Ο Χρήστος Παπαγεωργίου, μηχανικός μεταλλείων-μεταλλειολόγος-μεταλλουργός ΕΜΠ, για πάνω από 30 χρόνια εργαζόμενος στα ορυχεία της ΔΕΗ στην περιοχή της Κοζάνης και της Πτολεμαΐδας, και μέλος του δ.σ. της ΔΕΗ το διάστημα 2015-2019, καταθέτει πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για την πορεία απολιγνιτοποίησης και για τις πραγματικές δυνατότητες μιας άλλης ενεργειακής πολιτικής για τη χώρα μας.
Συνέντευξη στον Βασίλη Γεροδήμο
Ποιος ευθύνεται για την τρέχουσα ενεργειακή αστάθεια και την ενεργειακή φτώχεια: η διεθνής κατάσταση ή το ενεργειακό μοντέλο;
Είναι γνωστό εδώ και πάνω από εκατό χρόνια ότι οι πόλεμοι γίνονται για τον έλεγχο των πρώτων υλών, και κυρίως των ενεργειακών. Επομένως με αυτό ως δεδομένο, θα πρέπει κάθε χώρα άρα και η Ελλάδα να θωρακίζεται για οποιαδήποτε ενεργειακή κρίση οποτεδήποτε και αν αυτή συμβεί. Να θυμίσουμε ότι στην πρώτη μεγάλη πετρελαϊκή κρίση το 1973, όπου η τιμή του πετρελαίου από 4 δολάρια πήγε στα 12 (με κόστος για τη Σ. Αραβία μόλις 25 σεντς ανά βαρέλι), η χώρα μας αποφάσισε να αξιοποιήσει το λιγνιτικό κοίτασμα του νοτίου πεδίου φτιάχνοντας τον ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου (έναρξη λειτουργίας 1984-1997), με ισχύ 1.585 ΜW. Στη δεύτερη ενεργειακή κρίση του 1979, όπου πλέον το πετρέλαιο από 12 δολάρια το βαρέλι πήγε στα 36, η χώρα μας αποφάσισε να αξιοποιήσει το κοίτασμα του ορυχείου Αμυνταίου (έναρξη λειτουργεία 1987), προσθέτοντας άλλα 600 MW.
Έτσι κατάφερε να διπλασιάσει την εγκατεστημένη ατμοηλεκτρική ισχύ στους ιδιωτικούς σταθμούς με αποτέλεσμα τη δεκαετία 1995-2005 να έχει την φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια στην τότε Ε.Ε. των 15. Πώς το κατάφερε αυτό; Είχε στο ηλεκτρικό της ισοζύγιο 80% συμμετοχή των ιδίων πόρων, των εγχώριων πόρων. Δηλαδή είχαμε 60% συμμετοχή του λιγνίτη Πτολεμαΐδας, 10% του λιγνίτη Μεγαλόπολης και 10% τα υδροηλεκτρικά. Αντίθετα, το 2021 η συμμετοχή των ιδίων πόρων, των εγχώριων πόρων δηλαδή είχε κατέβει στο 44% με αποτέλεσμα η χώρα μας να έχει την ακριβότερη ηλεκτρική ενέργεια στη χονδρική αγορά στην Ε.Ε. των 27 πλέον χωρών. Ενώ αντίστοιχη είναι η εικόνα και στο γενικότερο ενεργειακό ισοζύγιο, με την καθυστέρηση ή και ματαίωση ερευνών για υδρογονάνθρακες, λόγω κυρίως των αντιδράσεων της Τουρκίας. Επομένως στο ερώτημα τι φταίει η διεθνής κατάσταση ή το μοντέλο, θα λέγαμε ότι η Ελλάδα είχε τις δυνατότητες να έχει ένα μοντέλο με μεγαλύτερη συμμετοχή των εγχώριων πόρων όμως δεν τα κατάφερε τα τελευταία χρόνια.
