Συνέντευξη στην Ιφιγένεια Καλαντζή

 

Η θρυλική ταινία Θεϊκή Παρέμβαση (2002), του Παλαιστίνιου σκηνοθέτη Ελία Σουλεϊμάν, είναι μια απ’ τις πρώτες ταινίες που επαναφέρουν το ζήτημα της μακρόχρονης κατοχής της Παλαιστίνης, στη μετά την 11η Σεπτέμβρη 2001 εποχή. Μακριά από μια ρεαλιστική αφηγηματική δομή, αποφεύγει κάθε συγκινησιακή φόρτιση που στέκεται στη μιζέρια. Εισάγοντας χιούμορ, χρησιμοποιεί εύστοχα τους κώδικες του βωβού κινηματογράφου, παρακάμπτοντας το αραβόφωνο άκουσμα. Με τη δύναμη της κινηματογραφικής εικόνας, μιλά στα δυτικά ακροατήρια για ιστορίες καθημερινής τρέλας, στα κατεχόμενα.

Μετά την κατακραυγή για την απόρριψη της συμμετοχής της ταινίας του στα Βραβεία Όσκαρ, αναθεωρήθηκε το πρόσχημα πως η Παλαιστίνη δεν είναι αναγνωρισμένο κράτος, ανοίγοντας δρόμο στις μετέπειτα παλαιστινιακές συμμετοχές.

Στο πέρασμά του από την Αθήνα, έδωσε διάλεξη, προσκεκλημένος του 27ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου. Παρά τη συγκυρία της πρόσφατης γενοκτονίας στην πατρίδα του, ο Σουλεϊμάν εμφανίζεται να θέλει να κρατήσει αποστάσεις.

«Πιστεύουν ότι οι Παλαιστίνοι με το που ξυπνάμε και πίνουμε καφέ παραπονιόμαστε για τους Ισραηλινούς;» αναρωτήθηκε, φανερά προβληματισμένος από τις επιπτώσεις της «ασθένειας», όπως την χαρακτηρίζει, να είσαι Παλαιστίνιος κινηματογραφιστής, ανάμεσα σε αντικρουόμενα πυρά. Σύρθηκε σε Δικαστήρια και για τις τρεις ταινίες του, κατηγορούμενος για αντισημιτισμό, ενώ κατακρίθηκε από την άλλη, για την επιλογή του να μην ενδώσει στη «θυματοποίηση», όπως ανέφερε, της εικόνας του Παλαιστίνιου, με το στερεοτυπικό «κακοί Ισραηλινοί» / «Παλαιστίνιοι πρόσφυγες», τονίζοντας πως ακόμα και η χρήση χιούμορ θεωρήθηκε υπερβολή.

Στη συνάντηση που είχαμε, μας ανέπτυξε το κινηματογραφικό του στίγμα, με διάθεση πολιτικής αποστασιοποίησης.

 

Κύριε Σουλεϊμάν, ο τρόπος που κάνετε σινεμά έχει επηρεαστεί από το γεγονός ότι έχετε γεννηθεί σε μια κατεχόμενη χώρα;

Το ότι έζησα μια σύρραξη από μικρός αντανακλά ό,τι βλέπετε στην οθόνη. Η διαφορά είναι ότι αντιστάθηκα στο δογματισμό της βίας που εφαρμόζεται, επιλέγοντας την αντίθετη κατεύθυνση μιας μεταφυσικής, σχεδόν θρησκευτικής τακτικής, όπως συμβαίνει και στις σχέσεις. Αντί να κάνω ταινίες γραμμικής αφήγησης που να καταδεικνύουν τον ένοχο, κάνω ταινίες που εγείρουν ερωτηματικά, δίνοντας χώρο σε διαφορετικά, περισσότερο οικουμενικά είδη αντίστασης, όπως η ποίηση και το χιούμορ.

 

Μπορούμε να πούμε ότι χρησιμοποιείτε το χιούμορ ως όπλο;

Θα έλεγα ως μια μορφή αντίστασης. Το χιούμορ σχετίζεται με τον τρόπο που παρατηρώ τη ζωή, δίχως απαραίτητα να χρησιμοποιείται υπέρ ή ενάντια σε κάτι. Αποτελεί συστατικό του μυθοπλαστικού χαρακτήρα και του τρόπου που αυτός αντιλαμβάνεται τον κόσμο.

 

Γιατί ερμηνεύετε εσείς ο ίδιος τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα;

Όταν έκανα την πρώτη μου μικρού μήκους ταινία στη Νέα Υόρκη δεν είχα κατασταλάξει αν θα είμαι πίσω ή μπροστά από την κάμερα. Στην αναπαραστατική ιδέα ενός νοητικού υποσυνείδητου, όπως ο Μαστρογιάνι στον Φελίνι, σκέφτηκα αρχικά να προσλάβω ηθοποιό. Πρόκειται, όμως, για βιώματα δικά μου, της οικογένειάς μου, της γειτονιάς μου. Η διαίσθηση μιας προσωπικής προσέγγισης έκανε ξεκάθαρο ότι κανείς δεν μπορεί να το κάνει καλύτερα από μένα. Αργότερα αυτό αναπτύχθηκε σε στυλ.

 

Γιατί επιλέγετε ένα μη-ρεαλιστικό σινεμά;

Σε μια ρεαλιστική απεικόνιση, το πρόβλημα είναι πώς να εισαγάγεις μια ενδεχόμενη πραγματικότητα που θα βρίσκεται σε διάλογο με τον θεατή, δίχως να την επιβάλλεις. Προτιμώ ταινίες με ανοιχτό πεδίο, που κεντρίζουν τη φαντασία με την εικόνα, καθιστώντας τον θεατή συμμέτοχο. Πρέπει να προσδίδουμε αισθητική διάσταση στην πραγματικότητα, αφήνοντας ποιητικό χώρο.

