Μια βιωματική αφήγηση από έναν αυτόπτη μάρτυρα. Γράφει ο Κώστας Σταυρόπουλος

Πολλές φορές η Ιστορία πλαστογραφεί, παραφράσει κι επιβάλλεται τόσο σε συλλογικό κοινωνικό επίπεδο όσο και σε ατομικό, υπηρετώντας τις αλόγιστες επιθυμίες της κατεστημένης κοινωνικής εξουσίας, με τα πολλά στημένα ιερατεία της, ενάντια στις ριζοσπαστικές κοινωνικές πρωτοπορίες της δημιουργίας και της ελευθερίας, παιχνίδι μακραίωνο και ποιος να το σταματήσει!
Ο Κρόνος συνεχίζει να τρώει τα παιδιά του κι ο Οιδίποδας να χάνει τα λογικά του, ο Προμηθέας τιμωρείται αυστηρά, η Αντιγόνη σκεπάζει με μαύρο ρούχο τον αδερφό της, αψηφώντας τις εντολές του Κρέοντα. Ο Χριστός σταυρώνεται με καρφιά κι ο Ορέστης, μετά από πολλά χρόνια, συναντάει σπαρακτικά την αδελφή του την Ηλέκτρα, δομημένη αναγνώριση με όρους της αρχαίας αττικής τραγωδίας.
Ο Άρης Βελουχιώτης αποκεφαλίζεται από ορδές ταγματαλητών της υπαίθρου. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης δολοφονείται πονηρά, ο Κολοκοτρώνης δικάζεται σε θάνατο, κρατούμενος στο Παλαμήδι κι ο Γιαννούλης Χαλεπάς διαβιεί 40 χρόνια στα ψυχιατρεία, ένοχος για την υψηλή καύση της καλλιτεχνικής του ευαισθησίας. Κι άκρη δεν έχει ο ουρανός στην κοινωνικο-ιστορική παθολογία.
Φανερό απ’ όσα σας είπα μόλις, είναι ότι θέλω ν’ αναφερθώ σήμερα στα δεινά του κορυφαίου ζωγράφου της γενιάς του ’30, τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο, περικυκλωμένο κι έγκλειστο στο σπίτι του στην Αργυρούπολη να εξοντωθεί από τους μακαντάσηδες συναδέλφους του αυτής της άλιωτης, ώς σήμερα, κι αλλόκοτης γενιάς του ’30 από τα σημεία οράσεως της αστικής προοδευτικής διανόησης και τέχνης: Τσαρούχης, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Γιώργος Κατσίμπαλης, Μόραλης, Νίκος Εγγονόπουλος, Νικολάου, Γιώργος Σεφέρης κι επικεφαλής όλων τους ο Στρατής Ελευθεριάδης, γνωστότερος στο Παρίσι ως Τεριάντ.
Αποκαλύφθηκε όλως τυχαία ότι ο Διαμαντόπουλος ζούσε έγκλειστος στο σπίτι του στην Αργυρούπολη 25 χρόνια, από τον φόβο, κατά τον ισχυρισμό του, ότι τον παρακολουθούν τις νύχτες οι χωροφύλακες να τον εξοντώσουν. Τον υπαινιγμό μου για την ευαίσθητη ψυχολογία του Διαμαντόπουλου, είμαι βέβαιος, ότι ο αναγνώστης τον καταλαβαίνει ιδιαίτερα… Την όλη ιστορία έχω την τιμή να σας αφηγηθώ ως αυτόπτης μάρτυρας.
Ένα πρωινό κάποιας Τετάρτης ή Παρασκευής, δεν το θυμάμαι καλά, άκουσε κάποιον η Βάσω Κατράκη να της φωνάζει. Τη ζύγωσε από κοντά και της λέει ότι είναι ο Διαμαντόπουλος. Τη χαιρέτησε εγκάρδια και με θαυμασμό για τον εξόριστο πολιτικό της βίο, κρατούμενη στη Γυάρο το 1967-68.