Ποια η γνώμη σας για τη διαδικασία απολιγνιτοποίησης; Πώς επηρεάζει την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας; ποιους εξυπηρέτησε και ποιοι κέρδισαν από αυτή;
Θα μου επιτρέψετε να κάνω μια μικρή εισαγωγή στο ζήτημα πώς φτάσαμε στην τελευταία δεκαετία να έχουμε μειωμένη συμμετοχή του λιγνίτη στο ηλεκτρικό ισοζύγιο. Το 2007 η ΔΕΗ αποφάσισε να κατασκευάσει δύο μονάδες νέας τεχνολογίας, μία την Πτολεμαΐδα 5 ισχύος τελικά 660 MW, και μία τη Μελίτη 2 στη Φλώρινα ισχύος 450 MW(που έμεινε στα χαρτιά). Η Πτολεμαΐδα 5 μετά από πολλές χρονικές καθυστερήσεις (διαγωνισμός 2012, υπογραφή σύμβασης 2013, εξασφάλιση χρηματοδότησης 2015, αδειοδότηση 2015), αναμένουμε εντός ολίγων μηνών να τεθεί σε κανονική λειτουργία. Πρόκειται για μια πολύ μοντέρνα μονάδα με μεγάλο βαθμό απόδοσης 41,5%, όταν οι προηγούμενες έχουνε γύρω στα 30 με 32%, με μικρότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και με πολύ χαμηλό κόστος καυσίμων. Γι’ αυτό και πολλοί δεν θέλουν να κατασκευαστεί αυτή η μονάδα ή τουλάχιστον να λειτουργήσει σαν μονάδα λιγνίτη αλλά να γίνει μονάδα φυσικού αερίου.
Το 2009 πάρθηκε μια απόφαση από την Ε.Ε. που μας επέτρεπε να αξιοποιήσουμε νέα κοιτάσματα και να φτιάξουμε νέες μονάδες, όπως εκάναν οι Γερμανοί και οι Πολωνοί εκείνη την περίοδο με μεγάλο βαθμό απόδοσης. Όμως τελικά το 2010 με την πρόταση του ΥΠΕΚΑ επί υπουργίας Στέλλας Μπιρμπίλη, δεν εγκρίθηκε αυτή η διαδικασία, αντίθετα η χώρα αποφασίστηκε να πάει στο φυσικό αέριο, αποσύροντας τις λιγνιτικές μονάδες μέχρι το 2021
H κρισιμότερη όμως απόφαση που οδήγησε στη βαθμιαία μείωση της συμμετοχής του λιγνίτη, ήταν η διάσκεψη κορυφής τον Νοέμβριο του 2014, των 28 χωρών τότε, όπου επιβλήθηκε στη χώρα μας η υποχρέωση της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα από 5,5 ευρώ τον τόνο το 2015, αυξήθηκαν σε 25 με 30 ευρώ τον τόνο το 2018 και 2019. Όσο αυξάνονταν οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών, τόσο έπεφτε η συμμετοχή του λιγνίτη στο ηλεκτρικό ισοζύγιο και ανέβαινε αντίστοιχα του φυσικού αερίου. Το αποτέλεσμα ήταν να έχουμε μειωμένη συμμετοχή της συμβολής του λιγνίτη στο ηλεκτρικό ισοζύγιο από 44% το 2010 φτάσαμε το 2018 στο 24%.
Ερχόμαστε τώρα στην πρόωρη και βίαιη όπως την ονομάζω απολιγνιτοποίηση που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός της χώρας στις 23 Σεπτεμβρίου του 2019 από το βήμα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ευρώπης οι οποίες αξιοποιούν γαιάνθρακες στο ηλεκτρικό τους ισοζύγιο όπως η Γερμανία, η Πολωνία, η Τσεχία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και άλλες χώρες και έχουν πάρει απόφαση για τη δικιά τους απολιγνιτοποίηση από το 2038 η Γερμανία ως το 2049 η Πολωνία. Να θυμίσω εδώ πέρα ότι σε αυτές τις χώρες, ειδικά στη Γερμανία και στην Πολωνία κατά τη δεκαετία 2000-2010 κατασκευάστηκαν αρκετές μονάδες λιγνιτικές με νέες τεχνολογίες, με μεγάλο βαθμό απόδοσης, ιδιαίτερα φιλικές προς το περιβάλλον, και με δυνατότητα, όπως και η Πτολεμαΐδα 5, να δεχθούν εξοπλισμό για τη δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα για πιθανή μελλοντική αξιοποίηση του ή για να ενταφιαστεί μέσα σε κατάλληλους γεωλογικούς σχηματισμούς.
