ούτε κυριλέ. Ξεκίνησαν με βάρκα την ελπίδα, από τα φτωχά ελληνικά νησιά, τα ορεινά και πεδινά χωριά και από τα μικρασιατικά παράλια. Πήγαν αναγκαστικά και φτύσανε αίμα επί δεκαετίες μέχρι να γίνουν αποδεκτοί. Χιλιάδες καραβοτσακισμένοι από ταξίδια βδομάδων στον ωκεανό, απελάθηκαν και στάλθηκαν κακήν κακώς από τις ΗΠΑ πίσω στην Ελλάδα επειδή κατά την άφιξή τους είχαν χαλασμένα δόντια ή δεν άρεσε η φάτσα τους στους συνοριακούς! Οι «τυχεροί» δούλευαν στις σιδηροδρομικές γραμμές και στα ορυχεία του Κολοράδο. Πέτρες σπάγανε και σίδερα λυγίζανε, βαθιά στη γη ή κάτω από το λιοπύρι. Και οι νεότεροι, λούστροι, μικροπωλητές και λαντζέρηδες ήτανε, πιατάδες, όπως οι Πακιστανοί εδώ, σήμερα. Ζωή δούλου.
«Στριμωγμένοι σε ανήλια και δίχως επαρκή αερισμό υπόγεια έμεναν πέντε ή περισσότεροι σ’ ένα δωμάτιο, όπου μετά τον κάματο της ημέρας, ήρχοντο το βράδυ να ξεκουράσουν το κατάκοπο κορμί τους. Ούτε και η διατροφή τους ήταν καλύτερη… στην Αμερική όσοι δεν διαιτώνται καλά καταλήγουν στο φθισιατρείο… (Τα παιδιά που ήταν πλανόδιοι πωλητές) έμεναν σε βρωμερά και ανθυγιεινά δωμάτια, συχνά στα ίδια κτίρια που ήταν και οι στάβλοι των αλόγων που έσυραν τα καροτσάκια τους… Σπανιότατα άνοιγαν τη νύχτα τα παράθυρα και ακόμα πιο σπάνια έπλεναν τις κουβέρτες των κρεβατιών τους με αποτέλεσμα να είναι αποπνικτική και δύσοσμη η ατμόσφαιρα των δωματίων τους… όπου εκοιμούντο τρεις και τέσσαρες μαζί… Τις περισσότερες φορές έμεναν νηστικά όλη την ημέρα και έτρωγαν μόνο το βράδυ όταν επέστρεφαν στα δωμάτια τους (όπου στοίβαζαν και τα απούλητα φρούτα και λαχανικά της ημέρας)…»
(Από το βιβλίο του Μπάμπη Μαλαφούρη «Έλληνες της Αμερικής 1528-1928», Νέα Υόρκη, 1948)
Ούτε οι Ρώσοι και Γεωργιανοί προσκάλεσαν, μετά το 1900, δεκάδες χιλιάδες Έλληνες που πήραν τα μπογαλάκια τους και εγκαταστάθηκαν από το Βατούμι και το Σοχούμι ως την Ανάπα και το Εσεντουκί. Ξεβράκωτοι πήγαν οι περισσότεροι, και ξυπόλητοι. Και βρώμικοι, ψειριασμένοι. Κυνηγημένοι, με γέρους και μωρά παιδιά, χωριάτες, χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα, τα ρώσικα ή τα γεωργιανά, όπως και οι άλλοι δεν ήξεραν αγγλικά ή ισπανικά. Έπρεπε, δηλαδή, τα δύστυχα πατριωτάκια μας, να φάνε πόρτα, να πνιγούνε στη θάλασσα, να τους πλακώνει το κάθε ένστολο τσογλάνι και να τους βρίζει ο κάθε βολεμένος, ο κάθε απολίτιστος, ο κάθε δήθεν πατριώτης; Αλλά, έτσι ήτανε πάντα πολλοί εντόπιοι. Έτσι φέρθηκαν στους Μικρασιάτες πρόσφυγες, και χειρότερα. Γι’ αυτό, πολλές φορές αμφιβάλλω για τις μεγαλοστομίες ότι δήθεν είμαστε η συνέχεια των αρχαίων Ελλήνων. Κουραφέξαλα. Κι αυτούς στο επίπεδό μας προσπαθούμε να τους κατεβάσουμε. Κάθε συσχετισμός με τις πιο λαμπρές παραδόσεις των Ελλήνων, δυσφημεί τους αρχαίους Έλληνες και τον περίλαμπρο πολιτισμό τους με αποκορύφωμα τη Δημοκρατία. Η φασιστονοικοκυρά στον Άγιο Παντελεήμονα που πετάει πέτρες από το μπαλκόνι της στους ξένους και βάζει αλυσίδες στην παιδική χαρά για να μην πηγαίνουν οι μανάδες τα παιδιά τους, κουνάει την ελληνική σημαία, πανάθεμά της. Κι έχει σπίτι της κι ένα αγαλματάκι του Μεγαλέξανδρου απ’ το Μοναστηράκι. Η καφρίλα. Αυτή πιστεύει ότι είναι απόγονος του Περικλή, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Και δυστυχώς, τέτοιοι επικρατούν όλο και πιο πολύ στην Ελλάδα, σαν νοοτροπία. Αυτοί και οι παραλλαγές της υποκουλτούρας τους. Διανοητικά, είναι σκουπίδια, και καμώνονται τους Έλληνες. Είναι ντροπή μας που το ανεχόμαστε. Και αφήνουμε την πνευματική κληρονομιά των Ελλήνων να την επικαλείται και να την ξεφτιλίζει το κάθε φασιστάκι με πολιτιστικό επίπεδο θυρωρού του Άουσβιτς!
