Οι εντεινόμενες πιέσεις, οι «τακτικές» και η στρατηγική
Το ερώτημα ποια είναι η συνολική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στις σημερινές συνθήκες απασχολεί πραγματικά πολύ κόσμο, πέρα από τα στενά όρια της Αριστεράς. Ο αντικειμενικός παρατηρητής δεν μπορεί να μη σημειώσει μια στροφή στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ προς το «ρεαλισμό», μια μετατόπιση προς πιο ήπιες εκφωνήσεις, πιο συναινετικές διαθέσεις, πιο καθησυχαστικούς τόνους.
Μια ερμηνεία
Συχνά παρουσιάζεται η εξής αφήγηση: Οι στρατηγικοί στόχοι του κόμματος παραμένουν αναλλοίωτοι. Η ρήξη με τα μνημόνια, την κυρίαρχη ευρωπαϊκή πολιτική και τα μεγάλα συμφέροντα, όλα θα έρθουν στην ώρα τους. Αλλά για να γίνει αυτό, απαραίτητος σταθμός είναι η εκλογική νίκη. Για να γίνουν όμως εκλογές χρειάζονται οι 121 βουλευτές. Και για να καταφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ να νικήσει σε αυτές, πρέπει να κερδίσει ψηφοφόρους από τα άλλα κόμματα. Παράλληλα, η θεωρία του κεντρώου ή μεσαίου χώρου σαν παράγοντα αποφασιστικού, σχεδόν μοναδικού, για τις πολιτικές εξελίξεις, επανέρχεται. Θεωρία που δεν είναι καινούργια αλλά λανσάρεται εδώ και χρόνια από πολιτικούς και εκλογικούς αναλυτές.
Η αφήγηση αυτή ξεχνάει, όμως, ότι δεν ζούμε σε μια «κανονική» περίοδο, όσο κι αν η κανονικότητα επανέρχεται σαν επιδίωξη στο προσκήνιο. Η αποστροφή συνολικά για το πολιτικό σύστημα έχει γιγαντωθεί, ειδικά τα πέντε τελευταία χρόνια. Τον τόνο δίνει ο «Κανένας», η τεράστια δεξαμενή των πολιτών που δεν εμπιστεύονται κανέναν και οδηγούνται είτε στην αποχή, είτε σε διάφορες διάσπαρτες επιλογές. Είναι δεδομένο ότι, μιλώντας ακόμα και καθαρά εκλογικά, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να στρέψει την προσοχή του σε αυτό το μεγάλο δυναμικό.
Η Ν.Δ. βρίσκεται ήδη σε ιστορικά χαμηλά και δεν μπορεί κανείς να εκτιμήσει ότι έχει πολλά ακόμα περιθώρια απωλειών, ειδικά σε συνθήκες μιας πολωμένης εκλογικής μάχης. Το ΠΑΣΟΚ έχει ήδη χάσει την τεράστια πλειοψηφία των παλιών ψηφοφόρων του, ίσως χάσει μερικούς ακόμα ή τους μοιράσει σε περισσότερα από ένα… ΠΑΣΟΚ. Τέλος, στις τελευταίες Ευρωεκλογές, είναι γνωστό ότι ένα 50% των ψηφοφόρων ψήφισε πέρα από Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ.
Εξετάζοντας κανείς αυτά και βέβαια πολλά ακόμα και αναλυτικότερα στοιχεία, μάλλον θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα δυσκολευτεί να ανεβάσει τα ποσοστά του πάνω από ένα όριο και να φτάσει στην αυτοδυναμία, αν δεν αυξηθούν συνολικά όσοι θα πάνε στις κάλπες, αν δεν κερδίσει δηλαδή πολύ από τον κόσμο που σήμερα γυρίζει την πλάτη του στην κεντρική πολιτική αναμέτρηση.
Κινήσεις «τακτικής»
Η αφήγηση, όμως, που αναφέραμε έχει ένα πιο σοβαρό κενό. Γιατί οι εξελίξεις δεν θα καθοριστούν μόνο ή κυρίως από την εκλογική αριθμητική. Πράγματι, υπάρχει τακτική, υπάρχει και στρατηγική. Υποτίθεται όμως ότι οι κινήσεις στο πεδίο της τακτικής θα πρέπει να υπηρετούν -ή τέλος πάντων κάποια σχέση να έχουν με- τους στρατηγικούς στόχους ενός εγχειρήματος. Δεν στέκει η εικόνα ενός κόμματος που αναλώνεται διαρκώς σε τακτικές κινήσεις που μονίμως αποκλίνουν από όσα στρατηγικά στοχεύει.
