Έχουμε συχνά, ξεκινώντας χρόνια πριν, αναφερθεί σε ένα φαινόμενο που πια αναγνωρίζεται απ’ όλους, όποια ερμηνεία κι αν του δίνει ο καθένας: μια γενικευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια που δεν λέει να κοπάσει και στρέφεται, συχνά με θολό και αντιφατικό τρόπο, ενάντια στις πολιτικές της παγκοσμιοποίησης. Πολιτικές που ανατινάζουν χώρες και περιοχές ολόκληρες του πλανήτη, που εξαθλιώνουν δισεκατομμύρια και ισοπεδώνουν λαούς και ταυτότητες. Κι έχουμε επισημάνει μια μεγάλη ανάγκη: να εκφραστεί διαφορετικά, πιο αυθεντικά και με λιγότερες αντιφάσεις, έξω από τα ασφυκτικά πλαίσια των σημερινών δεδομένων πολιτικών δυνάμεων, η πηγαία οργή πλατιών μαζών ενάντια σε αυτές τις πολιτικές. Το παράδειγμα των ΗΠΑ, όπου πριν 4 χρόνια αυτό το αυθόρμητο αντιπαγκοσμιοποιητικό αίσθημα αναζήτησε διέξοδο κυρίως στον τραμπισμό (και, σε μικρότερο βαθμό, στον Μπέρνι Σάντερς), υπογραμμίζει με δραματικό τρόπο αυτήν την ανάγκη.
Από τότε μέχρι σήμερα κύλησε πολύ νερό στα αυλάκια της «Χώρας της Ελευθερίας». Ο προσανατολισμός του Τραμπ σε μια ιδιόμορφη αναδίπλωση, συνοδευόμενη από υποσχέσεις προς ευρύτατα και παρατημένα στην τύχη τους μεσοστρώματα για ανασυγκρότηση της παραγωγικής οικονομίας της μεγαλύτερης παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής δύναμης και ανακοπή της μείωσης της διεθνούς επιρροής της, τροφοδότησε έναν ιδιότυπο εμφύλιο με το τμήμα εκείνο των ελίτ που –όντας πιο «αεριτζήδικο»– επέμενε στην κλασική συνταγή της παγκοσμιοποίησης. Επιχειρώντας να επιβιώσει στα πλαίσια αυτού του διαρκώς εντεινόμενου εμφύλιου, που είναι η βορειοαμερικανική έκφραση μιας συστημικής ενδόρρηξης σε παγκόσμιο επίπεδο, σταδιακά ο τραμπισμός βάθυνε τη διαστροφή της αρχικής «αναδίπλωσης» σε έναν παροξυσμό αντιδραστικού και παρακρατικού ρατσισμού. Οι εκδηλώσεις της διαστροφής γίνονται όλο και πιο ορατές τους τελευταίους μήνες, με αφορμή την αποτρόπαιη δολοφονία του Φλόιντ από αστυνομικούς [Για μια ανάλυση του χαρακτήρα των συνεχιζόμενων συγκρούσεων στο εσωτερικό των ΗΠΑ, και των ζητημάτων που αυτές αναδεικνύουν, βλ. και το άρθρο «Black Lives Matter – Η φυλετική και κοινωνική διαίρεση στις ΗΠΑ» του Δημήτρη Μπελαντή].
Επιχειρώντας να επιβιώσει στα πλαίσια του διαρκώς εντεινόμενου εμφύλιου, σταδιακά ο τραμπισμός βάθυνε τη διαστροφή της αρχικής «αναδίπλωσης» σε έναν παροξυσμό αντιδραστικού και παρακρατικού ρατσισμού
Άγριο φλερτάρισμα των ψηφοφόρων
Σήμερα πια η εσωτερική πολιτική του στρατοπέδου του Τραμπ παίρνει τα χαρακτηριστικά μιας ακραίας επιθετικότητας προς τους «έγχρωμους», τους «διαφορετικούς», ένα μεγάλο τμήμα μιας νεολαίας αγανακτισμένης και δίχως προοπτικές αξιοπρεπούς ζωής… εν τέλει ενάντια σε οποιονδήποτε τολμά να διαμαρτύρεται για την πολιτική του Αμερικανού προέδρου. Οι επικοινωνιακές παράτες που διοργανώνει το αγχωμένο επιτελείο της προεκλογικής καμπάνιας του Τραμπ (όπως η πρόσφατη διοργάνωση στον Λευκό Οίκο μιας τελετής απόδοσης υπηκοότητας σε 5 «έγχρωμους» μετανάστες, με τον Τραμπ να τους συγχαίρει*) δεν μπορούν να κρύψουν την πραγματικότητα – όσο κι αν χρησιμοποιούνται για να φανεί «όχι και τόσο κακός τελικά» στα μάτια των λεγόμενων μετριοπαθών ψηφοφόρων που διεκδικούν και οι Ρεπουμπλικάνοι*.