Ο εχθρός είναι κοινός
Ο λαός που ξεχνάει, ο λαός που δεν ξέρει, ο λαός που δεν καταλαβαίνει και τον πόνο του αλλουνού, την ανάγκη του αλλουνού, δεν είναι πολιτισμένος.
Μα, θα μου πείτε, δεν υπάρχουνε δουλειές. Πράγματι, δεν υπάρχουνε δουλειές. Αλλά, σήμερα, δεν υπάρχουνε δουλειές για κανέναν. Για όλους τους ανθρώπους, άσπρους, μαύρους ή πράσινους, με ελληνική υπηκοότητα ή αφγανική. Και για τους ίδιους λόγους. Γιατί τα λαμόγια, μια χούφτα οικογένειες, με συνεργούς τους πολιτικούς, την αστυνομία και τη δικαιοσύνη, έφαγαν τα λεφτά, παίρνουν και κατατρώγουν τα δάνεια από τους διεθνείς τοκογλύφους που τα χρεώνουνε σε μας, ενώ οι ίδιοι έχουνε ασυλία και εταιρίες στα νησιά Καϊμάν, στου διαόλου τη μάνα, για να μην κινδυνεύουν τα κλεμμένα τους. Αυτοί είναι η συμφορά του τόπου. Αυτοί είναι το πρόβλημα. Γιατί, αν δεν κατακλέβανε τον τόπο, κι αν δεν τον κακοδιαχειρίζονταν, θα υπήρχανε δουλειές και για τους ντόπιους και για τους μετανάστες. Υπενθυμίζω ότι, πριν αρχίσει η μεγάλη, η πιο μεγάλη ληστεία από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, υπήρχανε δουλειές για όλους. Όμως, με ένα σούπερ πλάνο που περιλάμβανε: χρηματιστήριο, μετατροπή της δραχμής σε ευρώ, ομόλογα, Ολυμπιακούς αγώνες, υπερτιμολογήσεις δημοσίων έργων, επενδύσεις των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων σε μετοχές φούσκες, ξεκοκάλισμα των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, εξοπλιστικές σπατάλες με τεράστιες μίζες, αποβιομηχάνιση, αποαγροτοποίηση και ιδιωτικοποίηση των πιο υγιών δημοσίων επιχειρήσεων (ΟΤΕ, ΔΕΗ κ.λπ.)…, αφαίμαξαν όλο τον εθνικό πλούτο, δημόσιο και ιδιωτικό, παρόντα και μέλλοντα. Μέσα σε μια μικρή δεκαετία, πατ κιουτ, με ψυχρούς εκτελεστές το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, συναυτουργούς, ρήμαξαν τον τόπο. Τα πήραν όλα κι έφυγαν. Αν και απροετοίμαστη η χώρα το 1990, απορρόφησε γρήγορα πάνω από 700 χιλιάδες ανθρώπους από την Αλβανία, την Πολωνία, τη Βουλγαρία και άλλες είκοσι χώρες. Υπήρξαν και τότε γκρίνιες, φυσικές, σε ένα βαθμό, από το ξαφνικό σοκ. Αλλά ο κόσμος δούλευε και οι ντόπιοι επωφελήθηκαν πάρα πολύ από την εργατικότητα των μεταναστών, είτε χτίζοντας τα μισογκρεμισμένα σπίτια τους με πέτρα στα χωριά, είτε μαζεύοντας τα πορτοκάλια και τα καρπούζια φτηνά, είτε αναθέτοντας τη φύλαξη των παιδιών και των ηλικιωμένων γονιών τους στις έμπειστες και εργατικές γυναίκες από τις Φιλιππίνες ή την Ουκρανία.