Πρόκειται, λοιπόν, για τακτικές κινήσεις που γίνονται ενώ η στρατηγική παραμένει αναλλοίωτη; Ή για πορεία μετατοπίσεων που σχετίζεται με την πορεία συνολικά του φορέα; Τα επιχειρήματα της πρώτης απάντησης είναι λίγα και αδύναμα.
Τακτικές κινήσεις θα μπορούσαν να γίνονται αλλά η τακτική δεν ταυτίζεται πάντα με το συμβιβασμό. Αν, πράγματι, κυριαρχούσε μια στρατηγική διεξόδου από τη σημερινή κατάσταση, θα έπρεπε να έχουν εφευρεθεί και οι αντίστοιχες τακτικές.
Τι παρακολουθούμε όμως; Το συνδυασμό μιας γενικής αντικυβερνητικής και αντιδεξιάς ρητορείας με διαρκείς κινήσεις που είτε κλείνουν συμφωνίες με τους ταλαντευόμενους βουλευτές, είτε συνομιλούν με τις αγορές και τα διάφορα διεθνή κέντρα, είτε βολιδοσκοπούν τις εγχώριες ελίτ και τις πιθανές αντιδράσεις τους.
Πού είναι όμως το μεγάλο πρόβλημα; Ακόμα κι αν δεχτεί κανείς ότι στη μια περίπτωση «είναι κρίσιμο η κυβέρνηση να μην μαζέψει τους 180», στην άλλη ότι «πρέπει να μάθουμε απευθείας τι λένε οι αντίπαλοι, αντί να τα ακούμε από τρίτους», στην τρίτη ότι «θα πηγαίνουμε παντού και θα λέμε τη γνώμη μας», ένα ερώτημα μένει αναπάντητο: Ποιες είναι οι «τακτικές κινήσεις» που έχουν γίνει ή σχεδιάζονται για να δείξει ο ΣΥΡΙΖΑ καθαρά στην κοινωνία ότι είναι ριζικά διαφορετικός; Ποιες είναι οι τακτικές κινήσεις που γίνονται για να βγει από το κάδρο και να ενωθεί με όσους δυσπιστούν για το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα; Ποιες είναι οι τακτικές κινήσεις για την ανύψωση του λαϊκού φρονήματος, του μοναδικού εχέγγυου για μια ουσιαστική αλλαγή;
Είναι φανερό ότι αυτές απουσιάζουν. Η πολιτική του κόμματος μονοπωλείται από τις τακτικές για τους «ενδιάμεσους» και τους «απέναντι». Λείπει όμως η σκέψη, οι πρωτοβουλίες, ο σχεδιασμός για τα εκατομμύρια πολιτών που είναι όχι απλά το αναγκαίο στήριγμα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως συχνά λέγεται, για να δώσει οποιαδήποτε μάχη, αλλά στην πραγματικότητα είναι οι ίδιοι το υποκείμενο οποιασδήποτε μάχης.
Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πείθει ευρύτατα ακροατήρια για την πρότασή του. Αυτή μοιάζει θολή και θολώνει ακόμα περισσότερο όσο αποφασίζει να κινηθεί εντός συστημικών πλαισίων, εγκαταλείπει μια ριζοσπαστική γλώσσα και ανάλογα συνθήματα και προτάσεις, μετριάζει την πολιτική του εκφορά σε έναν λόγο κεντροαριστερής αντιπολίτευσης, δίνει μηνύματα μιας δύναμης «συνετής» και διατεθειμένης να συνεννοηθεί. Οι απανωτές δηλώσεις για συναντήσεις των αρχηγών κομμάτων και μια σειρά ακόμα τοποθετήσεις και κινήσεις, σημειολογικά τονίζουν αυτή τη μετατόπιση.
Η μετατόπιση
Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ είναι αλλαγμένος, αν συγκριθεί με αυτόν του 2012. Η αλλαγή αυτή αποκτά στοιχεία συνολικής «γραμμής» αμέσως μετά τις Ευρωεκλογές. Αποτελεί όμως κατάληξη μιας δίχρονης πορείας προσαρμογής και προετοιμασίας του ΣΥΡΙΖΑ στα νέα δεδομένα που προέκυψαν από το αποτέλεσμα των εκλογών του 2012 και την κατεδαφιστική πορεία της χώρας. Άρα και των διαρκών πιέσεων τροϊκανών παραγόντων και διαπλεκόμενων υποτελών δυνάμεων. Γιατί το μνημονιακό καθεστώς γέννησε και την αμφισβήτησή του μέσα από την γιγάντωση ενός μαζικού λαϊκού κινήματος που εκφράστηκε πολιτικά, προκαλώντας την εκτίναξη ενός κόμματος από το 4,5% στο 27%. Η διαχείριση και ποδηγέτηση σε κοινοβουλευτικά και συστημικά πλαίσιο, τόσο του μαζικού λαϊκού αντιμνημονιακού φρονήματος όσο και του φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε μόνιμος και επιδιωκόμενος στόχος.