Σαν να μην έφτανε αυτό, το Μάρτιο του 2020, έρχεται μια νέα απόφαση η οποία προέβλεπε ότι η απολιγνιτοποίηση θα ήταν και εμπροσθοβαρής και βίαιη, δηλαδή μέχρι το 2023 έπρεπε να κλείσουν όλες οι παλιές λιγνιτικές μονάδες, και το 2028 θα έκλεινε η υπό κατασκευή Πτολεμαϊδα 5. Επιπλέον, η ίδια η ΔΕΗ, τέλος του 2021, δήλωσε ότι το 2023 θα κλείσουν όλες οι μονάδες και το 2025 θα μετατραπεί η μονάδα 5 σε μονάδα φυσικού αερίου. Αντιλαμβάνεστε, ότι αυτό το πράγμα εξυπηρετούσε όσους παράγουν φυσικό αέριο, όλο το μπλοκ δηλαδή του φυσικού αερίου. Γιατί; Γιατί η μονάδα 5 ήταν ένα εμπόδιο στα σχέδια του φυσικού αερίου να κατισχύει στο ηλεκτρικό ισοζύγιο.
Επομένως, αυτή η εμμονή για την πρόωρη και βίαιη απολιγνιτοποίηση εκ των πραγμάτων, εξυπηρετεί τα συμφέροντα του μπλοκ φυσικού αερίου, εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εισαγωγέων ηλεκτρικής ενέργειας και εξυπηρετεί τα συμφέροντα της γερμανικής εταιρείας Rheinbraun. Γιατί με την πρόωρη απολιγνιτοποίηση και το κλείσιμο των ορυχείων, απελευθερώνονται χιλιάδες στρέμματα εκτάσεων, όπου η γερμανική εταιρεία Rheinbraun σε συνεργασία με τη ΔΕΗ Ανανεώσιμες, στην οποία κατέχει το 51%, θα μπορούσε να εγκαταστήσει φωτοβολταϊκά.
Αποδείχτηκε όμως να θυμίσω το 2021, και στα μέσα Φεβρουαρίου με τη χιονόπτωση Μήδεια και το καλοκαίρι με τις μεγάλες θερμοκρασίες και τις πυρκαγιές στην Αθήνα τον Αύγουστο, ότι χωρίς λιγνιτικές μονάδες δεν μπορεί να σταθεί το ηλεκτρικό ισοζύγιο της χώρας, και αν θυμάστε δόθηκε τότε εντολή να μπούνε σε λειτουργία –και μπήκανε–, 7 διαθέσιμες λιγνιτικές μονάδες, προκειμένου να μην καταρρεύσει το σύστημα ηλεκτρικής τροφοδοσίας της χώρας. Το Σεπτέμβρη του 2021, ο ΑΔΜΗΕ, έδωσε εντολή στη ΔΕΗ να ετοιμάσει όλες τις μονάδες ενόψει της επικείμενης χειμερινής περιόδου και τις λιγνιτικές να τις έχει σε διαθεσιμότητα λειτουργίας.
Παρόλα αυτά, η ΔΕΗ δεν τις έβαλε σε λειτουργία στο επόμενο διάστημα, επικαλούμενη διάφορους λόγους, αλλά ο πραγματικός λόγος ήταν η σύναξη δανείων με ρήτρα διοξειδίου του άνθρακα, δηλαδή να λειτουργούν οι εγκαταστάσεις της με χαμηλές εκπομπές CO2, και επομένως δεν μπορούσε να βάλει όλες τις μονάδες σε λειτουργία.