Η Βάσω ακούγοντας το όνομα Διαμαντόπουλος τον χαιρέτησε κι αυτή πιστεύοντας ότι είναι ο ηθοποιός Βασίλης Διαμαντόπουλος. Της διευκρίνισε ο Διαμαντής ότι δεν είναι ο Β. Διαμαντόπουλος αλλά ο ζωγράφος Δ. Διαμαντόπουλος.
Η Βάσω έσπευσε αμέσως να διορθώσει το λάθος της μνήμης της και του είπε απλά κι έμμεσα ότι έχει να τον δει πολλά χρόνια, πιστεύοντας ότι ζει στο Παρίσι κι αμέσως εξιχνιάστηκε η απορία, λέγοντάς της ότι είναι κλεισμένος στο σπίτι του στην Αργυρούπολη 25 χρόνια για ν’ αποφύγει τους χωροφύλακες που τον παρακολουθούν και θέλουν να τον εξοντώσουν. Πήρε στροφές το μυαλό της Βάσως και για ν’ αποφύγει αυτή την μπερδεμένη συζήτηση, τον ρωτάει αν ζωγραφίζει τόσο καλά και σήμερα, όπως τον ήξερε.
Στη Γλυφάδα είχε πάει ο Διαμαντόπουλος ποδαρόδρομο ν’ αγοράσει κιμά για να μη τον δει κάποιος και του ρίξει δηλητήριο μέσα. Η Βάσω τον άκουσε με συγκίνηση και του επανέλαβε αν δουλεύει τώρα στο σπίτι του. Κι αυτός της πρότεινε να την πάει με ταξί στο εργαστήριό του να δει δουλειά του, γιατί μόνο σ’ αυτήν είχε εμπιστοσύνη. Άλλον δεν αφήνει να περάσει την πόρτα του σπιτιού του. Έτσι κι έγινε. Πήγε η Βάσω στο ατελιέ του κι όταν έφυγε, έφυγε ξαφνιασμένη κι ενθουσιασμένη βλέποντας με τα μάτια της τη δουλειά του.
Μου τηλεφώνησε αμέσως και μου είπε ότι «σήμερα είδα κάτι σπουδαίο, αλλά δεν είμαι σε θέση να κάνω απόλυτη κριτική αποτίμηση στο έργο ενός συναδέλφου. Θα ήθελα να τον δεις εσύ και να μου πεις αν έχω δίκιο, αλλά δεν αφήνει άλλον να περάσει το κατώφλι του σπιτιού του».
Της είπα «μην ανησυχείς θα τα καταφέρουμε να περάσω κι εγώ την πόρτα του σπιτιού του, αρκεί να του πεις πως αν δεν είχες εμένα φίλο θα σε είχαν σκοτώσει κι εσένα οι χωροφύλακες στην εξορία». Έπιασε το κόλπο και σε λίγες μέρες πήγα κι εγώ στο ατελιέ του Διαμαντόπουλου, καταφέρνοντας να τον ενθουσιάσω με τις κριτικές αποτιμήσεις μου για το έργο του και τη γνωριμία μας.
Πρώτος στόχος μετά απ’ όλα αυτά ήταν πώς θα πείσουμε τον Διαμαντόπουλο να κάνει μια ατομική έκθεση να βγει στο φως η σπουδαία δουλειά του. Τελικά τον πείσαμε κι έκανε έκθεση στη γκαλερί «Ώρα», ιδιοκτήτης και διευθυντής της ο Ασσαντούρ Μπαχαριάν, φίλος της Βάσως και ποτέ δικός μου.
Η έκθεση εκείνη εξέπληξε το κοινό και τους θεωρητικούς της τέχνης, αλλά τρόμαξε τους αντιπάλους του. Έγραψα αμέσως τότε ένα καταγγελτικό άρθρο για το ποιοι ευθύνονται για την 25χρονη απουσία του απ’ τα εικαστικά καλλιτεχνικά δρώμενα της Ελλάδας και τους ονόμασα έναν-έναν.