Όλα δείχνουν ότι έχουμε προχωρήσει πλέον ένα βήμα πιο πέρα. Οι διαρκείς μετατοπίσεις και η περιστροφή όλης της πολιτικής αντιπαράθεσης γύρω από την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, παρά την πολιτική ένταση που προκαλούν ανάμεσα στους δύο βασικούς πόλους, ανοίγουν το δρόμο στα σενάρια «εθνικής συνεννόησης» και σύγκλισης.
Έτσι, εμφανίζεται να υπάρχει ένας μονόδρομος για τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός των ανοιγμάτων σε όλες τις κατευθύνσεις βαδίζοντας προς την εκλογική αναμέτρηση. Της κατοχύρωσης ενός πιο «επίσημου» και λιγότερο κρουστικού προφίλ, της εικόνας ενός κόμματος που εγγυάται τη συνέχεια της διακυβέρνησης και του κράτους χωρίς πολλές αναταράξεις. Που διαβεβαιώνει ότι μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμμά του χωρίς σημαντικές αλλαγές και ρήξεις, κυρίως με το ευρωπαϊκό κατεστημένο.
Υπάρχει άλλος δρόμος; Υπάρχει αυτός που θα μπορούσε να ανοιχτεί βαδίζοντας. Οικοδόμηση ενός σύγχρονου πρωτότυπου πολιτικού υποκειμένου μέσα από δοκιμασίες προσέγγισης της Αριστεράς του 21ου αιώνα. Συνολική, βαθιά, ουσιώδης ρήξη με το πολιτικό σύστημα της χρεοκοπημένης μεταπολίτευσης και ειδικά του μνημονιακού καθεστώτος. Ανάδειξη των αιτημάτων που αναβλύζουν από την κοινωνική δραστηριοποίηση των τελευταίων χρόνων. Σοβαρή προσπάθεια για την ανύψωση του φρονήματος και την ανάδειξη ενός ζωντανού πλειοψηφικού αναγεννητικού ρεύματος στην ελληνική κοινωνία. Βάθεμα μιας πρότασης συνολικής διεξόδου της χώρας με σύγχρονο αντιμνημονιακό και δημοκρατικό χαρακτήρα. Μοιάζει σήμερα ουτοπικό; Η δίχρονη προετοιμασία αυτά έπρεπε να υπηρετήσει, σε αυτά υστέρησε, σε αυτά πρέπει κυρίως να στραφεί η προσοχή. Αυτό όμως σημαίνει βαθιά μετατόπιση από την… μετατόπιση.
Το κόμμα, η λειτουργία του και ο λαϊκός παράγοντας
Η μετατόπιση της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί απλά μια εκδοχή «προωθητικού συμβιβασμού». Συνοδεύεται από δύο μεγάλες πληγές-αδυναμίες που μπορεί να στοιχίσουν σημαντικά σε όλο το εγχείρημα.
Πρώτον, δεν δίνει καμία ιδιαίτερη σημασία στο λαϊκό παράγοντα παρά μόνο μέσα από τη διάσταση του ψηφοφόρου για αυτό και δεν έχει γίνει σχεδόν τίποτα για την οικοδόμηση ενός πρωτότυπου δημοκρατικού αριστερού πολιτικού κινήματος που θα ήταν στήριγμα και προωθητής μιας πολιτικής σύγκρουσης και μετάβασης.
Δεύτερον, ακυρώνει εν πολλοίς το εγχείρημα «κόμμα ΣΥΡΙΖΑ» με την έννοια ότι οποιαδήποτε συζήτηση, προετοιμασία, διεργασία, αναζήτηση για το ρόλο, την πολιτική, τη γείωση, τη δημοκρατία, το άνοιγμα του κόμματος εμφανίζεται να είναι χωρίς αντίκρισμα. Η αίσθηση ότι η «υψηλή πολιτική» γίνεται κάπου αλλού, ότι οι σοβαρές αποφάσεις παίρνονται αλλού, και όχι από το ίδιο το δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ και τις διαδικασίες του, επιτείνει τα προβλήματα και φυσικά αδυνατίζει το ενδιαφέρον για συμμετοχή.
Έτσι, αντί να υπάρχει πληθώρα ουσιαστικών πολιτικών διεργασιών και αναζητήσεων και ένα αυξανόμενο ρεύμα στήριξης και συσπείρωσης πέριξ και εντός του κόμματος, παρατηρείται παγωμάρα και ενασχόληση με μικρά ζητήματα εσωκομματικής και προσωπικής εμβέλειας. Το κόμμα, λοιπόν, αναλώνεται σε τυπικές διαδικασίες, χαμηλής έντασης ακτιβισμούς για κάποιους κάθε φορά στόχους και διοργάνωση εκδηλώσεων όπου τα κεντρικά στελέχη αναλύουν θέσεις και αποφάσεις.
