Αρχική συνεντεύξεις πολιτική Δημήτρης Κολοκάθης, πρόεδρος του Συλλόγου Εργαζομένων στο ΚΕΘΕΑ: Ουσιαστικό πεδίο δράσης η...

Δημήτρης Κολοκάθης, πρόεδρος του Συλλόγου Εργαζομένων στο ΚΕΘΕΑ: Ουσιαστικό πεδίο δράσης η δημοκρατία και η συμμετοχή

Το θέμα του ΚΕΘΕΑ είναι στην επικαιρότητα εδώ και δύο περίπου μήνες, από τη στιγμή που η κυβέρνηση αποφάσισε, με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, να καταργήσει το αυτοδιοίκητο του Οργανισμού. Ο Δρόμος, που έχει παρακολουθήσει ως τώρα αρκετά στενά το θέμα, παρουσιάζει σήμερα μια συνέντευξη με τον πρόεδρο του Συλλόγου Εργαζομένων του ΚΕΘΕΑ, Δημήτρη Κολοκάθη. Ο Δ. Κολοκάθης εξηγεί ότι η κυβερνητική παρέμβαση βρήκε τους εργαζόμενους «σε μια μεγάλη προσπάθεια για να αμβλυνθούν τα προβλήματα της δεκαετούς κρίσης» και υποστηρίζει ότι ο δημόσιος λόγος για το ΚΕΘΕΑ εκφέρεται με τρόπο που σχετίζεται «με την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα και αντιπαράθεση». «Το διορισμένο διοικητικό συμβούλιο λειτουργεί ως ξένο σώμα στον οργανισμό» αναφέρει ακόμα, ενώ τονίζει ότι «η δημοκρατική και συμμετοχική συγκρότηση των δημόσιων οργανισμών είναι απαραίτητο στοιχείο μιας δημοκρατικής κοινωνίας και ουσιαστικό πεδίο συνδικαλιστικής δράσης των εργαζομένων».

Τελικά, κύριε Κολοκάθη, γιατί η κυβέρνηση παρενέβη τόσο άγαρμπα στο ΚΕΘΕΑ και πού αποσκοπεί η κατάργηση του αυτοδιοίκητου χαρακτήρα του οργανισμού;

Η διαδικασία εκλογής νέου ΔΣ του Οργανισμού που ήταν προγραμματισμένη για τις 13/10 και η υποψηφιότητα της κ. Δημητρίου για τη θέση του Προέδρου αποτέλεσε την αιτία της παρέμβασης με ΠΝΠ μιας και δεν υπήρχε χρόνος για να ακολουθηθεί η κανονική νομοθετική λειτουργία. Το γεγονός ωστόσο ότι μια κυβέρνηση επιτρέπει στον εαυτό της να χρησιμοποιήσει αυτή τη διαδικασία για έναν τέτοιο λόγο φέρνει στην επιφάνεια μιαν αυταρχική αντίληψη περί ελέγχου του δημόσιου χώρου, ο οποίος νομιμοποιείται από την ανάληψη της διακυβέρνησης και μόνο. Εάν δεν υπήρχε αυτή η αντίληψη, δεν θα ήταν δυνατή αυτού του τύπου η παρέμβαση.

Εργάζεστε σίγουρα σε έναν δύσκολο χώρο, αυτόν της απεξάρτησης. Σε τι κατάσταση βρήκε η κυβερνητική παρέμβαση το προσωπικό του ΚΕΘΕΑ;

Σε μια μεγάλη προσπάθεια για να αμβλυνθούν τα προβλήματα της δεκαετούς κρίσης. Εδώ και ενάμιση χρόνο βρισκόμαστε σε διαπραγματεύσεις για συλλογικές συμβάσεις με στόχευση την άρση των πολλαπλών διαιρέσεων του προσωπικού, τον εκδημοκρατισμό του οργανισμού, τη βελτίωση της εργασιακής συνθήκης και την προστασία της οικογενειακής ζωής των εργαζομένων.

Είπατε στην Επιτροπή της Βουλής ότι ως εργαζόμενοι αισθάνεστε σαν τον βάτραχο ανάμεσα σε βουβάλια που τσακώνονται. Ποια ακριβώς είναι τα βουβάλια, ποιες είναι οι διαμάχες που εκτυλίσσονται και νιώθετε ότι σας επηρεάζουν;

Προσπάθησα με μια εικόνα να αποδώσω, σε ένα πρώτο επίπεδο, την αίσθηση των εργαζόμενων για τα όσα συνέβησαν. Την επίγευση μιας πραγματικότητας όπου η κυβερνητική παρέμβαση και όλος ο μετέπειτα δημόσιος λόγος για το ΚΕΘΕΑ πραγματοποιήθηκε και αναπτύχθηκε για λόγους που σχετίζονται με την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα και αντιπαράθεση και όχι για τα πραγματικά προβλήματα του Οργανισμού, των εξαρτήσεων και της δημόσιας υγείας γενικότερα.