Την ίδια στιγμή, οι Δημοκρατικοί επιχειρούν να κερδίσουν τη μερίδα του λέοντος από την ίδια κατηγορία, και ταυτόχρονα να ιδιοποιηθούν τα δεκάδες εκατομμύρια πιο ριζοσπαστικοποιημένων πολιτών που επιδιώκουν να δουν πάση θυσία το τέλος της βασιλείας του Τραμπ. Είναι δύσκολο στοίχημα να πετύχουν και τα δύο, χωρίς να φοβίσουν τους μετριοπαθείς και χωρίς να απογοητεύσουν τους ριζοσπάστες. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι ιστορικά το Δημοκρατικό Κόμμα έχει αποδείξει την πολυσυλλεκτική ικανότητά του. Η επιλογή της μαύρης και θεωρούμενης σχετικά ριζοσπαστικής Καμάλα Χάρις ως υποψήφιας αντιπροέδρου ενός άσφαιρου, άοσμου, γηραιού και υπερβολικά συντηρητικού Μπάιντεν αποτελεί μία μόνο από τις αποδείξεις. Όπως και τα μακάβρια «επιχειρήματα» που ψιθυρίζονται διακριτικά σε δύσπιστους δυνητικούς ψηφοφόρους των Δημοκρατικών, ότι ο 78χρονος σήμερα Μπάιντεν (που όντως είναι φανερά αδύναμος, πιθανά και ασθενής) μπορεί να μην τελειώσει τη θητεία του! Κι έτσι, λένε οι ψιθυριστές, θα βρεθούν οι ΗΠΑ, για πρώτη φορά στην ιστορία τους, με μια προοδευτική μαύρη γυναίκα για πρόεδρο!
Η δικομματική μέγγενη αφήνει λίγα περιθώρια
Αυτά βέβαια αποτελούν αόριστες προσδοκίες. Το μόνο που μπορεί να θεωρείται σίγουρο είναι ότι η εκλογή του Μπάιντεν στην προεδρία θα σηματοδοτήσει μια επιστροφή της γραμμής των ελίτ του χρηματοπιστωτικού τομέα, με μπόλικο νεοφιλελευθερισμό συνοδευόμενο από «κοσμοπολίτικη» φρασεολογία. Και πιθανά και με επιστροφή των ΗΠΑ σε νέους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς και άμεσες επεμβάσεις σε τρίτες χώρες, που την τελευταία τετραετία είχαν πράγματι ατονήσει, καθώς ο Τραμπ έθετε άλλες προτεραιότητες και πρόκρινε διαφορετικό τρόπο ανακοπής της κατηφόρας της σημαντικότερης δυτικής ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης**. Με δυο λόγια, η εκλογή Μπάιντεν δεν θα σημάνει μια πραγματικά προοδευτική διέξοδο.
Κι όμως, ο λαϊκός παράγοντας, και ιδίως τα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια του που μήνες τώρα κινητοποιούνται ενάντια στον Τραμπ, δύσκολα θα βγει από τη βαθιά ριζωμένη στις ΗΠΑ δικομματική μέγγενη. Καταρχήν επειδή δεν έχει διαφανεί, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, μια τρίτη υποψηφιότητα με σοβαρές αξιώσεις. Και με αυτό το δεδομένο, γίνεται αρκετά πιο δελεαστική για τα εκατομμύρια των πολιτών που πλέον θεωρούν φασίστα τον νυν πρόεδρο η δυνατότητα άμεσης εκδίωξής του μέσα από την υπερψήφιση ακόμη και του Μπάιντεν. Σε αυτό το πνεύμα, για ψήφο στον Μπάιντεν δεν καλούν μόνο οι παραδοσιακοί ριζοσπάστες (για τα δεδομένα των ΗΠΑ), τύπου Τσόμσκι, που σχεδόν πάντα κατέληγαν να συντάσσονται με το «μικρότερο κακό» στις κάλπες, αλλά ακόμη και πολύ πιο «ακραία» πολιτικά ρεύματα [βλ. το πλαίσιο «Επαναστατικό Κ.Κ.: “Ψήφο στον Μπάιντεν”!»].
