Έχουμε ήδη αναφερθεί, σε πρόσφατο σημείωμα, στο ζήτημα της αποδρομής της δημοκρατίας. Αλλά, με αυτά που συμβαίνουν στις μέρες μας, υπάρχει ανάγκη να ξανατονίσουμε ορισμένα κρίσιμα ζητήματα και πτυχές του προβλήματος.

Ο «δήμος» με την κλασική έννοια, όπως και με ό,τι προστέθηκε σ’ αυτήν κατά την άνοδο των αστικών δυνάμεων, αλλά και με την πρόκληση που έφεραν οι σοσιαλιστικές-δημοκρατικές επαναστάσεις στον 20ό αιώνα, τείνει να χάσει κάθε σημασία. Στις χώρες που ορίζονται ως αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες (δηλαδή στις βασικές χώρες της Δύσης) και που εμφανίζονται ως σταυροφόροι της «ελευθερίας» απέναντι σε αυταρχικά καθεστώτα, έχει απομείνει μόνο μια σχετικά τυπική νομιμοποίηση μέσω της συμμετοχής των πολιτών (όχι όλων, και σε μειούμενη κατεύθυνση) σε εκλογικές διαδικασίες, όπου απλά διαλέγουν τον «καταλληλότερο» διαχειριστή. Κι αυτό μάλιστα γίνεται πλέον με πολύ διαβλητό τρόπο: εκφράζονται πλέον έντονες υποψίες και κατηγορίες για διαβλητότητα αυτών καθαυτών των εκλογικών διαδικασιών. Το χειρότερο: αφού εκλεγεί, όπως και από όσους εκλεγεί, ένα κυβερνητικό σχήμα, μπορεί κάλλιστα να κινηθεί εντελώς αντιδημοκρατικά, καταπατώντας τη λαϊκή κυριαρχία και τις συνταγματικές προδιαγραφές, αυθαιρετώντας κατάφωρα. Δεν είναι ζήτημα πολιτικών προσώπων ή ατομικών προθέσεων: είναι μια τάση που εγγράφεται δομικά στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα σχέσεων στην ύστερή του μορφή, μέσα σε μια πολυοργανική κρίση η οποία διαπερνά την κοινωνία, την οικονομία, τους θεσμούς, τον πολιτισμό.

Πρόσφατα έχουν προχωρήσει ορισμένες διεργασίες που έχουν αδειάσει στην κυριολεξία όλες τις προδιαγραφές της λαϊκής κυριαρχίας. Πιο ενδεικτικές είναι οι ακόλουθες: Η παγκοσμιοποίηση συνοδεύεται από διαδικασίες και θεσμίσεις που απογυμνώνουν στοιχεία της εθνοκρατικής πολιτικής οργάνωσης, τα καθιστούν ανίσχυρα, και οι πιο πολλοί εθνοκρατικοί θεσμοί (π.χ. κοινοβούλια, αλλά και κυβερνήσεις) καθίστανται απλά πρωτοκολλητές και διαχειριστές αποφάσεων που παίρνονται σε διεθνή κέντρα. Εθνικά Συντάγματα, κοινοβουλευτικές διαδικασίες και εθνικό δίκαιο περνούν σε δεύτερη μοίρα, αυτοϋποβιβάζονται, και πλέον π.χ. το ευρωπαϊκό δίκαιο υπερτερεί του εθνικού. Ακόμα και η τυπική νομιμοποίηση της ευρωκρατίας μέσω των ευρωεκλογών (κάθε 5 χρόνια) αναδεικνύει ένα ευρωκοινοβούλιο που έχει αποκλειστικά διακοσμητικό ρόλο (δεν μπορεί να νομοθετήσει, ούτε καν να προτείνει μια νομολογία). Οι κεντρικές αποφάσεις περνούν σε όργανα μη εκλεγμένα, μη υποκείμενα σε κανέναν έλεγχο, όπως είναι η Κομισιόν, η ΕΚΤ κ.λπ. Αν τώρα οι αποφάσεις τέτοιων οργάνων (μη εκλεγμένων από κανέναν) έχουν μεγαλύτερη ισχύ από εθνικά Συντάγματα, από αποφάσεις κοινοβουλίων, από το δίκαιο των χωρών (οι οποίες θεωρούνται «ισότιμες»…), δεν είναι υπερβολή να πούμε πως σχεδόν το σύνολο της Ευρώπης που μετέχει στην Ε.Ε. διοικείται, εξουσιάζεται από ένα ολιγαρχικό, αυταρχικό, νεοφιλελεύθερο και βαθιά αντιδημοκρατικό κέντρο – από μια ευρωπαϊκή υπερελίτ. Όλα τα υπόλοιπα είναι φιοριτούρες και τίποτα παραπάνω.