Δηλώθηκε από την κυβέρνηση στη Βουλή ότι δεν υπάρχει εθνική στρατηγική για την απεξάρτηση. Στην ίδια συνεδρίαση, αναγγέλθηκε ότι θα αξιολογήσει το ΚΕΘΕΑ επιτροπή υπό τον Εθνικό Συντονιστή για τα Ναρκωτικά, ο οποίος παραμένει χρόνια σε αυτή τη θέση. Έχει εκείνος κάποια ευθύνη για την έλλειψη στρατηγικής; Στρατηγική υπάρχει τελικά;

Τέτοιες διοικήσεις, οι οποίες είναι διαχρονικά η κανονικότητα δυστυχώς στη χώρα, δεν υπηρετούν την απαιτητέα λογοδοσία αλλά τον πολιτικό έλεγχο του δημόσιου χώρου

Εδώ τίθενται καίρια ζητήματα, στον πυρήνα του προβληματισμού για τη δημόσια υγεία. Η κατάρτιση εθνικής στρατηγικής και εθνικού σχεδίου δράσης για την εφαρμογή της, είναι μια διαδικασία εμπλέκει την κοινωνία, τους θεσμικούς της εκπροσώπους και τους εξειδικευμένους οργανισμούς σε μια διαδικασία διαλόγου που θα καταλήξει στις αρχές, το σκοπό του στόχους και τα μέσα για τις εξαρτήσεις. Ο ρόλος του Εθνικού Συντονιστή είναι κομβικός ως προς το συντονισμό αυτού του διαλόγου αλλά και στην εφαρμογή του σχεδιασμού που θα προκύψει. Με αυτήν την έννοια, είναι αλήθεια ότι υπάρχει σημαντικό έλλειμμα στρατηγικής και σχεδιασμού στο πεδίο των εξαρτήσεων. Υπάρχουν βέβαια τα επιμέρους σχέδια δράσης του κάθε οργανισμού, αλλά αυτά δεν ενσωματώνονται σε μια στρατηγική κατά την παραπάνω έννοια. Σε αυτό το πλαίσιο, δύσκολα μπορεί να κατανοήσει κανείς το πώς θα αξιολογηθούν οι Οργανισμοί, καθώς απουσία εθνικής στρατηγικής και σχεδίου σημαίνει ταυτόχρονα και απουσία κριτηρίων αξιολόγησης. Μένει πραγματικά να δούμε με ποιον τρόπο θα αναλάβει ο Εθνικός Συντονιστής ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα.

Τι γίνεται τελικά με τις εξαρτήσεις; Είναι πράγματι στο στόχαστρο τα λεγόμενα στεγνά προγράμματα; Δίνεται βάρος σε πολιτικές αποποινικοποίησης ή και αποδοχής της χρήσης ως «δικαίωμα»; Στα θέματα αυτά φαίνεται να υπάρχουν και τομές οριζόντια στα περισσότερα κόμματα. Πώς διαμορφώνεται σήμερα η κατάσταση;