Το ενεργειακό μοντέλο, τόσο στο συνολικό ενεργειακό ισοζύγιο όσο και στο ηλεκτρικό, συνδέεται άμεσα με την ενεργειακή φτώχεια. Είναι γνωστό ότι οι τιμές των καυσίμων στη χώρα μας είναι από τις ακριβότερες στην Ε.Ε., ενώ όσον αφορά το ηλεκτρικό ισοζύγιο υπάρχει σαφές αδιέξοδο στη χώρα μας
Συνδέεται το ενεργειακό μοντέλο με την ενεργειακή φτώχεια και πώς μεταφέρεται το κόστος στους πολίτες;
Το ενεργειακό μοντέλο, τόσο στο συνολικό ενεργειακό ισοζύγιο όσο και στο ηλεκτρικό, συνδέεται άμεσα με την ενεργειακή φτώχεια. Είναι γνωστό ότι οι τιμές των καυσίμων στη χώρα μας είναι από τις ακριβότερες στην Ε.Ε., ενώ όσον αφορά το ηλεκτρικό ισοζύγιο υπάρχει σαφές αδιέξοδο στη χώρα μας, γιατί έχουμε ήδη από τον Αύγουστο του 2021 –έξι μήνες δηλαδή πριν την έναρξη της ουκρανικής σύρραξης–, την ακριβότερη ηλεκτρική ενέργεια στη χονδρική αγορά, στην Ε.Ε. των 27. Ο λόγος είναι ότι έπεσε η συμμετοχή του λιγνίτη με την εξαγγελία της απολιγνιτοποίησης. Το 2021 έπεσε στο 8,6% μόνο, από 24% που ήταν το 2018.
Παράλληλα, όσον αφορά τη λειτουργία του χρηματιστηρίου ενέργειας από το οποίο, διέρχεται όλη η ηλεκτρική ενέργεια (σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., όπου κατά μέσο όρο διαπραγματεύεται στο χρηματιστήριο το 25%). Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν συμβόλαια μεταξύ παραγωγών και καταναλωτή, η παραγωγή περνάει από το χρηματιστήριο, στη χονδρική αγορά από όπου αγοράζουν οι προμηθευτές και μεταπωλούν στη λιανική στους καταναλωτές. Έλα όμως που στην Ελλάδα οι κύριοι προμηθευτές είναι κι αυτοί που παράγουν ή εισάγουν ηλεκτρική ενέργεια και ό,τι χάνουν ενδεχομένως από την παραγωγή στο χρηματιστήριο (όριο στα υπερκέρδη), το παίρνουν με το παραπάνω –από την άλλη τσέπη– ως προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας. Και άρα τελικά έχουμε έναν φαύλο κύκλο όπου την πληρώνουν οι φορολογούμενοι και όποιοι πόροι διατίθενται για επιδοτήσεις καταλήγουν βέβαια στις τσέπες των προμηθευτών και ανεβάζουν το κόστος όλων των τιμών με αποτέλεσμα να έχουμε έναν τεράστιο πληθωρισμό, σχεδόν φτάσαμε ρεκόρ 25ετίας πριν από τρεις μήνες.
Έχουμε επίσης άλλο ένα περίεργο και πρωτοφανές κατόρθωμα στην περιοχή της Φλώρινας. Τα ιδιωτικά λιγνιτωρυχεία Αχλάδας, τα οποία είχαν σύμβαση με τη ΔΕΗ να τροφοδοτούν τον ΑΗΣ Μελίτης με λιγνίτη, δεν συνεργάζονταν με τη ΔΕΗ και η ΔΕΗ έβρισκε άλλες λύσεις, πιο ακριβές. Ωστόσο, συνεχίστηκε η λειτουργία τους και κάνουν εξαγωγή λιγνίτη στη γειτονική μας χώρα, στη Βόρεια Μακεδονία σε αντίστοιχο λιγνιτικό σταθμό και βέβαια από εκεί κάνουν εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας με το αζημίωτο οι ιδιώτες εισαγωγείς.
