Η περίοδος που άνοιξε με την επανεκλογή Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ βρίσκει την ηγεσία των κρατών μελών της Ε.Ε., και τη θεσμική της εκπροσώπηση, σε αδυναμία να προσανατολιστεί στις αλλαγές που κυοφορούνται διεθνώς. Κυρίως τη βρίσκει σε πλήρη αμηχανία να διαμορφώσει μια στρατηγική που θα προσάρμοζε την ευρωπαϊκή πολιτική στα νέα δεδομένα και θα τροποποιούσε τις ήδη πολλαπλές επιπτώσεις –οικονομικές και κοινωνικές– από την υπαγωγή της στην πολιτική Μπάιντεν, ο οποίος είναι ήδη παρελθόν.
Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι η πολιτική ασάφεια στη Γερμανία και η αντίστοιχη κρίση στη Γαλλία έχουν εκτροχιάσει τη συνεργασία των δύο χωρών που θεωρούνταν ατμομηχανή των εξελίξεων, και τελικά έχουν αποδιοργανώσει ολόκληρη την Ε.Ε. Ακόμα κι έτσι, το μέγεθος της αμηχανίας της Ε.Ε. είναι τόσο μεγάλο, σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή, που αναδεικνύει περισσότερο τον βαθύ διχασμό των ευρωπαϊκών ηγεσιών στα κρίσιμα ζητήματα της περιόδου και την απελπισμένη επιδίωξη «διάσωσης» της κάθε χώρας από μόνης της. Αλλά τέτοια διέξοδος δεν φαίνεται να υπάρχει.
Φιλοπόλεμες δηλώσεις
Αν μείνουμε μόνο στα θέματα που αφορούν τις συνεχιζόμενες συγκρούσεις στο μέτωπο της Ουκρανίας, οι ισχυροί της Ε.Ε. και η Κομισιόν εμφανίζονται ως ο χώρος υποδοχής και άνθισης του «κόμματος του πολέμου». Ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν, παρακάμπτοντας τον απερχόμενο καγκελάριο της Γερμανίας Σολτς, συνομιλεί με τον ως τώρα Γερμανό υπουργό Άμυνας Πιστόριους και τον κλονιζόμενο Βρετανό πρωθυπουργό Στάρμερ για την κοινή τους πρόθεση να στείλουν ευρωπαϊκές «ειρηνευτικές» δυνάμεις στην Ουκρανία, με ή χωρίς κατάπαυση του πυρός. Ιδέα που παραμένει προσβλητικά ασχολίαστη από τη νέα αμερικανική διοίκηση, και βέβαια προκαλεί την οργισμένη αντίδραση της Ρωσίας.
Την ίδια στιγμή η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δεν χάνει ευκαιρία να δηλώσει την ανάγκη στρατιωτικής και οικονομικής στήριξης της Ουκρανίας «για όσο χρειαστεί». Από την πλευρά της η Λετονή ύπατη εκπρόσωπος της Ε.Ε. για την εξωτερική πολιτική, η Κάγια Κάλλας, έφθασε στο σημείο να προτείνει τη διάλυση της Ρωσίας σε μικρότερα κομμάτια ως ευρωπαϊκή επιλογή, δηλώνοντας σε φόρουμ για την ευρωπαϊκή ασφάλεια: «Η ήττα της Ρωσίας δεν είναι ένα κακό πράγμα. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά έθνη, τα οποία είναι μέρος της Ρωσίας τώρα. Αν είχαμε πολλά τέτοια μικρότερα κράτη, αυτό δεν θα ήταν άσχημο, εφόσον κάνει μια μεγάλη δύναμη πολύ μικρότερη»…
Αιχμηρότερος όλων ο Ευρωπαίος Γ.Γ. του ΝΑΤΟ Ρούτε: σε ομιλία του στο Νταβός διακήρυξε την ανάγκη «να συνεχίσουν να εμπλέκονται και οι ΗΠΑ στο πόλεμο της Ουκρανίας». Και σημείωσε εμφατικά: «Αν η νέα κυβέρνηση Τραμπ προτίθεται να συνεχίσει να προμηθεύει την Ουκρανία από την αμυντική βιομηχανική της βάση, ο λογαριασμός θα πληρωθεί από τους Ευρωπαίους. Είμαι απόλυτα πεπεισμένος γι’ αυτό, οφείλουμε να είμαστε πρόθυμοι να το κάνουμε αυτό». Άλλωστε ο ίδιος είχε ήδη επισημάνει την «ανάγκη» να περικοπούν τα κονδύλια για τις συντάξεις, την Υγεία και τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης «προκειμένου να ενισχύσουμε την άμυνα μας»… Όμως την κόκκινη γραμμή ξεπέρασε ο Πολωνός πρόεδρος Α. Ντούντα, που πρότεινε την πλήρη αποσυναρμολόγηση των αγωγών φυσικού αερίου Nord Stream ώστε να μην μπει σε πειρασμό η Γερμανία να αποκαταστήσει τη λειτουργία τους!
Έλλειμμα στρατηγικής
Παραμένει άγνωστο αν τέτοιες εξαγγελίες Ευρωπαίων ιθυνόντων στηρίζονται σε άγνοια κινδύνου για τις κοινωνικές αντιδράσεις, που είναι ήδη ορατές σε όλη την Ευρώπη, ή κρύβουν προσωπικές επιδιώξεις και φιλοδοξίες. Το ευρωπαϊκό στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα δεν είναι αμελητέα ποσότητα, και είναι λογικό να σχεδιάζει επεκτάσεις σε βάρος του αντίστοιχου των ΗΠΑ. Όλη η συζήτηση για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της Ε.Ε. σχετίζεται και με το ποιος θα υποδεχτεί τα ποσά που απορρέουν. Είναι εξίσου πιθανό ορισμένοι παράγοντες της Ε.Ε. να συνομιλούν με κέντρα ισχύος των ΗΠΑ που επιχειρούν να ματαιώσουν ή να προσαρμόσουν τις επιλογές Τραμπ στις δικές τους επιδιώξεις. Ό,τι και να συμβαίνει, αναδεικνύεται το έλλειμμα στρατηγικής της Ε.Ε. και το βαθύ ρήγμα του πολιτικού της προσωπικού με τους πολίτες.