Για ψήφο στον Μπάιντεν δεν καλούν μόνο οι παραδοσιακοί ριζοσπάστες (για τα δεδομένα των ΗΠΑ), που σχεδόν πάντα κατέληγαν να συντάσσονται με το «μικρότερο κακό» στις κάλπες, αλλά και πολύ πιο «ακραία» ρεύματα
Με άλλα λόγια, το άνοιγμα ενός τρίτου δρόμου, ανεξάρτητου από τα δύο μεγάλα κόμματα του βορειοαμερικανικού συστήματος και εναλλακτικού απέναντι και στα δύο, θα είναι μια δύσκολη και βασανιστική υπόθεση. Αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται δυνατό να αντικατασταθεί από κάτι ριζικά και ποιοτικά διαφορετικό ο ακραία αντιδραστικός και ρατσιστικός τραμπισμός. Ακόμη κι αν ξεχώριζε μια «τρίτη» δύναμη και προσωπικότητα, όπως π.χ. ο Σάντερς, θα έπρεπε να υποχρεωθεί από το «πεζοδρόμιο» σε σαφείς δεσμεύσεις ώστε να υποστηριχθεί ενεργητικά από εκατομμύρια και να «υποχρεωθεί» να επιχειρήσει τον άθλο. Για τον συγκεκριμένο πάντως δεν τίθεται καν τέτοιο θέμα, αφού για δεύτερη φορά συνθηκολόγησε άνευ όρων με το βαθύ κράτος των Δημοκρατικών…
* Απευθυνόμενος στους 5 νέους πολίτες των ΗΠΑ, εκ των οποίων μία μουσουλμάνα που φορούσε μαντήλα και μία Ινδή με σάρι, ο Τραμπ τους αποκάλεσε «εγγυητές του υπέροχου έθνους μας» και πρόσθεσε ότι «είμαστε μια οικογένεια που αποτελείται από κάθε φυλή, χρώμα, θρησκεία και πίστη, ενωμένη με δεσμά αγάπης – ένας λαός που μοιράζεται ένα σπίτι και αποτίει φόρο τιμής στη μία και μόνη, σπουδαία αμερικανική σημαία»: ένα λεξιλόγιο που θα ζήλευε κάθε θαυμαστής του βορειοαμερικάνικου χωνευτηριού, παραγγελμένο από την προεκλογική καμπάνια του Αμερικανού προέδρου για να απαλύνει στα μάτια της κοινής γνώμης τα εμφυλιοπολεμικά καλέσματα που αυτός καθημερινά απευθύνει στους φανατικούς οπαδούς του…
** Ας συγκρίνουμε τα βασικά πεπραγμένα των προηγούμενων προέδρων και του Τραμπ σε αυτό το πεδίο: Ο Ρίγκαν εισέβαλε στη Γρενάδα. Ο πατήρ Μπους εισέβαλε στον Παναμά κι έπειτα στο Ιράκ. Ο Κλίντον βομβάρδισε τη Γιουγκοσλαβία. Ο υιός Μπους εισέβαλε στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Ο Ομπάμα καθοδήγησε την ανατίναξη της Λιβύης. Ο Τραμπ, από την άλλη, δεν επιτέθηκε –ακόμη τουλάχιστον– σε καμία χώρα. Έριξε μια μεγαβόμβα το 2017 στο Αφγανιστάν, και ταυτόχρονα ενορχήστρωσε την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από εκεί, εξοργίζοντας τους Δημοκρατικούς. Βομβάρδισε μια συριακή βάση, αλλά και πάλι εξόργισε τους Δημοκρατικούς αποσυρόμενος και από τη Συρία. Αποσύρει 12.000 στρατιώτες από τις αμερικανικές βάσεις στη Γερμανία, και οι Δημοκρατικοί τον κατηγορούν ότι κάνει δωράκι στον Πούτιν. Και φοβούνται ότι θα αποσυρθεί και από τη Νότια Κορέα…
Τίποτα δεν αποκλείεται…
Μπάιντεν και Τραμπ διεκδικούν την προεδρία και τις ψήφους των (πολλών ακόμη) αναποφάσιστων, αλλά όλοι «ξεχνούν» ότι οι μισοί πολίτες των ΗΠΑ έχουν ήδη πεταχτεί, με διάφορους τρόπους, εκτός του πολιτικού παιχνιδιού. Βέβαια και τα δύο συστημικά κόμματα προσπαθούν να προσελκύσουν ένα μέρος όσων απέχουν (είτε εκουσίως, είτε ακουσίως) από την κάλπη, αλλά το φαινόμενο θεωρείται δεδομένο και φυσιολογικό… Από την άλλη, η εισβολή του λαϊκού παράγοντα στο κεντρικό πολιτικό παιχνίδι μέσα από το ξέσπασμα διαμαρτυρίας με αφορμή τα εγκλήματα του βαθέος κράτους οπωσδήποτε θα βάλει τη σφραγίδα του στις εξελίξεις. Το σπρώξιμο σε εμφύλιο, που το χρεώνεται το στρατόπεδο