του Αλαίν Μπαντιού

Δημοσιεύουμε δύο κεφάλαια από το βιβλίο του Αλαίν Μπαντιού Είναι δίκαιο να εξεγειρόμαστε, Η επικαιρότητα του Μάη ‘68 που εκδόθηκε πρόσφατα από τις γαλλικές εκδόσεις Fayard. Ο Μπαντιού υποστηρίζει πως πλάι στις τρεις πιο γνωστές μορφές που είχε ο Μάης του ‘68, την σπουδαστική-νεολαιίστικη, την εργατική και την ελευθεριακή, υπάρχει μια πιο σημαντική και λιγότερο ορατή πλευρά «ο τέταρτος Μάης του ‘68», ο Μάης που αναζητά μια νέα μορφή της πολιτικής.
Δημοσιεύουμε λοιπόν το 5ο κεφάλαιο με τίτλο «Υπήρχε, ουσιαστικά, ένας τέταρτος Μάης του 68» και τον επίλογο του βιβλίου με τίτλο «Για να καταλήξουμε».

 

Υπήρχε, ουσιαστικά, ένας τέταρτος Μάης του 68

Πρέπει να θυμάται κανείς ότι αυτά τα τρία στοιχεία (φοιτητικός – εργατικός – ελευθεριακός) που αποτελούν τον Μάη του ‘68 παραμένουν διακριτά, παρά τις σημαντικές διατομές. Μεταξύ τους μπορεί να υπάρξουν σημαντικές συγκρούσεις. Μεταξύ του γενικού «αριστερισμού» του κινήματος και της κλασσικής αριστεράς, και ειδικά του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, θα υπάρξουν πραγματικές συγκρούσεις, όμοιες με αυτές μεταξύ του πολιτικού αριστερισμού (συχνά εκπροσωπούμενου από τον τροτσκισμό) και του πολιτισμικού αριστερισμού, κυρίως αναρχικού. Όλα αυτά δίνουν στο Μάη του ‘68 την εικόνα ενός αντιφατικού αναβρασμού και καθόλου μιας συνενωμένης γιορτής. Η πολιτική ζωή του Μάη του ‘68 είναι έντονη και παρουσιάζει πολλές αντιφάσεις.

Τα τρία στοιχεία που συνθέτουν τον Μάη του ‘68 αντιπροσωπεύονται από σημαντικούς χώρους-σύμβολα. Για τους φοιτητές, είναι η υπό κατάληψη Σορβόννη, για τους εργάτες, είναι τα μεγάλα εργοστάσια αυτοκινήτων με επίκεντρο τη Renault-Bilancourt), για τον ελευθεριακό Μάη, η καταρχήν καταστροφική κατάληψη του θεάτρου Odéon.

Τρία συστατικά, τρία μέρη, τρεις τύποι συμβολισμού και ως εκ τούτου λόγου, πενήντα χρόνια αργότερα, τρεις διαφορετικοί απολογισμοί. Από την πλευρά των φοιτητών, επιχειρήθηκε μια αναδιαμόρφωση των σπουδών, αμφισβητήθηκαν οι κλασσικοί τρόποι διδασκαλίας και εξέτασης, προωθήθηκαν ομάδες εθελοντικής εργασίας και δημιουργήθηκε από τον Έντγκαρ Φορ, ο οποίος έγινε υπουργός Παιδείας, ενός πειραματικού πανεπιστημίου, του Paris VIII, το οποίο στεγάζεται στο δάσος Vincennes που θα δημιουργήσει πραγματικά, στη διάρκεια κάποιων χρόνων, ένα είδος εργαστηρίου, επενδεδυμένου μ’ όλες τις πολιτικές τάσεις. Από την πλευρά των εργατών, μετά από μια εκτεταμένη και ισχυρή απεργία με ασυνήθιστη διάρκεια, επιτεύχθηκε μια σταθερή αύξηση των μισθών (πρέπει να πω ότι η οικονομική έκρηξη διασφάλισε την πλήρη απασχόληση και έτσι έφερε τον εργοδότη σε μια θέση σχετικής αδυναμίας). Μέσα στα εργοστάσια συγκροτήθηκαν πυρήνες νέων εξεγερθέντων ενώ δημιουργήθηκε ένα εκτεταμένο συναίσθημα ότι η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας και το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα έχουν, κατά μία έννοια, οδηγήσει το κίνημα μακριά από αυτό που ήταν επιθυμητό και που είχε συμφωνηθεί. Ότι αμφισβήτησαν τους «αριστεριστές» περισσότερο και από ότι πολέμησαν την κυβέρνηση. Από την ελευθεριακή πλευρά, έχουμε εκτός από μια φιλοσοφική, φιλολογική, καλλιτεχνική ανάπτυξη σχετικά με την έννοια της «ζωή μας» (την οποία ξαναβρήκαμε στα κινήματα του 2016 και 2017), τα κινήματα που στρέφονται γύρω από το σεξουαλικό «φύλο», την απελευθέρωση της αντισύλληψης και της έκτρωσης, την μετάλλαξη της συντροφικής σχέσης, με λίγα λόγια, ένας κλονισμός εκείνου του πυλώνα αντίδρασης που υπήρξε πάντα η οικογένεια.

