του Λαοκράτη Βάσση
Ξαναδιαβάζοντας τα πρώτα αυθόρμητα σχόλιά μου στα περιθώρια των σελίδων της ποιητικής συλλογής του Ελευθερίου Ξάνθου (Ελευθέριος Τζιόλας): Στο ακρωτήρι της κρυφής ελπίδας, εκδ. Αρμός, σκέφτηκα να τα δημοσιεύσω… ανεπεξέργαστα: ως θραύσματα ενός αρχικού αισθητικού «διαλόγου». Καθώς η ελλειπτικότητά τους, όπως διανθίζεται με στίχους χαρακτηριστικούς της ποίησής του, ίσως είναι και η καλύτερη πρώτη “συνάντηση” με την πολύ πυκνή υπαινικτικότητα των σημαινομένων της συγκεκριμένης ποιητικής γραφής. Όπως, μάλιστα, διασταυρώνεται με τους πονεμένους καημούς του Τόπου μας.
Σχόλιο στο πρώτο ποίημα
Είναι ποίηση, όπως προϊδεάζει συμπυκνωτικά και ο τίτλος του πρώτου ποιήματος της “συλλογής”, έντονης ταυτοτικής ιθαγένειας, με όλες τις αξιακές της φορτίσεις. Έξοχα υπομνηματισμένη, δίκην ερμηνευτικής πλαισίωσης, απ’ τη φωτογραφική εικαστική μαγεία κι απ’ τον στοχαστικό δοκιμιακό της επίλογο. Που χαρίζει βαθιές αισθητικές ανάσες ελληνικής πατρίδας, πάντοτε συνομιλούσας, στη μακρά διαχρονία της, με τους ανοιχτούς οικουμενικούς ορίζοντες.
Στο δεύτερο
Άρωμα “Άσματος ηρωικού και πένθιμου…!”, με την πολύ δική του συγκινησιακή σηματοδότηση:
“Δεν χάνεται κανείς,
όταν πεθαίνει στης λευτεριάς το σύνορο
για όλους μας!”
Στο τρίτο
Ανυπότακτη συνομιλία με το ανέφικτο:
“Στον αέρα
τα ψηλά λάβαρά μας
λογχίζουν τα σύννεφα
συνομιλώντας με το ανέφικτο”
Στο τέταρτο
Ιχνηλασία της ελληνικής διαχρονίας και των αδικαίωτων καημών της Ρωμιοσύνης, όπως συμβολίζονται: Απ’ το “κεφάλι του Άρη”, του “Παπαξάνθη το μαρτύριο”, τον “άταφο Μανδηλαρά”:
“Το κεφάλι του Άρη
στο Φανοστάτη στα Τρίκαλα
ένας πύρινος περιστρεφόμενος κομήτης…..”
“Ο άταφος Μανδηλαράς στα κύματα του Αιγαίου
το πέλαγος των αδικαίωτων φουσκώνει….”
Στο έκτο
Τραγούδια κλέφτικα…
Καρδιά ρεμπέτικη…
Μοιρολόι τρεμάμενο…
“Μπέσα για μπέσα ορέ, ν’ αντέξουμε τον χαλασμό…”
Στο έβδομο
Βαθιά πονεμένος ολολυγμός για το ανοιχτό τραύμα του Εμφυλίου: Ξοδεμένες ζωές – ξέπνοοι μαχητές – κραυγές σπαραγμού – ρημαγμένα ορύγματα – σκισμένες σημαίες…! Με τους “νικητές” ηθικά νικημένους και τους “νικημένους” ηθικά νικητές, σε έναν… νικημένο Τόπο! Όπου, όσο οι δυο “όχθες” δεν θα βλέπουν την κοινή κοίτη που τις ενώνει, το ανοιχτό εθνικό τραύμα δεν θα κλείσει!
“Η ήττα
πιο δυνατή απ’ τη νίκη τους
επικαθορίζει το μέλλον και σκιαγραφεί
τις νέες ορίζουσες”
Στο δέκατο
“Ψυχές γραπωμένες στα αετώματα
πεσμένα κιονόκρανα ιδεών”
Στο ενδέκατο
Θάλασσα… νύχτα…
Πομπές του Αχέροντα…
Πόλεις ανέραστες και άπληστες…
“Ξέπλεκο όνειρο με λάμψεις μεγαλείου
Στα υψίπεδα της ιστορίας καλπάζει και χάνεται”
Στο δωδέκατο
– Προσμονή ζυμωμένη
με ελπίδα και έλλειμα!
– Χαμόγελα κλεισμένα
σε σφιγμένες γροθιές!
Στο δέκατο τρίτο
“Η άνοιξη αργεί!”
Στο δέκατο τέταρτο
Θεσσαλονίκη: μάνα, κάρμα, αλάνα, πλάνα, μάγισσα, αρχόντισσα!
“Όμως κρεμόσουνα κι εσύ από του ψεύτη τη βολή και τον κάθε υποκριτή”.
Στο δέκατο πέμπτο
“Εκεί που είσαι αυτό και γίνεσαι και τ’ άλλο”
“Με στοχασμό, παλμό και λύτρωση”
Στο δέκατο έκτο
_ Τόπος ξεπλυμένων χρωμάτων…
– Λυγμός βιολιού…
– Στεναγμός κλαρίνου…
“Ελάφια τα οράματά σου
αναγεννούνε έρωτες κι απώλειες ζωής”
Στο δέκατο ένατο
“Με πολέμους τούτη η πατρίδα
Έζησε
Αγωνίστηκε
Τράνεψε και πορεύτηκε”
Στο εικοστό
Οι νεκροί ακίνητοι, ευγενείς,
αθόρυβοι, ήρεμοι, αληθινοί:
“Κάθε πρωί
μας αφήνουν με μιαν ευχή
κι ένα χάδι.”
Στο εικοστό πέμπτο
Ο ποιητής:
“Στην κορυφή του κύματος να ζει,
να περπατεί στο φως,
με σκέψη έναστρη, πυκνή…
το μέλλον (προ) καλώντας!”
Παρότι η ποίηση όπως και η τέχνη γενικότερα, κρίνεται από το αισθητικό αντίκρυσμά της, δεν κρύβω τον πειρασμό μου να ψάχνω και να συγκινούμαι με τα όσα αγγίζει στο βάθος του περιεχομένου της η ποιητική γραφή του Ξάνθου (Τζιόλα). Κι εννοώ τις βαθιά γειωμένες στον ελληνικό μας Τόπο αγωνίες και καημούς, μαζί με όλη τη λεπτή αισθητική καταξίωση της πολύ ακριβής ταυτοτικής πολιτιστικής μας ιθαγένειας: όμορφα και στοχαστικά υπομνηματισμένης απ’ τις “φωτογραφίες” και τον “δοκιμιακό λόγο”. Όπου, όμως, κάπως έτσι η ποίηση δεν είναι μόνο η αυθεντικότερη έκφραση της ψυχής ενός Τόπου, αλλά και η άμυνά του, η αντίστασή του. Ιδίως όταν απειλείται από κύματα… μεταλλακτικής υποκουλτούρας, όπως ο δικός μας Τόπος τούτους τους ύποπτους καιρούς της “μετανεωτερικής αποικιοποίησής” μας.