Τραμπ, μπορεί να οδηγήσει σε μια εκτός ελέγχου κατάσταση. Το Δημοκρατικό Κόμμα θα εμφανιστεί ως εγγυητής της νομιμότητας, αλλά με την οξύτητα που έχει πάρει η αντιπαράθεση τίποτα δεν αποκλείεται. Καταρχήν, είναι σαφές ότι και οι δύο πλευρές έχουν μια σημαντική λαϊκή βάση, που όμως ανήκει σε δύο ή και περισσότερες, διαφορετικές Αμερικές. Διαφορετικοί κόσμοι κι ας ζουν εντός των ίδιων συνόρων, που πλέον αρπάζονται χωρίς να περιορίζονται από τα παραδοσιακά όρια της πολιτικής αντιπαράθεσης. Έτσι η προοπτική μιας δίχως προηγούμενο εκτροπής αρχίζει να μην φαίνεται απίθανη. Δεν είναι πια σίγουρο ότι ο Τραμπ και οι παράγοντες που τον στηρίζουν θα σεβαστούν τους κανόνες του παιχνιδιού. Μια «αναβολή» των εκλογών, για παράδειγμα, θα μπορούσε να μοιάσει διέξοδος για τον τραμπισμό – και να δικαιολογηθεί είτε με την πανδημία είτε με μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω αιματοχυσίας. Ακόμη και το γεγονός ότι συζητιούνται τέτοια ενδεχόμενα δείχνει πόσο βαθύ είναι το ρήγμα που έχει ανοίξει στο εσωτερικό των ελίτ παγκοσμίως, και ειδικότερα στις ΗΠΑ καθιστά πασιφανή την κρίση προσανατολισμού των διαφόρων πτερύγων της άρχουσας τάξης…
RCP: «Ψήφο στον Μπάιντεν»!
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πανστρατιάς που δημιουργείται ενάντια στον Τραμπ είναι η δημόσια έκκληση του Μπομπ Αβακιάν, ιστορικού ηγέτη του Επαναστατικού Κ.Κ. (το οποίο ως τώρα μποϊκοτάριζε συστηματικά τις προεδρικές εκλογές), για ψήφο υπέρ του Μπάιντεν. Γράφει ο Αβακιάν στη σχετική έκκληση*: «Ο Μπάιντεν και γενικά το Δημοκρατικό Κόμμα δεν έγιναν ξαφνικά κάτι διαφορετικό από αυτό που πάντα είναι: εκπρόσωποι και όργανα αυτού του εκμεταλλευτικού, καταπιεστικού και κυριολεκτικά δολοφονικού συστήματος του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού. Και οι εκλογικές διαδικασίες εξακολουθούν να είναι αυτό που πάντα λέγαμε: μια αστική εκλογική μπούρδα. Ισχύει πάντα η εκτίμηση ότι καμία βαθιά, ουσιαστική αλλαγή προς το καλύτερο δεν μπορεί να έρθει μέσα από τέτοιες διαδικασίες […] Αλλά θα το ξαναπούμε: αυτές οι εκλογές είναι διαφορετικές, με έναν κρίσιμα σημαντικό τρόπο. Το θέμα δεν είναι αν ο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί εκπροσωπούν κάτι “καλό”, ή έστω αν είναι με ουσιαστικό τρόπο “καλύτεροι” από τους Ρεπουμπλικάνους. Και τα δύο αυτά κόμματα είναι κόμματα της άρχουσας τάξης, και κανείς εκ των υποψηφίων τους δεν εκπροσωπεί οτιδήποτε “καλό” υπό οιαδήποτε βασική και ουσιαστική έννοια. Ο Μπάιντεν δεν είναι με κανέναν τρόπο “καλύτερος” από τον Τραμπ. Με μόνη διαφορά ότι δεν είναι ο Τραμπ, και δεν αποτελεί τμήμα της κίνησης για την παγίωση και επιβολή μιας φασιστικής διακυβέρνησης, με όλα όσα σημαίνει κάτι τέτοιο». Από την άλλη, υπάρχουν και δυνάμεις που επιμένουν στο μαύρισμα και των δύο συστημικών υποψηφίων, αποκαλώντας «Τραμπ λάιτ» τον Μπάιντεν. Πολλοί αναμένουν την οριστικοποίηση των υπόλοιπων υποψηφίων προέδρων για να καλέσουν στην υποστήριξη κάποιου από αυτούς. Ήδη έχουν ανακοινωθεί υποψηφιότητες όπως του Χόουι Χόκινς, συνιδρυτή του Πράσινου Κόμματος, και της συγγραφέως Γκλόρια Λα Ρίβα, που υποστηρίζεται από το Κόμμα για τον Σοσιαλισμό και την Απελευθέρωση (PSL).
* Βλ. «On the immediate critical situation» στην ιστοσελίδα του RCP (revcom.us).