Πρόκειται για ζητήματα εξαιρετικά σύνθετα, τα οποία, στον απλουστευτικό πολιτικό λόγο που περισσεύει στην εποχή μας, λειτουργούν περισσότερο «συνθηματολογικά» και, συνεπώς, διαστρεβλωτικά. Για παράδειγμα, οι πολιτικές αποποινικοποίησης της χρήσης, πρακτική που ισχύει εδώ και πολύ καιρό στην Ελλάδα, δεν συνδέονται ευθέως ούτε με την εναντίωση στα λεγόμενα στεγνά προγράμματα ούτε με τον λεγόμενο «δικαιωματισμό». Και αυτό ισχύει παρά το ότι πολλοί που εναντιώνονται στη λογική των στεγνών προγραμμάτων ή στην ανάπτυξη μιας λογικής πρόταξης των ατομικών δικαιωμάτων προσπαθούν να τα συνδέσουν. Ας το θέσουμε διαφορετικά: η εξάρτηση δεν είναι δικαίωμα, με την έννοια του ατομικού δικαιώματος, δεν είναι όμως και έγκλημα. Τα προγράμματα που εστιάζουν στη θεραπεία των εξαρτημένων δεν επηρεάζονται επίσης, στη θεραπευτική τους πρόταση, από το εάν η χρήση είναι νόμιμη η παράνομη. Είτε πρόκειται για το νόμιμο αλκοόλ, είτε για την παράνομη κοκαΐνη, τα στεγνά προγράμματα υποδέχονται τους ανθρώπους που θέλουν να απεξαρτηθούν. Ανέκαθεν άλλωστε η άποψη του ΚΕΘΕΑ είναι ότι ο εξαρτημένος δεν έχει καμία δουλειά στη φυλακή και ότι καθήκον της πολιτείας είναι να τον οδηγήσει στις δομές απεξάρτησης, να τον φροντίσει δηλαδή. Ας μου επιτραπούν, στο λίγο χώρο μιας τέτοιας συνέντευξης, δύο παρατηρήσεις. Αυτό που ισχύει για τα στεγνά προγράμματα, ισχύει, θεωρώ, και για τα προγράμματα υποκατάστασης. Επιπλέον, η προσπάθεια δημιουργίας τεχνητής και αντιεπιστημονικής αντιπαλότητας μεταξύ στεγνών προγραμμάτων και υποκατάστασης, οφείλεται περισσότερο σε στρατηγικές προώθησης προσώπων και συμφερόντων παρά στην πραγματικότητα εργαζομένων και ωφελούμενων. Η δεύτερη παρατήρηση: αποποινικοποίηση της χρήσης και ελεύθερη διακίνηση ουσιών δεν ταυτίζονται και δεν αποτελούν το ένα ευθεία συνέπεια του άλλου. Η διεθνής πρακτική και ο επιστημονικός διάλογος αρκεί για να μας πείσει.

Έχετε χαρακτηρίσει το Δ.Σ. που όρισε η Ν.Δ. «κομματικό». Πού το βασίζετε και ποια η μέχρι τώρα στάση του; Έχει ήδη εγκατασταθεί στον φορέα; Τι συμβαίνει σήμερα;

Η βίαιη κατάργηση ενός επιτυχημένου τρόπου λειτουργίας και η επιβολή νέας διοίκησης έχει τραυματίσει σοβαρά τον οργανισμό και το «συλλογικό αίσθημα» των εργαζομένων, των ωφελούμενων και των οικογενειών τους

Ο χαρακτηρισμός «κομματικό» ισχύει γιατί είναι μια πραγματικότητα. Τα μέλη του έχουν, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ισχυρούς δεσμούς με το κυβερνών κόμμα, είτε ως μέλη του, είτε ως υποψήφιοι στους συνδυασμούς του, είτε ως στελέχη υπουργείων. Αυτό δεν είναι από μόνο του απαξιωτικό γεγονός. Το χαρακτήρισα έτσι σε αντιδιαστολή με τη λογική των εκλεγμένων διοικητικών συμβουλίων του ΚΕΘΕΑ, στα οποία συνυπήρχαν μέλη με διαμετρικά αντίθετες πολιτικές ή ακόμα και κομματικές ταυτότητες, με μόνη σύνδεση τη διάθεσή τους να υπηρετήσουν μια συγκεκριμένη λογική ενός ανεξάρτητου δημόσιου οργανισμού. Αυτό που συμβαίνει σήμερα, είναι ότι, προς το παρόν, το διορισμένο διοικητικό συμβούλιο λειτουργεί ως ξένο σώμα στον οργανισμό, πράγμα απολύτως φυσιολογικό. Η βίαιη κατάργηση ενός επιτυχημένου τρόπου λειτουργίας και η επιβολή νέας διοίκησης έχει τραυματίσει σοβαρά τον οργανισμό και το «συλλογικό αίσθημα» των εργαζομένων, των ωφελούμενων και των οικογενειών τους. Και αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό επίσης. Είναι δεδομένο πως το ΚΕΘΕΑ εισέρχεται βίαια σε μια σοβαρότατη κρίση ταυτότητας, λειτουργίας και αντιπροσώπευσης και πρέπει ο καθένας να αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούν.

Η διορισμένη αντιπρόεδρος του Δ.Σ. κ. Λεομπίλλα έχει πρωταγωνιστήσει σε επιθέσεις απαξίωσης του ΚΕΘΕΑ και του έργου του. Πώς έρχεται σήμερα να το διοικήσει;

Είναι όντως ένα σημαντικό θέμα. Η νέα διοίκηση έρχεται σε έναν οργανισμό που, σύμφωνα με την ίδια αλλά και τον κ. Υπουργό έχει εξαιρετικούς εργαζόμενους και μεγάλο έργο. Η κ. Λεομπίλλα έχει όντως εκφράσει σημαντικές ενστάσεις για τις πρακτικές, το μοντέλο και τη λειτουργία του οργανισμού, ενίοτε χρησιμοποιώντας ρητορική που μπορεί να χαρακτηριστεί επιθετική. Υπάρχει εδώ μια αντίφαση που όμως θα πρέπει η ίδια να υπερβεί στο νέο ρόλο που της ανατέθηκε και να εξηγήσει.