Η διαδικασία του τέταρτου Μάη του ‘68 είχε δύο όψεις. Καταρχήν η πίστη ότι, από την αρχή της δεκαετίας του 60, παρακολουθούμε το τέλος μιας παλιάς αντίληψης της πολιτικής και στη συνέχεια ακολουθεί σε κάποιο μικρό βαθμό, μια θολή αναζήτηση, καθ’ όλη τη δεκαετία 1970-1980, μιας άλλης σύλληψης της πολιτικής

Αλλά, τελικά, όταν μιλάμε για το Μάη του ‘68, σε τι ακριβώς αναφερόμαστε; Μια σύνθεση τριών διαφορετικών «Μάηδων του ‘68» ή έναν Μάη που συντίθεται από τρία συστατικά, τα οποία απομονώνουμε ανάλογα με τα ιδεολογικά ή πολιτικά συμφέροντα της εποχής;

Από πλευράς μου, θα ήθελα να υποστηρίξω ότι κανένα από τα τρία συστατικά μέρη δεν είναι πιο σημαντικό από το άλλο, γιατί υπήρχε ένας «τέταρτος Μάης του ‘68», ο οποίος αυτός ο ίδιος είναι ουσιαστικός και ακόμη προδιαγράφει το μέλλον.

Αυτός ο τέταρτος Μάης ‘68 είναι λιγότερο διακριτός, γιατί εκτυλίχθηκε περισσότερο μέσα στο χρόνο παρά μέσα στη στιγμή. Είναι εκείνος που ακολουθεί τον ωραίο μήνα του Μαΐου, γεννώντας έντονα πολιτικά χρόνια. Αν παραμείνει κανείς στενά στις αρχικές συνθήκες, είναι δύσκολο να αντιληφθεί αυτό που κυριάρχησε στη συνέχεια, από το 1968 έως το 1978. Έπειτα, σταδιακά, καταπιέζεται και απορροφάται, πρώτα από την εμφάνιση αντίθετου ιδεολογικού ρεύματος και αποστάτη με το ψευδώνυμο «νέα φιλοσοφία» –αν και αυτό το ρεύμα δεν είναι ούτε νέο ούτε φιλοσοφικό–, στην συνέχεια από την νίκη της ένωσης των αριστερών και από τα στενάχωρα «χρόνια Μιτεράν» και τέλος, από την αυταρχική εγκατάσταση ενός καπιταλισμού, ο οποίος επέστρεψε στην πρωτόγονη φιλελεύθερη αγριότητα του.

Ακόμη και αν ο τέταρτος Μάης του 1968 επιβίωσε, με σημαντικές εκφάνσεις, μέχρι τον νέο αιώνα ή ακόμα και σήμερα, αν και αυτό είναι για το πρόσωπό μου και για μερικούς άλλους κάπως πομπώδες, θα επιμείνω στη λύση ότι είναι εύλογο να προσεγγίσουμε το συγκεκριμένο ζήτημα ως «δύο δεκαετίες, 1968-1988» παρά για τον Μάη του ‘68.