Δεύτερος στόχος εκείνη τη στιγμή που κόλλαγε το σίδερο, ήταν να κάνει αναδρομική ατομική έκθεση ο Διαμαντόπουλος στην Εθνική Πινακοθήκη. Με μεγάλη δυσκολία τον πείσαμε και δέχτηκε να γίνει τελικά η έκθεση.
Η αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη απομυθοποίησε τους φερόμενους πρωταγωνιστές της γενιάς του ’30 Τσαρούχη, Μόραλη, Γκίκα κι άλλους. Πρωταγωνιστής αλλά και κορυφαίος της γενιάς του ΄30 αποκαλύφθηκε ότι ήταν ο Διαμαντόπουλος και μόνο.
Το άρθρο μου το φιλοξένησε το πρωτοποριακό περιοδικό Σήμα – ιδιοκτήτης και διευθυντής του ο Νίκος Ε. Παπαδάκης. Το δεύτερο άρθρο μου, λίγα χρόνια αργότερα, το φιλοξένησε η εφημερίδα Αυγή. Είχε καταλαγιάσει πια μέσα μου η οργή και το δεύτερο άρθρο μου ήταν πιο ώριμο και πιο εσωτερικό στους προσδιορισμούς, τις αναλύσεις και τη σύνθεση του έργου του Διαμαντόπουλου. Έτσι τα πράγματα πήραν το δρόμο τους και το έργο του Διαμαντόπουλου την πρώτη θέση απ’ τα σημεία οράσεως της γενιάς του ’30. Ίσως γιατί η δύστροπη ιστορία ήθελε να τιμωρήσει παραδειγματικά τους συνωμότες της σιωπής κατά του άξιου και χαρισματικού ζωγράφου συναδέλφου τους.
Καίτοι η γενιά του ’30 ήταν καλά προετοιμασμένη από τον Μπουζιάνη, τον Στέρη, τον Μαλέα, τον Νικόλαο Λύτρα, γιο του Νικηφόρου, τον Συμεών Σαββίδη, αυτή δυστυχώς δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις της στο ολόκληρο κι έμεινε ανήμπορη στη μισή εθνική φωνή να υπηρετήσει τα καλλιτεχνικά κινήματα της μοντέρνας τέχνης. Χάθηκε στα αφελή συνθήματά της περί ελληνικότητας της τέχνης και την επιστροφή στις ρίζες. Πάτρωνας του δεύτερου συνθήματος ήταν ο Φώτης Κόντογλου, ενώ του συνθήματος γενικότερα της ελληνικότητας της τέχνης ήταν το ιδεολόγημα- ονειροβασία του Περικλή Γιαννόπουλου, που πνίγηκε, σ’ ένα ατυχές ονειρόδραμα, καβάλα στ’ άλογό του, στα κύματα του θαλάσσιου Κόλπου του Φαλήρου.
Το χειρότερο απ’ όλα αυτά είναι που η γενιά του ’30 στην Ελλάδα, απ’ την πλευρά της αστικής προοδευτικής διανόησης, επιτέθηκε στείρα απέναντι στα μέλη του αριστερού επαναστατικού στοχασμού τότε.
Στη Γαλλία, αντίθετα, που είχε την πρωτοβουλία η γενιά του ’30 με πλοηγό τον Ελληνογάλλο αριστερό Κριστιάν Ζερβός, η μοντέρνα τέχνη ολοκλήρωσε τον κύκλο της ως έκφραση του άκρως επαναστατημένου 20ού αιώνα απ’ την πλευρά της κυρίαρχης βιομηχανικής και ταξικής κοινωνικής επανάστασης.