Σχεδόν το σύνολο της Ευρώπης που μετέχει στην Ε.Ε. εξουσιάζεται από ένα ολιγαρχικό, αυταρχικό, νεοφιλελεύθερο και βαθιά αντιδημοκρατικό κέντρο – από μια ευρωπαϊκή υπερελίτ. Όλα τα υπόλοιπα είναι φιοριτούρες…

Αυτή όμως η τάση, με τις ευλογίες αυτού του υπερεθνικού γραφειοκρατικού μορφώματος (και του «ευρωπαϊσμού», που διαχεόταν ως κυρίαρχη ιδεολογία) συνοδεύεται εδώ και δεκαετίες από μια τάση αδειάσματος στοιχείων της λαϊκής κυριαρχίας σε κάθε χώρα. Τρανή απόδειξη ήταν η μη αναγνώριση των αποτελεσμάτων πολλών δημοψηφισμάτων, μέσω των οποίων οι λαοί πολλών χωρών είχαν εκφράσει τις αρνήσεις τους. Η απάντηση των ευρωκρατών, αλλά και των κυβερνήσεων των χωρών, ήταν «θα ψηφίζετε μέχρι να βγει το “Ναι” που επιδιώκουμε». Και δεν είναι λίγες οι φορές που δεν πάρθηκαν καν υπόψη οι αποφάσεις των δημοψηφισμάτων, με κραυγαλέο τρόπο, όπως συνέβη στην περίπτωση της χώρας μας το καλοκαίρι του 2015.

Ειδικά καθεστώτα, οπερετική δημοκρατία και «επανάσταση των πλουσίων»

Όμως, μέσα στην έξαρση της πολυοργανικής κρίσης, μετά το 2010, μια σειρά από παρεμβάσεις είτε για τη διάσωση των τραπεζών, είτε για την επιβολή ειδικών καθεστώτων σε μια σειρά χώρες (μνημόνια), είτε ακόμα περισσότερο με πρόσχημα την αντιμετώπιση της πανδημίας, οδηγηθήκαμε σε εξαιρετικές καταστάσεις καταστρατήγησης ελευθεριών, δικαιωμάτων, δημόσιου χώρου. Οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης επιτρέπουν ειδικά μέτρα, ειδικούς νόμους (αδιανόητους ένα προηγούμενο διάστημα), οδηγώντας σε μια κατάσταση «δημο»κτατορίας και όχι δημοκρατίας. Δεν πρόκειται για μια προσωρινή περιστολή στην οποία καταφεύγουν οι ελίτ για να αντιμετωπίσουν έκτακτες καταστάσεις. Πρόκειται για μια δομική διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, να προχωρήσει και να βαθύνει την ηγεμονία και κυριαρχία της πάνω στις κοινωνίες, τις χώρες, τα έθνη, αδειάζοντάς τες από κάθε «κατάλοιπο» συμμετοχής, δημοκρατικών κατακτήσεων και δικαιωμάτων, από κάθε στοιχείο λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας.