Η διαδικασία του τέταρτου Μάη του ‘68 είχε δύο όψεις. Καταρχήν η πίστη ότι, από την αρχή της δεκαετίας του ‘60, παρακολουθούμε το τέλος μιας παλιάς αντίληψης της πολιτικής και στη συνέχεια ακολουθεί σε κάποιο μικρό βαθμό, μια θολή αναζήτηση, καθ’ όλη τη δεκαετία 1970-1980, μιας άλλης σύλληψης της πολιτικής.

Χρειαζόμαστε το κουράγιο να έχουμε μία ιδέα. Μία μεγάλη ιδέα. Να είμαστε πεπεισμένοι ότι το να έχουμε μία μεγάλη ιδέα δεν είναι ούτε γελοίο, ούτε εγκληματικό. Πρέπει να πούμε ότι κάποιος δε ζει χωρίς ιδέα. Πρέπει να πούμε: «Να έχουμε το πολιτικό κουράγιο να στηρίξουμε την ιδέα, που δεν μπορεί παρά να είναι παρά η κομμουνιστική ιδέα, με την γενική της έννοια.»

Η διαφορά αυτού του τέταρτου στοιχείου σε σχέση με τα πρώτα τρία είναι ότι ασχολήθηκε εξ ολοκλήρου με το ζήτημα: «Τι είναι η πολιτική», μια ερώτηση που είναι ταυτόχρονα πολύ θεωρητική, πολύ δύσκολη και ωστόσο υποκείμενη σε έναν όγκο άμεσων πειραματισμών στους οποίους κανείς επιδίδεται με ενθουσιασμό.

Η παλαιά σύλληψη με την οποία κανείς αναζητά να κόψει, στηρίζεται πάνω στη ιδέα, κυρίαρχη στο ξεκίνημα, στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, σε όλα τα είδη των στρατευμένων και με αυτή την έννοια ομοιόμορφα αποδεκτή στο «επαναστατικό» στρατόπεδο ότι υπάρχει ένας ιστορικός παράγοντας που φέρει τη δυνατότητα της χειραφέτησης. Αποκαλείται «εργατική τάξη», «προλεταριάτο», κάποιες φορές «λαός», συζητείται η σύνθεσή του, η έκτασή του αλλά η ύπαρξή του είναι παραδεκτή. Σε αυτή την εποχή υποτίθεται ότι η πολιτική της χειραφέτησης, ονομαζόμενη «κομμουνισμός» χωρίς πολλή επιφύλαξη, δεν είναι μία καθαρή ιδέα, μία βούληση, μια οδηγία, αλλά ότι, όπως υποστηρίζει ένας συγκεκριμένος μαρξισμός που μπορεί να ονομαστεί ιστορικιστικός, αυτή είναι εγγεγραμμένη, σχεδόν προγραμματισμένη στην ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα.

Μία συνέπεια αυτής της πεποίθησης είναι ότι αυτός ο αντικειμενικός παράγοντας οφείλει να μεταμορφωθεί σε υποκειμενική δύναμη, ότι αυτό το κοινωνικό σύνολο οφείλει να γίνει υποκειμενικός δρών. Γι αυτό τον λόγο πρέπει να αντιπροσωπεύεται από μία ειδική οργάνωση και είναι αυτό ακριβώς που αποκαλούμε κόμμα, το κόμμα της εργατικής τάξης ή το κόμμα του λαού. Αυτό το κόμμα οφείλει να είναι παρόν παντού όπου υπάρχει χώρος εξουσίας ή παρέμβασης.

Έγιναν κάποιες αξιοσημείωτες συζητήσεις γύρω από το τι είναι αυτό το κόμμα: υφίσταται ήδη, οφείλει να δημιουργηθεί, ή να αναδημιουργηθεί, ποια μπορεί να είναι η μορφή του, κ.λπ.; Αλλά υπάρχει μία συμφωνία βασική γύρω από την ύπαρξη ενός ιστορικού παράγοντα και γύρω από την αναγκαιότητα της οργάνωσής του. Αυτή η πολιτική οργάνωση οφείλει προφανώς να έχει κοινωνικές σχέσεις, μαζικές οργανώσεις, που απλώνουν τις ρίζες τους στην άμεση κοινωνική πραγματικότητα. Είναι όλο το ερώτημα της θέσης του συνδικαλισμού, της σχέσης του με το κόμμα, αυτού που σημαίνει ένας συνδικαλισμός της πάλης των τάξεων.