Δεν προλαβαίνω σήμερα, λόγω χώρου, ν’ αποτιμήσω κριτικά το έργο του Διαμαντόπουλου. Θα σας πω μόνο επιγραμματικά ότι ο Διαμαντόπουλος επηρεάστηκε ως εικαστική παιδεία από τον Σεζάν, το Μπουζιάνη, τον Στέρη και τον Πικάσο. Αυτή η πλούσια εικαστική παιδεία και η οπτική αισθητική του άνοιξαν το δρόμο διάπλατα να επικοινωνήσει με τα ριζοσπαστικά καλλιτεχνικά κινήματα της μοντέρνας τέχνης της Ελλάδας και της Κεντρικής Ευρώπης.
Το παράδοξο και το καπρίτσιο της ιστορίας ήταν ότι μετά το θρίαμβο της αναδρομικής ατομικής του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη κάποιοι χαμηγέτες μαστρωποί της τεχνεμπορίας έπεισαν το Διαμαντή να ξαναζωγραφίσει περίπου 70 έργα σ’ ένα χρόνο. Μ’ αυτή την αλόγιστη εσπευσμένη έκθεση τράβηξε τη σκανδάλη ο Μπαχαριάν κατά του Διαμαντόπουλου, γυρίζοντάς τον πίσω στον πρότερο εγκλεισμό του στο σπίτι του στην Αργυρούπολη. Η τεχνεμπορία αποφασίζει για τα σημαντικά άτομα της τέχνης παρασύροντάς τα σε θηριώδη σφάλματα.
Ο Διαμαντόπουλος άφησε κληρονόμο του έργου του τον ανιψιό του, από αδελφή. Μακάρια ευτυχής κι αυτός, ίσως και ανεπαρκής, επαληθεύοντας ότι το 90% των κληρονόμων αποτυχαίνουν δραματικά στη διαχείριση της όποιας κληρονομιάς. Νιώθουν περισσότερο ευτυχείς στην καλή τύχη του λαχείου κι όχι τυχεροί κληρονόμοι στο μέγεθος του έργου του Διαμαντή Διαμαντόπουλου.
Ο Διαμαντόπουλος γεννήθηκε το 1914. Ήρθε στην Ελλάδα μετά την τραγική Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Έζησε απελπισμένα και σε βαθιά φτώχια, αλλά ευτυχώς που γεννήθηκε χαρισματικός καλλιτέχνης ζωγράφος. Η παλιά και μακρινή του καταγωγή απ’ την πλευρά του προπάππου του ήταν από το Λεβίδι της Αρκαδίας. Το 1930 τελείωσε το γυμνάσιο.
Το ταλέντο του το διέγνωσε νωρίς ο Γιώργος Γουναρόπουλος, ο Φώτος Γιοφύλης κι ο Δημήτρης Πικιώνης. Διορίστηκε για ένα διάστημα στο γυμνάσιο της Δημητσάνας και δούλεψε παράλληλα στην Σχολή της Χατζημιχάλη. Όταν παρουσίασε πρώτη φορά δουλειά του, την υπέγραψε με το ψευδώνυμο Ακάμας. Δασκάλους του στην ΑΣΚΤ Αθήνας είχε στο προκαταρκτικό τον Μπισκίνη και στα εργαστήρια τον Κ. Παρθένη. Δεν παντρεύτηκε ποτέ κι ούτε έκανε παιδιά. Σε κάποια στιγμή έκανε και τα σκηνικά της Άλκηστις του Ευριπίδη, φιλοξενώντας τον το θέατρο, ερωτικό κολαστήριο του Κάρολου Κουν. Έτσι γνώρισε και τον Τσαρούχη.
Τέλος, ας ευχηθούμε μια δεύτερη ευκαιρία επιστροφής να ’ρθει στο φως και πάλι το έργο του, αρκεί μόνο να το θέλουν τα καπρίτσια της Ιστορίας. Κι αυτό θα γίνει. Σας το υπογράφω!

* Ο Κώστας Σταυρόπουλος είναι τεχνοκριτικός

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!