Οι τοκογλύφοι και οι κερδοσκόποι καιροφυλακτούσαν. Ο τόπος, με την εργασία των ντόπιων και τη συμβολή των μεταναστών, συσσώρευε πλούτο που τον μοιράζονταν πολλοί, μικροί και μεσαίοι. Οι καταθέσεις στις τράπεζες είχαν μεγαλώσει πολύ. Οι δημόσιες επιχειρήσεις είχαν γιγαντωθεί με μεγάλες μονάδες παραγωγής και αξιοζήλευτα δίκτυα με ειδικευμένο προσωπικό. Όλοι οι Έλληνες ώς το πιο τελευταίο χωριό είχαν αποκτήσει φως, νερό και τηλέφωνο, που σχεδόν μέχρι το ’80, δεν είχαν. Και ήταν ασφαλισμένοι σε ταμεία, παίρνανε συντάξεις, άδειες και δώρα.
Όλα αυτά, που ήταν αποτέλεσμα πάρα πολύ δουλειάς, μόχθου και προσπάθειας των Ελλήνων από το 1945 μέχρι σήμερα, τα βάλανε στο μάτι οι ξένοι και ντόπιοι κερδοσκόποι. Κι έτσι καταστρώσανε το σχέδιο για να τα αρπάξουν όλα. Ξέρανε τι αποταμιεύσεις έχουμε στις τράπεζες. Υπολογίσανε την αξία του εθνικού μας πλούτου. Και εξαπέλυσαν την επίθεση λεηλασίας, με τη συμπαιγνία των πολιτικών που τους υπηρετούν. Με αποτέλεσμα να ξαναφτωχύνουν οι Έλληνες. Γιατί ο πλούτος που σωρεύτηκε στον τόπο δεν ήταν αέρας κοπανιστός. Ήταν αποταμιεύσεις, επιχειρήσεις, σπίτια, οικόπεδα, συντάξεις, μισθοί, τα πάντα. Κι έτσι οργάνωσαν τη μεγαλύτερη από συστάσεως ελληνικού κράτους ληστεία, όπως ληστεύουν οι μαφιόζοι τις τράπεζες μόλις πληροφορηθούν ότι έχουν ταμεία γεμάτα. Ακριβώς έτσι. Και για να γίνει αυτό, χρησιμοποιούν ένα σωρό εργαλεία νάρκωσης του θύματος. Ενώ ο μικροκλεφτάκος σου ρίχνει σπρέι στα μάτια για να σου αρπάξει την τσάντα, αυτοί, οι μεγαλοκλέφτες, σου ρίχνουν κάθε μέρα, επί χρόνια, τόνους ναρκωτικών και σκόνης στη μούρη, μέσα από τα τηλεπαράθυρα, για να σου αρπάξουν όχι την τσάντα, αλλά το βιος σου ολόκληρο, εσένα τον ίδιο αυτοπροσώπως. Κι από αξιοσέβαστος ψηφοφόρος αυτομάτως γίνεσαι, από τα φερέφωνα μεγαλοαπατεώνων και τοκογλύφων, κοπρίτης! Κι αν δεν τους φτάνουν αυτά που αρπάζουν, σε χώνουν και φυλακή, για λίγα ευρώ, ενώ οι ίδιοι, αφεντικά και βαποράκια, ροκανίζουν το θησαυρό. Κι εσύ τρίβεις τα μάτια σου. Και μέχρι να ξαναδείς το φως σου, θα έχουν κάνει φτερά όλα για τα οποία δούλεψες και πάλεψες μια ζωή. Κι εσύ ψήνεσαι ότι φταίνε οι Αφγανοί μετανάστες για την κατάντια σου. Το μεγάλο κορόιδο. Λες και οι Αφγανοί, όπως την προηγούμενη δεκαετία οι Αλβανοί, θα μου παίρναν εμένα τη δουλειά, που είμαι δημοσιογράφος, ή εσένα που είσαι δικηγόρος, γιατρός, καπετάνιος, βιβλιοπώλης, ηλεκτρονικός, δημόσιος υπάλληλος ή χρυσοχόος! Όλες τις δουλειές που δεν κάναμε εμείς, αλλά τις έχουμε ανάγκη, κάνουν, κακοπληρωμένοι και ταπεινωμένοι, οι μετανάστες. Δεν έγιναν ούτε εφοπλιστές, ούτε καθηγητές πανεπιστημίου, ούτε δάσκαλοι, ούτε τραπεζοϋπάλληλοι. Και όλες οι στατιστικές δείχνουν ότι έκαναν καλό στην εθνική οικονομία. Ότι μας ευνόησαν όλους και στήριξαν με τις εισφορές τους τα καταληστευμένα ασφαλιστικά ταμεία! Και έδωσαν πρακτική λύση στο τεράστιο πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού, που δεν φαίνεται να απασχολεί κανένα μεγαλοπατριώτη.
Λοιπόν, φταίνε οι μετανάστες για το χάλι μας; (συνεχίζεται)
Στέλιος Ελληνιάδης
(Το κείμενο βασίστηκε στο περιεχόμενο της εκπομπής «Το Κόκκινο Πιπέρι» που μεταδόθηκε την Κυριακή, 31 Ιανουαρίου, στις 12 το μεσημέρι, «Στο Κόκκινο 105,5».)