Από αυτό προκύπτει, κάτι που εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα, ότι η πολιτική κίνηση της χειραφέτησης έχει δύο πρόσωπα. Υπάρχουν κατ’ αρχήν τα κοινωνικά κινήματα, συνδεδεμένα με συγκεκριμένες διεκδικήσεις και των οποίων οι φυσικές οργανώσεις είναι τα συνδικάτα και επιπλέον υπάρχει στη συνέχεια το συστατικό του τύπου κόμμα, που συνίσταται στο να δίνει μάχες ώστε να είναι παρόν σε όλα τα πιθανά σημεία εξουσίας και να μεταφέρει εκεί, αν μπορούμε να πούμε, τη δύναμη και το περιεχόμενο των κοινωνικών κινημάτων.

Ως φιλόσοφος που είμαι, οφείλω εδώ να πω κάτι που επαναλαμβάνεται από την εποχή του Πλάτωνα, ένα πράγμα πολύ απλό. Αυτό λέει ότι πρέπει να ζεις με μία ιδέα και ότι με αυτήν την πεποίθηση αρχίζει εκείνο που αξίζει να αποκαλείται πραγματική πολιτική και μαζί με αυτήν αυτό που ονόμασα πραγματική ζωή

Είναι η κλασσική θα μπορούσαμε να πούμε σύλληψη. Αυτή τη σύλληψη, εντελώς στην αρχή του επεισοδίου που ονομάστηκε Μάης ‘68, τη μοιράζονταν ευρέως όλοι οι δραστηριοποιούμενοι και κυρίως αντιπροσωπευόταν πλήρως στην γλώσσα του. Όποιοι και να ήταν οι ενεργόντες των κυρίαρχων θεσμών ή οι διαμαρτυρόμενοι, οι ορθόδοξοι κομμουνιστές ή οι αριστεριστές, οι μαοϊκοί ή οι τροτσκιστές, όλοι χρησιμοποιούσαν το λεξικό των τάξεων, του ταξικού αγώνα, της προλεταριακής διεύθυνσης των αγώνων, των οργανώσεων των μαζών και του κόμματος. Μπορεί στη συνέχεια να υπήρξαν έντονες διαφωνίες σχετικά για τη νομιμότητα ενός ή του άλλου και για την σημασία των κινημάτων αλλά η γλώσσα ήταν η ίδια και το κοινό έμβλημα ήταν η κόκκινη σημαία.

Πρόθυμα υποστηρίζω ότι η λανθάνουσα πολιτική ενότητα του Μάη του ‘68, παρά τις εντονότατες αντιθέσεις, είναι η κόκκινη σημαία. Το Μάη του ‘68, για τελευταία φορά, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, και μάλλον δυστυχώς έως ότου έρθουν όλα τα «αύριο», η κόκκινη σημαία κάλυψε τη χώρα, τα εργοστάσια, τις γειτονιές. Στα τέλη του Μάη του 1968, την είδαμε ακόμη και σε ένα μέρος των διαμερισμάτων της αστικής τάξης και μάλιστα στις πολύ διαφορετικές γειτονιές των περίφημων «προαστίων» ή των αμφιλεγόμενων «κέντρων».

Αλλά η κρυφή αλήθεια που σιγά-σιγά αποκαλύφθηκε, είναι ότι αυτό το κοινό λεξιλόγιο, αυτή η κόκκινη σημαία-σύμβολο, στην πραγματικότητα πεθαίνει. Ο Μάης του ‘68 παρουσιάζει μια θεμελιώδη ασάφεια μεταξύ μιας γλώσσας που ομόφωνα χρησιμοποιείται και την αρχή του τέλους της χρήσης της, ή εν πάση περιπτώσει της άκριτης χρήσης της. Ανάμεσα σε αυτό που ξεκινά και σε αυτό που τελειώνει, υπάρχει ένα είδος προσωρινής αδιαφορίας, που αποτελεί τη μυστηριώδη ένταση του Μάη του ‘68.