Το ειρωνικό είναι πώς αυτό το «πακέτο» το ονομάζουν «αγώνα της δημοκρατίας ενάντια στα αυταρχικά καθεστώτα». Ξεχνούν βέβαια πως κι αυτά που χαρακτηρίζουν ως αυταρχικά καθεστώτα (π.χ. Ρωσία ή Τουρκία) έχουν εκλεγμένες κυβερνήσεις, μέσα από εκλογές. Όπως ξεχνούν επίσης ότι, όσον αφορά τη δημοκρατία, τη λαϊκή κυριαρχία και ό,τι αυτή γέννησε, οδηγούμαστε σε μια προσομοίωση των τυπικών χαρακτηριστικών είτε στις φιλελεύθερες δυτικές ολιγαρχίες είτε στις αντίστοιχες ανατολικές.

Υποτίθεται όμως πως η δυτική αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», μαζί με την Αγορά (ή καλύτερα τη δικτατορία των αγορών), βγήκε νικήτρια μετά το 1989-91 και άνοιξε το δρόμο σε έναν «εκπολιτισμό» του πλανήτη με την παγκοσμιοποίηση, οικονομική και –όπου χρειάστηκε– και ένοπλη. Χωρίς να έχει κανέναν ουσιαστικό αντίλογο, χωρίς κάποιον σοβαρό αντίπαλο. Κι όμως: η εξαγωγή «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» που έκανε η Δύση στον υπόλοιπο κόσμο αποτελούσε μια οπερετική επιχείρηση χωρίς βάθος και ουσία. Αφορούσε κυρίως την κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας, όλων των θεσμών της λαϊκής κυριαρχίας, την άλωση των οικονομιών, την κυριολεκτική ισοπέδωση όλων των οικονομικών μηχανισμών που προσέδιδαν μια αυτονομία σε χώρες και ηπείρους. Εν ολίγοις, προώθησε μια υπαγωγή της οικονομικής, πολιτικής και γεωπολιτικής σφαίρας στους στόχους μιας «παγκόσμιας διακυβέρνησης» των υπερελίτ, με καθαρά ολιγαρχικά χαρακτηριστικά.

Η τάση των ανθρώπων να μην παραγκωνίζονται τροφοδοτεί και δυναμώνει ένα αίτημα απο-παγκοσμιοποίησης, ενισχύει προσπάθειες επανόδου και περιφρούρησης της λαϊκής κυριαρχίας, καθώς και των θεσμών που την κατοχυρώνουν

Δεν είναι λίγοι αυτοί που χαρακτηρίζουν αυτήν την κίνηση ως «επανάσταση των πλουσίων», των υπερπλουσίων, ώστε να ξαναπάρουν ό,τι είχαν αναγκαστεί να παραχωρήσουν ή υποχρεωθεί να αποδεχτούν χάρη στις επαναστάσεις, τα κινήματα, τους αγώνες του προηγούμενου αιώνα. Μόνο που αυτή η «επανάσταση των πλουσίων» δεν μπορεί να συντελεστεί απλά σε εθνική κλίμακα ξεχωριστά, αλλά παίρνει μια πιο διεθνοποιημένη, πιο παγκοσμιοποιητική μορφή, βαθύτατα αντιδημοκρατική και εξόχως ολιγαρχική-πλουτοκρατορική. Η προώθησή της βέβαια γίνεται στη βάση μιας πρωτοφανούς διαδικασίας συγκεντροποίησης κεφαλαίων και σκληρού ανταγωνισμού ανάμεσα σε διάφορες μερίδες, οι ισχυρότερες των οποίων έχουν κοσμοκρατορικά σχέδια. Όχι επειδή είναι βουλιμικές από τη φύση τους, αλλά γιατί το κεφάλαιο, στο σημερινό επίπεδο συγκεντροποίησης και αξιοποίησης, δεν χώρα στα εθνικά σύνορα. (Ζούμε ακόμα στην εποχή του ιμπεριαλισμού, αλλά τα μονοπώλια έχουν γιγάντιες διαστάσεις αν συγκριθούν με τα μονοπώλια πριν 100 χρόνια, σε ένα πιο διεθνοποιημένο οικονομικά και επικοινωνιακά περιβάλλον, αλλά και με ισχυρά κέντρα –οικονομικά, τεχνολογικά, στρατιωτικά– που ξεφεύγουν από την τροχιά της Δυτικής κυριαρχίας. Ζούμε δηλαδή σε ένα πιο σύνθετο και πολύπλοκο πλέγμα σχέσεων και συγκρούσεων).