Μπορεί να ανατραπεί η κατάσταση που έχει δρομολογήσει η κυβέρνηση στο ΚΕΘΕΑ, και με ποιες προϋποθέσεις;

Δύσκολη ερώτηση. Ως εργαζόμενοι τι πρέπει να κάνουμε από δω και πέρα; Αυτό νομίζω είναι που μπορώ να απαντήσω από τη θέση μου ως εκπρόσωπος του Συλλόγου. Τρία πράγματα ταυτόχρονα: Διατηρούμε στο ακέραιο τη θέση μας περί ανεξάρτητων, δημόσιων και δημοκρατικά οργανωμένων οργανισμών στο χώρο της δημόσιας υγείας και αγωνιζόμαστε για την αποκατάστασή τους. Διατηρούμε σε λειτουργία τις δομές μας και τη δουλειά με τους θεραπευόμενους, τις οικογένειές τους και την ευρύτερη κοινότητα. Αντιστεκόμαστε σε κάθε προσπάθεια που αμέσως ή εμμέσως απαξιώνει τη δουλειά, τη συμμετοχική λογική και τη δημοκρατική συγκρότηση του ΚΕΘΕΑ όπως κάναμε μέχρι τώρα.

Δεν είναι συνηθισμένο ένας σύλλογος εργαζομένων να υπερασπίζεται τον ίδιο τον οργανισμό του. Δίνετε έμφαση στα θέματα της δημοκρατίας, των αξιών, της προσφοράς στην κοινωνία. Γιατί συμβαίνει αυτό; Σε μια περίοδο γενικής απαξίωσης του συνδικαλισμού, μπορεί να υπάρξει μια διαφορετική στάση;

Νομίζω ότι ως Σύλλογος επιδεικνύουμε ήδη μια διαφορετική στάση από αυτό που έχουμε στο νου μας ως συνδικαλισμό σήμερα και με αυτήν την έννοια μπορεί να υπάρξει μια διαφορετική στάση των σωματείων, όπως ρωτάτε. Αυτό βέβαια οφείλεται σε συγκεκριμένες συνθήκες, αντικειμενικές και υποκειμενικές. Μεταξύ πολλών τέτοιων παραμέτρων, επιτρέψτε μου να εστιάσω σε μία μόνο, την οποία θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική, τόσο στο μικρό όσο και στο μεγάλο επίπεδο. Ο τρόπος συγκρότησης των οργανισμών, των χώρων εργασίας, έχει μια σχετική σύνδεση με τον τρόπο με τον οποίο συγκροτούνται και οι συνδικαλιστικοί θεσμοί. Δεν θα ήταν δυνατόν σε έναν οργανισμό που συγκροτείται στη βάση συγκεκριμένων αξιών και δημοκρατικών λειτουργιών αυτοδιαχείρισης να μπορεί να λειτουργήσει ένα σωματείο συντεχνιακής αντίληψης σε τόσο μαζικό επίπεδο όπως το δικό μας. Ταυτόχρονα, η μαζική και δημοκρατική λειτουργία του Συλλόγου είναι αυτή που έθετε συνεχώς τον οργανισμό το πρόταγμα για εμβάθυνση και επέκταση της δημοκρατικής του συγκρότησης. Είμαστε οι τελευταίοι που θα λέγαμε ότι το ΚΕΘΕΑ δεν είχε προβλήματα τη λειτουργία του. Πολλές φορές εμείς οι ίδιοι είχαμε διαχρονικά αντιταχθεί σε αυταρχικές και διαιρετικές λογικές διοίκησης του οργανισμού. Ποτέ όμως δεν θεωρήσαμε πως η θεραπεία των προβλημάτων αυτών είναι μια αυθαίρετα διορισμένη διοίκηση, αποκομμένη από το σώμα των οργανισμών. Τέτοιες διοικήσεις, οι οποίες είναι διαχρονικά η κανονικότητα δυστυχώς στη χώρα, δεν υπηρετούν την απαιτητέα λογοδοσία αλλά τον πολιτικό έλεγχο του δημόσιου χώρου. Με αυτήν την έννοια η δημοκρατική και συμμετοχική συγκρότηση των δημόσιων οργανισμών είναι απαραίτητο στοιχείο μιας δημοκρατικής κοινωνίας και ουσιαστικό πεδίο συνδικαλιστικής δράσης των εργαζομένων.

Σχόλια

Exit mobile version