του Ηλία Τσούπη*
Πολύς λόγος έγινε τελευταία για το «κίνημα της γραβάτας», σε μια προσπάθεια της κυβέρνησης και των προπαγανδιστικών μέσων να συντηρήσουν τον κοινωνικό αυτοματισμό, που τόσο συνέβαλε στην επιβολή και αντοχή των μνημονίων. Η στόχευση αυτή ήταν εύκολη για τους δικηγόρους, αφού η πλειοψηφία των συμπολιτών μας τους συνδέει με τους προβεβλημένους των καναλιών και τους «υπερεπιτυχημένους» αυτών.
Εξαιτίας της παραπάνω «κοινωνικής απόρριψης», οι δικηγόροι στερούνται συνήθως συμμάχων και άδικα λοιδορήθηκαν για μια υποτιθέμενη αδιαφορία για την πληττόμενη κοινωνία. Η εικόνα αυτή διατηρήθηκε και από την τακτική των συνδικαλιστικών ηγεσιών μας, που ήταν υποστηρικτική των ανώτατων και μόνο στρωμάτων του κλάδου μας. Ποια είναι όμως η πραγματικότητα; Ποια είναι η οικονομική κατάσταση του μέσου δικηγόρου σήμερα; Πόσο έχουν επηρεάσει τα μνημόνια τις δυνατότητες των πολιτών για πρόσβαση στη Δικαιοσύνη; Πόσο έχουν επηρεάσει τα μνημόνια τα ίδια τα δικαιώματα των πολιτών;
Παρά την αρχετυπική εικόνα του δικηγόρου, όπως αυτή κυριαρχεί ακόμα στην κοινωνία και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αποτελούμε ένα σύνολο με άτομα διαφορετικής κοινωνικής, ταξικής και οικονομικής προέλευσης και κατάστασης και, τελικά, με διαφορετικά και πολλές φορές αντίθετα και συγκρουόμενα συμφέροντα. Οι εκμεταλλευτικές σχέσεις εντός του κλάδου υπήρξαν και πριν τα μνημόνια και έχουν ενταθεί επί μνημονίων. Χιλιάδες υπάλληλοι δικηγόροι αμείβονται με μισθούς μικρότερους ανειδίκευτου εργάτη, παρά την υπερδωδεκάωρη καθημερινή εργασία τους, που είναι αποτρεπτική για την απόκτηση προσωπικής τους πελατείας.
Στην εποχή των μνημονίων, η πραγματικότητα για τους δικηγόρους και τη Δικαιοσύνη έχει ως εξής:
1. Αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των δικηγόρων που έπαψε να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία. Ενδεικτικά, 70-80% των δικηγόρων δεν έχουν καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές κατά τα τελευταία χρόνια, ενώ πολλοί από όσους είναι συνεπείς, ανταποκρίνονται με μεγάλη δυσκολία.
2. Μεγάλος αριθμός δικηγόρων έχουν κλείσει τα γραφεία τους. Ανθούν ήδη επιχειρήσεις που νοικιάζουν επιπλωμένα γραφεία με την ώρα για όσους θέλουν να μιλήσουν με πελάτες τους σε αξιοπρεπή χώρο εργασίας.
3. Αυξήθηκε κατακόρυφα το κόστος πρόσβασης των πολιτών στη Δικαιοσύνη, καθώς: α) τέθηκαν παράβολα στα ένδικα μέσα (200, 300 και 400 ευρώ αντίστοιχα για κατάθεση έφεσης, αναίρεσης και αναψηλάφησης), β) επιβλήθηκε ΦΠΑ στις αμοιβές των δικηγόρων, γ) επιβλήθηκε ποσοστιαίο παράβολο για τις φορολογικές προσφυγές στη Διοικητική Δικαιοσύνη (2% επί του αμφισβητούμενου φόρου ή τέλους), δ) τα συχνότατα χρησιμοποιούμενα ένσημα υπέρ ΤΑΧΔΙΚ (χρηματοδότηση δικαστικών κτιρίων) αυξήθηκαν από 0,50 και 1,00 ευρώ σε 2 και 3 ευρώ αντίστοιχα (με λίγα λόγια, η λήψη του παραμικρού πιστοποιητικού από υπηρεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης –δικαστήρια, υποθηκοφυλακεία, κτηματολογικά γραφεία– κοστίζει πια τουλάχιστον 5 ευρώ, ενώ πριν κόστιζε 1,5 ευρώ).
4.Αυξήθηκε δραστικά –όπως σε όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες– η φορολόγηση των δικηγόρων, χωρίς να τους αναγνωρίζεται αφορολόγητο ποσό εισοδήματος.
5. Η δραματική μείωση των εισοδήματος των πολιτών κατέστησε πολυτέλεια την πρόσβαση σε δικηγορικές υπηρεσίες που δεν κρίνονται αναγκαίες, ενώ ακόμα και οι αναγκαίες δύσκολα πληρώνονται. Χαρακτηριστικό είναι ότι έπαυσαν να απευθύνονται σε δικηγόρους ακόμα και κατηγορούμενοι για κακουργήματα. Σαν αποτέλεσμα, τουλάχιστον 30% των δικηγόρων δεν είχαν ούτε μία παράσταση σε δικαστήρια τα τελευταία χρόνια, ενώ στην Αθήνα, μόνο 453 ήταν οι δικηγόροι που είχαν πάνω από 20 παραστάσεις κατά το 2014, όταν μια παράσταση μπορεί να έχει αξία ακόμα και 100,00 μόνο ευρώ.
* Ο Ηλίας Τσούπης είναι δικηγόρος Θεσσαλονίκης