Αυτή η κοινή γλώσσα, αυτός ο συνηθισμένος μαρξισμός των κομμάτων και των συνδικάτων «της πάλης των τάξεων» οδεύουν προς τον θάνατο, γιατί, διστακτικά τον Μάη του ‘68, αλλά δυναμικά στα χρόνια που ακολουθούν, τέθηκαν σε μαζική αμφισβήτηση η νομιμότητα των ιστορικών οργανώσεων της αριστεράς, των συνδικάτων, των κομμάτων και των γνωστών ηγετών. Ακόμη και στα εργοστάσια, υπάρχει μια αμφισβήτηση της πειθαρχίας, της συνηθισμένης μορφής των απεργιών, της ιεραρχίας στη δουλειά, της συνδικαλιστικής ηγεσίας των κινημάτων. Η εργατική και λαϊκή δράση τραβήχτηκε έξω από το πλαίσιο της κανονικότητας της μέσα από πρωτοβουλίες που θεωρήθηκαν ως αναρχικές ή άγριες. Τελικά, και ίσως πρωτίστως, υπάρχει μια ριζοσπαστική κριτική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, του κοινοβουλευτικού και εκλογικού πλαισίου, της «δημοκρατίας» υπό την κρατική, θεσμική, συνταγματική της έννοια, στην οποία, επί της ουσίας, όλες οι «επαναστατικές» οργανώσεις εμπιστεύονται το μέλλον τους, ακόμα και μέσω της αμετάβλητης προσκόλλησης τους με αυτό που οι επαναστάτες του 19ου αιώνα ονόμαζαν δικαίως «κοινοβουλευτικό κρετινισμό».

Δεν πρέπει να ξεχάσουμε, το επαναλαμβάνω, ότι το τελικό σύνθημα του Μάη του ‘68 είναι «Εκλογές, παγίδα για χαζούς». Και δεν είναι μια απλή ιδεολογική κλιμάκωση. Συγκεκριμένοι λόγοι δικαιολογούν αυτήν την εχθρότητα απέναντι στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Μετά από έναν σπουδαίο μήνα κινητοποίησης σπουδαστών, και έπειτα, χωρίς προηγούμενο, των εργαζομένων και του λαού, η κυβέρνηση κατορθώνει να διοργανώσει εκλογές και το αποτέλεσμα είναι το πιο αντιδραστικό Κοινοβούλιο που έχουμε γνωρίσει ποτέ! Είναι λοιπόν σαφές σε όλους ότι το εκλογικό σύστημα δεν είναι μόνο, ή ακόμη και πρωτίστως, ένα σύστημα εκπροσώπησης, είναι επίσης ένα σύστημα για την καταστολή κινημάτων, καινοτομιών, ρήξεων.

Μέσω όλων αυτών –όλης αυτής της «μεγάλης κριτικής», για να μιλήσουμε όπως οι κινέζοι επαναστάτες– που είναι ουσιαστικά αρνητικά, οδεύει νέα θεώρηση, μια θεώρηση της πολιτικής που προσπαθεί να αποκολληθεί από το κλασικό σχήμα. Αυτή είναι η προσπάθεια που εγώ ονομάζω τέταρτο Μάη του ‘68. Αναζητά αυτό που μπορεί να υπάρξει μετά από το τέλος του κλασσικού επαναστατισμού. Ψάχνει με ένα τρόπο τυφλό, γιατί ψάχνει χρησιμοποιώντας το ίδιο λεξιλόγιο που κυριάρχησε στην αντίληψη, από την οποία θέλει να απαλλαγεί. Εξ ου και το θέμα, προφανώς ανεπαρκές, της «προδοσίας» ή της «άρνησης»: οι παραδοσιακές οργανώσεις θα πρόδιδαν τη γλώσσα που είναι δική τους. Θα έστρεφαν –ξανά κατά την όμορφη εικονογραφημένη γλώσσα των Κινέζων – «την κόκκινη σημαία ενάντια στην κόκκινη σημαία».