Και όχι μόνον αυτό. Η αντίληψη για το «κόμμα βαρίδι» το καθιστά ως εκλογικό μηχανισμό και χώρο καριερισμού και παραγοντισμού. Το «ερχόμαστε» δικαιολογεί μια παράδοξη σιωπή εντός του κόμματος και την υποστολή κάθε συζήτησης και αντιπαράθεσης σχετικά με την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ ή τον κίνδυνο μετατόπισης προς την κεντροαριστερά. Αυτές οι δύο ελλείψεις φέρνουν μαζί τους ως αποτέλεσμα ένα άλλο «παράδοξο»: Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί τη διακυβέρνηση δεν εμφανίζεται ένα ρεύμα ένταξης κόσμου στις γραμμές του. Αντίθετα, παρατηρείται οπισθοχώρηση στη συμμετοχή και το ενδιαφέρον ως προς τη ζωή του κόμματος.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιληφθεί εγκαίρως το γεγονός αυτό και τη σημασία του, αν δεν πάρει δραστικά μέτρα, θα υπολείπεται ως οργανισμός από το να παίξει ρόλο στην ανάταξη του φρονήματος και την προετοιμασία του λαού για να σταθεί όρθιος σε μια χώρα που γκρεμίζεται με ραγδαίους ρυθμούς. Άρα, μετατόπιση από τη μετατόπιση. Όσο πιο γρήγορα τόσο το καλύτερο για την υπόθεση της διεξόδου της χώρας και την ανάδειξη της Αριστεράς σε δύναμη συμβολής σε αυτή τη μετάβαση.
Ο ληστής με το μαχαίρι
Η ιστορία του αριστερού κινήματος βρίθει από αντιθέσεις που ποτέ δεν επιλύονταν με ευκολία. Για παράδειγμα, η εξωτερική πολιτική ενός κράτους πολύ συχνά δεν συμβάδιζε αρμονικά με την ιδεολογία του κόμματος που βρίσκονταν στην εξουσία. Πολλές συγκρούσεις προκλήθηκαν από αυτή την αντίθεση και συχνά υπήρξαν λάθη και «ξεχειλώματα».
Στην περίπτωσή μας, όμως, υπάρχει και το εξής παράδοξο. Πριν καν η Αριστερά βρεθεί σε κυβερνητικές θέσεις, η μελλοντική ή «υπό διαμόρφωση» κρατική πολιτική όχι μόνο κυριαρχεί αλλά μονοπωλεί. Ας αναφερθούμε μόνο σε ένα πρόσφατο παράδειγμα, αυτό της ανακοίνωσης για το Πολυτεχνείο με την απαλοιφή κάθε αναφοράς στο ρόλο των ΗΠΑ κατά την περίοδο της χούντας. Ρόλο για τον οποίο μέχρι και ο Μπιλ Κλίντον είχε ζητήσει συγγνώμη όταν είχε επισκεφθεί τη χώρα!
Ακόμα κι αν παραδεχόταν κανείς ότι μια αυριανή κυβέρνηση θα μπορούσε να κάνει τον έναν ή τον άλλο χειρισμό σε οποιοδήποτε θέμα, γιατί αυτό να μεταφράζεται σε σιωπητήριο από σήμερα, όχι από κάποια κρατική οντότητα ή κυβέρνηση αλλά από το ίδιο το κόμμα που τώρα βρίσκεται στην αντιπολίτευση; Αντίστοιχα, διαμορφώνεται μια πολιτική διαρκούς αναζήτησης συμβιβαστικών λύσεων με το ευρωπαϊκό κατεστημένο, πριν καν υπάρξει μια αντιπαράθεση μαζί του. Η ιστορία πολλές φορές οδήγησε σε συμβιβασμούς, ακόμα και τις μεγαλύτερες επαναστάσεις. Αλλά αυτοί ήταν το αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης που κάπως προετοιμάστηκε και έγινε.
Το παράδειγμα με το ληστή που θυμηθήκαμε πρόσφατα διαβάζοντας τον αριστερό Τύπο είναι πράγματι διδακτικό: Στο δίλημμα «τα λεφτά σου ή τη ζωή σου» όταν ο άλλος κρατάει μαχαίρι, η απάντηση είναι εύκολη. Αλλά είναι διαφορετικό αυτό και άλλο να παίρνεις τηλέφωνο το ληστή για να δώσετε ραντεβού και να τα βρείτε πριν καν βγεις από το σπίτι και σε απειλήσει…