 

Πώς εμπνευστήκατε τις εικόνες που συνθέτουν τις ταινίες σας;

Τα πάντα στις ταινίες μου προέρχονται από βιωμένες στιγμές, που έχω καταγράψει σε σημειωματάριο και εγγράψει μέσα μου. Κατά τη διαδικασία του μοντάζ μεταλλάσσονται, ώστε να αποκτήσουν αισθητική διάσταση. Ό, τι παρατηρώ, μετατρέπεται σε εσώτερο ταξίδι που ενεργοποιεί υπαρξιακά ερωτήματα. Όταν ονειροπολείς με εικόνες, επιδιώκοντας την υλοποίησή τους σε ταινία, επεξεργάζεσαι το είναι σου. Κατά τη διάρκεια της Ιντιφάντα, υπήρχε μια διαφημιστική αφίσα για πεδίο σκοποβολής του Ισραήλ, που καλούσε να πυροβολήσουν με φόντο την εικόνα ενός Άραβα. Άρχισα με τη φωτογραφία, κράτησα σημείωση και αυτό διαμορφώθηκε στη Θεϊκή Παρέμβαση, στη σκηνή όπου η γυναίκα-νίντζα με το παλαιστινιακό μαντήλι ζωντανεύει, αμύνεται και παλεύει.

 

Σχετικά με την εμμονή σας για το σταθερό πλάνο;

Ήδη από την πρώτη μου ταινία μικρού μήκους, έψαχνα να βρω ποια θέση της κάμερας υιοθετεί τη δική μου οπτική γωνία, που θεωρώ τον πιο ειλικρινή τρόπο για να αφηγηθώ την ιστορία. Δεν είναι θέμα απόφασης, απλώς τα σταθερά πλάνα συμπεριλήφθηκαν στον τρόπο που βλέπω τα πράγματα. Ακόμα κι αν υπάρχει κίνηση της κάμερας, πράγμα ασυνήθιστο για μένα, γίνεται μετωπικά, επειδή ταιριάζει με το στυλ αφήγησης, δίχως αυτό να είναι απόλυτο.

 

Τι εννοείτε όταν αναφέρεστε σε μια εσώτερη κίνηση μέσα στο κάδρο;

Είμαι εμμονικός με το στήσιμο του κάδρου, τον κενό χώρο, τις τοποθεσίες, τους φακούς που θα χρησιμοποιήσω. Αν δεν είμαι ικανοποιημένος, μπορεί να το ξαναστήσω από την αρχή. Δεν επιλέγω διαφορετικές γωνίες λήψης. Η ένταση δημιουργείται δίνοντας έμφαση στο πρώτο πλάνο και στο βάθος, στους εκτός κάδρου ήχους, κυρίως όμως στον τρόπο που εισάγω απ’ την περιφέρεια στοιχεία στο πλάνο. Δεν τοποθετώ τη δράση στο κέντρο, αλλά στις άκρες, γιατί και στη ζωή έτσι έρχονται τα πράγματα, παράλληλα και πάντα από απόσταση. Η κάμερά μου δεν εστιάζει σε κινούμενο στόχο. Ο χαρακτήρας μέσα στο κάδρο είναι συστατικό μέρος του και όχι απαραίτητα πρωταγωνιστής. Ουσιαστικά, δεν υπάρχει πρωταγωνιστής, απλά μια χορογραφία επί σκηνής, που αναδεικνύει την κίνηση και αρκετό βάθος πεδίου, ώστε η ματιά του θεατή να ταξιδέψει σε όλη την εικόνα, έχοντας τη δυνατότητα να δει ό,τι επιλέγει.

 

Μιλήστε μας για τις κινηματογραφικές σας επιρροές.

Το Τόκιο Στόρι, του Γιασουχίρο Όζου, ήταν η πρώτη ταινία που με άγγιξε. Την ένιωσα σαν κομμάτι του εαυτού μου και του τρόπου που αντιλαμβανόμουν τα πράγματα. Με επηρεάζουν και συγγραφείς με κινηματογραφικό ενδιαφέρον. Μεγάλοι σκηνοθέτες όπως οι Χου-Χσιάο-Χσιέν, Μπρεσόν, Κασσαβέτης και φυσικά ο Αντονιόνι, με έχουν επηρεάσει με τη γραφή τους. Το αποτέλεσμα ήταν να αρχίσω να τους μιμούμαι, στη συνέχεια όμως, η νοητική επεξεργασία όλων αυτών οδήγησε στο δικό μου στυλ.

 

Ζείτε στην Παλαιστίνη;

Στο Παρίσι…

 

Πιστεύετε ότι ο παλαιστινιακός λαός έχει σήμερα διάθεση για συλλογική αντίσταση;

Η ισραηλινή κατοχή στην Παλαιστίνη, που την κρατάει απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, δεν είναι η μοναδική περίπτωση κατοχής. Ο κόσμος πρέπει να καταλάβει πως υπάρχουν κι άλλες «Παλαιστίνες», με διαφορετικές μορφές κατοχής ανά την υφήλιο, συμπεριλαμβανόμενης και της Ελλάδας. Πρέπει να κατανοήσουμε γιατί υπάρχει μια τράπεζα, γιατί υπάρχει μια κυβέρνηση και πού υπάρχει το τανκ. Όλα συνδέονται, δεν είναι μονάχα ζήτημα αλληλεγγύης, προέχει το ερώτημα τι πρέπει να γίνει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!