Αν εμείς, οι μαοϊστές, αποκαλέσαμε το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τους δορυφόρους του «ρεβιζιονιστές», είναι επειδή σκεφθήκαμε όπως σκέφθηκε ο Λένιν για σοσιαλδημοκράτες τύπου Μπερνστάιν ή Κάουτσκι, ότι αυτές οι οργανώσεις άλλαξαν προς το αντίθετό του το μαρξιστικό λεξιλόγιο που φαινομενικά χρησιμοποιούσαν. Δεν διακρίναμε ακόμα ότι ήταν συγκεκριμένα στοιχεία αυτής ακριβώς της γλώσσας που έπρεπε κατηγορηματικά αυτή τη φορά να μετατρέψουμε, αντλώντας διδάγματα από την εφαρμογή της στις μεγάλες επαναστάσεις της Ρωσίας και της Κίνας, καθώς και από την επιβίωση της μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα όλου του κόσμου. Και αν ήμασταν μαοϊκοί, αυτό συνέβαινε επειδή ανακαλύπταμε σταδιακά ότι στην πραγματικότητα ο Λένιν, από τα τέλη της δεκαετίας του ’20, και πολύ περισσότερο ο Μάο, στο τεράστιο κίνημα που ονομάστηκε «Πολιτιστική Επανάσταση», κίνημα του οποίου ο Μάης του ‘68 ήταν σύγχρονος, είχαν αναλάβει εκείνοι οι ίδιοι να μεταφέρουν τη θεματική του επαναστατικού μαρξισμού και της θεωρίας του κομμουνιστικού κόμματος σε ένα νέο επίπεδο του μέλλοντός του.

Το κέντρο αναζήτησης στην τυφλή μας έρευνα ήταν το σύνολο των μορφών μιας άμεσης σύνδεσης μεταξύ των διαφορετικών Μάη ‘68. Ο τέταρτος Μάης είναι η διαγώνιος των άλλων τριών. Ο θησαυρός μας ήταν το σύνολο των πρωτοβουλιών που πάρθηκαν για τη δυνατότητα κυκλοφορίας μεταξύ των τριών ετερογενών κινημάτων και ιδιαίτερα μεταξύ του φοιτητικού κινήματος και του εργατικού κινήματος, όπως συνέβαινε στην περίπτωση μιας άνευ προηγουμένου κλίμακας κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης που κυριαρχείται από 1965-1966 από το νεανικό κίνημα (γνωστό ως «Κόκκινοι Φρουροί»), μετά το 1966-1969 από το εργατικό κίνημα, το πρότυπο του οποίου ήταν η εκπληκτική δημιουργία από τον Ιανουάριο του 1967 της «Κομμούνας της Σαγκάης».

Ο γαλλικός μαοϊσμός ήταν ένα είδος συγχώνευσης, ιδεολογικής και πρακτικής, ανάμεσα στα σύγχρονα διδάγματα της κινεζικής πολιτιστικής επανάστασης και τις πιο εντυπωσιακές συγκεκριμένες συνθήκες των τριών συστατικών ρευμάτων του Μάη ‘68.

Για να καταλήξουμε

Αυτός ο συνδυασμός μιάς σύνθετης δουλειάς ιδεολογικής και ιστορικής καθώς και θεωρητικών και πρακτικών δεδομένων, που σχετίζονται με τις νέες μορφές της πολιτικής οργάνωσης, ορίζουν την εποχή μας. Εποχή που θα τη χαρακτήριζα πρόθυμα σαν την εποχή της αναδιατύπωσης της κομμουνιστικής υπόθεσης. Ποιά είναι άρα η αρετή που για μας είναι η πιο σημαντική; Γνωρίζετε ότι οι επαναστάτες του 1792-1794 χρησιμοποιούσαν τη λέξη «αρετή». O Σαιν Ζιστ έθετε την κεφαλαιώδη ερώτηση: «Τι θέλουν εκείνοι που δεν θέλουν ούτε την αρετή ούτε τον τρόμο;» Και απαντούσε: «θέλουν τη διαφθορά». Και είναι μάλιστα αυτό που ο σημερινός κόσμος απαιτεί από εμάς: να συγκατατεθούμε στη γενικευμένη διαφθορά του πνεύματος υπό τον ζυγό του εμπορεύματος και του χρήματος. Ενάντια σ’ αυτό, η κύρια πολιτική αρετή σήμερα είναι το κουράγιο. Το κουράγιο, όχι μόνο μπροστά στη αστυνομία, αυτό θα βρεθεί σίγουρα, αλλά το κουράγιο να υπερασπιζόμαστε και να εφαρμόζουμε τις ιδέες μας, τις αρχές μας και τις λέξεις μας, κατηγορηματικά να δηλώνουμε αυτά που πιστεύουμε, αυτά που θέλουμε, αυτά που κάνουμε.