Η «συστημική συνθήκη», η «κανονικότητα του συστήματος»

Ο δυτικός παγκοσμιοποιημένος «χώρος» διαπερνιέται ή έχει οδηγηθεί σε μια συστημική κατάσταση (status) που έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά:

α) Ο κόσμος, οι κοινωνίες και οι πληθυσμοί πρέπει να είναι χειραγωγημένοι στον μέγιστο βαθμό, και τα εργαλεία που οδηγούν σε αυτό το «αποτέλεσμα» έχουν γιγαντωθεί (βλέπε και ό,τι έγινε στο όνομα της πανδημίας).

β) Είναι επιτρεπτή μια χαμηλής έντασης αμφισβήτηση, που να λειτουργεί λίγο σαν δικλείδα εκτόνωσης.

γ) Κάθε τόσο τα α) και β) διακόπτονται από εκρήξεις οργής που αντιμετωπίζονται με ό,τι μπορεί να επιστρατευτεί.

Στη βάση αυτής της συνθήκης επιτρέπεται ένας «ενσυνείδητος συμβιβασμός» (αυτό που αποκαλούν resilience, προσαρμογή, προσαρμοστικότητα, ως προσωπική «αρετή» και μοναδική επιλογή), αφού κυριαρχεί ακόμα το «δεν υπάρχει ορατή εναλλακτική». Ακόμα κι αν οι εκρήξεις είναι ισχυρές και ελπιδοφόρες για κάτι άλλο.

Αυτό είναι το μοτίβο της κανονικότητας του συστήματος, και πάνω σε αυτό το μοτίβο κτίζεται η αποδρομή της δημοκρατίας, το άδειασμά της της, ο εκφυλισμός της. Αυτό το μοτίβο, με όλα όσα συνεπιφέρει (φτωχοποίηση, διάλυση μεσαίων στρωμάτων, επίθεση σε εργασιακά δικαιώματα, κατάργηση του δημόσιου χώρου, πολέμους κ.ο.κ.), δεν παράγει επαναστάσεις ή εξεγέρσεις με την κλασική έννοια – τροφοδοτεί όμως διαδικασίες αντίστασης και συντελεί στη διαμόρφωση νέας συνείδησης.

Σαν αίτημα των καιρών, για όποιον θέλει να δει πιο προσεκτικά, εμφανίζεται η απαίτηση μεγάλων κοινωνικών πλειοψηφιών, λαών, εθνών γενικά, για συμμετοχή – με την έννοια να μην παίρνονται αποφάσεις στο όνομά τους αλλά ερήμην τους, να μην υπόκεινται σε μια προσβλητική παραγκώνιση από το «σύστημα», να έχουν λόγο. Ταυτόχρονα, το αίσθημα της αδικίας δυναμώνει εκθετικά. Κι αυτό οφείλεται στη βιωμένη εμπειρία και τη διάψευση τόσων συνθημάτων και ψεμάτων.

Στην Γαλλία, για παράδειγμα, στην πρόσφατη εξέγερση για το συνταξιοδοτικό, έπαιξε τεράστιο ρόλο η Λουδοβίκεια συμπεριφορά του Μακρόν ως πρωθυπουργού των πλουσίων της Γαλλίας, που αγνοεί επιδεικτικά την εθνοσυνέλευση και περνά το νομοσχέδιο με προεδρικό διάταγμα – πυροδοτώντας έτσι μια δίκαιη μεγαλειώδη εξέγερση σε πανεθνική κλίμακα.