Ας το πούμε μονολεκτικά: χρειαζόμαστε το κουράγιο να έχουμε μία ιδέα. Μία μεγάλη ιδέα. Να είμαστε πεπεισμένοι ότι το να έχουμε μία μεγάλη ιδέα δεν είναι ούτε γελοίο, ούτε εγκληματικό. Ο κόσμος του γενικευμένου και αλαζονικού καπιταλισμού, μέσα στον οποίο ζούμε, μας οδηγεί στα χρόνια του 1840, στον γεννόμενο καπιταλισμό, του οποίου η προσταγή, όπως τη διατύπωσε ο Γκιζό, είναι: «Πλουτίστε!» Αυτό που εμείς θα μεταφράσουμε με το «Ζήστε χωρίς ιδέα!» Πρέπει να πούμε ότι κάποιος δε ζει χωρίς ιδέα. Πρέπει να πούμε: «Να έχουμε το πολιτικό κουράγιο να στηρίξουμε την ιδέα, που δεν μπορεί παρά να είναι παρά η κομμουνιστική ιδέα, με την γενική της έννοια.» Να γιατί παραμένουμε σύγχρονοι του Μάη ‘68. Με τον τρόπο του δήλωσε ότι η ζωή χωρίς ιδέα ήταν αφόρητη. Μετά, μία παρατεταμένη, μία αποτρόπαια παραίτηση εγκαταστάθηκε. Σήμερα πολλοί άνθρωποι σκέφτονται ότι το να ζουν γι’ αυτούς τους ίδιους, για τα συμφέροντά τους είναι αναπότρεπτο. Να έχουμε το κουράγιο να διαχωριστούμε από αυτούς τους ανθρώπους. Όπως το ‘68, θα αρνηθούμε την επιταγή: «Το ότι μπορείς να καταναλώνεις σου αρκεί. Ζήσε χωρίς ιδέα.»

Ως φιλόσοφος που είμαι, οφείλω εδώ να πω κάτι που επαναλαμβάνεται από την εποχή του Πλάτωνα, ένα πράγμα πολύ απλό. Αυτό λέει ότι πρέπει να ζεις με μία ιδέα και ότι με αυτήν την πεποίθηση αρχίζει εκείνο που αξίζει να αποκαλείται πραγματική πολιτική και μαζί με αυτήν αυτό που ονόμασα πραγματική ζωή. Διότι εάν σκεφτούμε το μέλλον της Ιδέας, και μετρήσουμε όπως αρμόζει τη φαυλότητα του κόσμου, όπως αυτός εξελίσσεται κάτω από τα μάτια μας, εάν συνδεθούμε με τις τεράστιες μάζες των εργατών και των περιπλανώμενων πάνω στη επιφάνεια της γης δαιμόνων, προκειμένου να μάθουν που είναι δυνατόν να ζήσουν, εάν φέρναμε όλα τα μαθήματα, συμπεριλαμβανόμενων εκείνων του τέταρτου Μάη ‘68, στην καρδιά του σύγχρονου κόσμου, ναι, μα μόνο κάτω από αυτές τις συνθήκες, μπορούμε να ξαναπούμε και να ακολουθήσουμε το σύνθημα του Μάο, το πιο γνωστό από τις εξεγέρσεις του ‘60 και του ‘70: « Είναι δίκαιο να εξεγειρόμαστε».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!