Στην Ελλάδα, πέρα από το ειδικό μνημονιακό καθεστώς, έχουμε και ρυθμίσεις όπως το «ακαταδίωκτο» που εισάγεται σε κάθε ειδικό πρόβλημα εγκλημάτων ενάντια στο λαό και τη δημόσια περιουσία. Έχουμε την ασυλία των funds, τη σύμφυση κράτους-παρακράτους και υπόκοσμου. Έχουμε την ανοικτή παραίτηση του κράτους από την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας (και αυτό βαφτίζεται «ρεαλισμός» και «σωστή πλευρά της ιστορίας»), χωρίς να ρωτιέται για τίποτα ο λαός. Αυτός ας κάνει «σωστή επιλογή» στις προσεχείς εκλογές, που κι αυτές είναι σημαδεμένες, με το πλαίσιο της «επόμενης μέρας» προδιαγραμμένο και συμφωνημένο.

Το αίτημα πραγματικής δημοκρατίας

Αντικειμενικά, και σε έναν βαθμό και υποκειμενικά, δυναμώνει η τάση των ανθρώπων (κοινωνιών, πληθυσμών, λαών, εθνών, υποτελών τάξεων και στρωμάτων) να μην παραγκωνίζονται. Αυτό με την σειρά του τροφοδοτεί και δυναμώνει ένα αίτημα απο-παγκοσμιοποίησης, ενισχύει προσπάθειες επανόδου και περιφρούρησης της λαϊκής κυριαρχίας, καθώς και των θεσμών που την κατοχυρώνουν, όπως και εξουσιών που να έχουν σχέση με αυτή την τάση-απαίτηση.

Η δημοκρατία, η πραγματική δημοκρατία, δεν είναι μια καρικατούρα όπως έχει καταντήσει η «αντιπροσωπευτική» σημερινή εκφυλισμένη μορφή της, η υποταγμένη πλήρως στη «διεθνή των αγορών» και στον ευρωατλαντισμό. Η δημοκρατία, η πραγματική δημοκρατία, δεν είναι αστική έννοια, ή σκέτος αστικός θεσμός, αστική επινόηση. Στις σημερινές συνθήκες, είναι κατάκτηση του προλεταριάτου (ναι, ας μην τρομάζουμε με τη διαπίστωση) και των λαών μέσα στο αστικό πλαίσιο. Συντάγματα, γενικό εκλογικό δικαίωμα για άντρες και γυναίκες, κοινοβούλια, εργατικό δίκαιο, δημοκρατικά δικαιώματα κ.λπ., όλα αυτά είναι αποτελέσματα σκληρής πάλης. Η δημοκρατία λοιπόν δύσκολα χωράει στη στρατηγική της αστικής τάξης – αν ήταν στο χέρι της τελευταίας, η δημοκρατία δεν θα υπήρχε καθόλου. Γι’ αυτό πάντα η δημοκρατία, ως αίτημα και κατάκτηση, ήταν και είναι ασταθής κατάσταση.

Γι’ αυτούς τους λόγους –κι άλλους πολλούς που δεν χωρούν στα πλαίσια αυτού του σημειώματος– η δημοκρατία, ως ενεργός συμμετοχή των πολιτών σε όλα και για όλα, είναι οργανικό στοιχείο για τη μετάβαση σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία. Γι’ αυτό δεν είναι καν ρεφορμιστικό σύνθημα: είναι στρατηγικό στοιχείο μιας σοσιαλιστικής στρατηγικής (ακόμα κι αν το καταλάβαμε μέσα από πικρές και τραγικές ιστορίες, μέσα από «τιποτένιες» πρακτικές στο όνομα του σκοπού). Η πάλη για διαρκή εκδημοκρατισμό στα πλαίσια μιας μετάβασης με επίκεντρο τους λαούς έχει σπουδαία σημασία. Και μια γραμμή διαρκούς εκδημοκρατισμού (που περιλαμβάνει και θεσμίσεις, νέες κοινωνικές «εφευρέσεις» κ.λπ.) είναι μια σύνθετη, ίσως δύσκολη, γραμμή, η οποία όμως οδηγεί και διαπαιδαγωγεί ηγεσίες και μάζες σε έναν δρόμο χειραφέτησης! Για αυτά θα μιλάμε συνεχώς και επανειλημμένα, επειδή το αίτημα της πραγματικής δημοκρατίας είναι παρόν τις τελευταίες δεκαετίες με μόνιμο και απαιτητικό τρόπο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!