Έχουμε και τις δυνατότητες και τους πόρους
Υπάρχουν οι αντικειμενικές δυνατότητες για ενεργειακή αυτάρκεια στη χώρα; Ποιο θα έπρεπε ή θα μπορούσε να είναι το ενεργειακό μείγμα για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο;
Σε ό,τι αφορά την τεχνογνωσία είναι σαφές ότι στη χώρα μας έχουμε πολύ μεγάλη εμπειρία στη θερμοηλεκτρική παραγωγή, δηλαδή σταθμούς με πετρέλαιο και φυσικό αέριο, στην ατμοηλεκτρική παραγωγή σε λιγνιτικούς σταθμούς, σε υδροηλεκτρικά έργα-υδροηλεκτρικούς σταθμούς, ενώ τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται μεγάλη τεχνογνωσία σε φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες. Θα έλεγα, λοιπόν ότι δεν πρέπει να μας ανησυχεί το θέμα της τεχνογνωσίας.
Ας πάμε στους πόρους τώρα. Ορυκτοί πόροι υπάρχουν. Για τον λιγνίτη, στα ανοιχτά μόνο ορυχεία έχουμε σήμερα πάνω από 650 εκατ. τόνους λιγνίτη, στην περιοχή της Πτολεμαίδας, και 35 εκατ. τόνους στην Μεγαλόπολη. Σε ό,τι αφορά όμως τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, τα πιθανά κοιτάσματα, εδώ χάσαμε πολλές δεκαετίες στην έρευνα παρότι οι γεωλογικές ενδείξεις είναι πάρα πολύ ενθαρρυντικές. Όμως αν δεν κάνουμε γεωτρήσεις δειγματοληψίας δεν μπορούμε να πούμε τίποτα. Προσωπικά εκτιμώ ότι τουλάχιστον μία δεκαετία θα μας πάρει η όλη διαδικασία, και μακάρι να είναι τελικά επιτυχής, για να μπορέσει η χώρα να βασιστεί στους δικούς της ενεργειακούς πόρους.
Αντίστοιχα μεγάλες είναι η καθυστερήσεις και στα υδροηλεκτρικά έργα, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αντλησιοταμίευση, δηλαδή η δημιουργία ταμιευτήρων νερού, που λειτουργούν σαν «μπαταρίες». Να πούμε εδώ ότι η συμμετοχή του νερού στο ηλεκτρικό ισοζύγιο είναι της τάξης του 8%. Δεν είναι μεγάλη, δηλαδή, όπως σε άλλες χώρες με πλούσιο υδροηλεκτρικό δυναμικό. Έχουμε περιορισμένες δυνατότητες εκεί, για αυτό βλέπετε αυτές τις μέρες, η υδροηλεκτρική παραγωγή συμμετέχει μόνο στο 3% στο ισοζύγιο, και έχει μεγαλύτερη συμμετοχή μετά τον Απρίλιο.
Σε ό,τι αφορά τώρα τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, είναι γνωστό σε όλους ότι υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες στην ηλιακή ενέργεια λόγω της μεγάλης ηλιοφάνειας στη χώρα μας, ενώ σε ό,τι αφορά το αιολικό δυναμικό, θεωρώ ότι έχει γίνει ήδη πάρα πολύ μεγάλη ανάπτυξη και είμαι συγκρατημένος, γιατί τα αιολικά δημιουργούν χαοτικές καταστάσεις στο δίκτυο τροφοδοσίας.
Όμως η Ελλάδα έχει πολύ ισχυρό γεωθερμικό δυναμικό, στο σύστημα, Μήλου, Κιμώλου, Πολυαίγου και της Λέσβου ακόμη, όπου θα μπορούσαμε να έχουμε εγκαταστήσει μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με βάση τη γεωθερμία, ενώ μπορούν να γίνουν πάρα πολλά και στον τομέα της βιομάζας. Γιατί και η βιομάζα και η γεωθερμία είναι δύο πηγές ενέργειας που μπορούν να λειτουργούν ακατάπαυστα, σε αντίθεση με τα φωτοβολταϊκά και τις ανεμογεννήτριες.
Τώρα, ας έρθουμε στο ενεργειακό μίγμα, που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ενεργειακή αυτάρκεια της χώρας. Εδώ πρέπει να πούμε δύο πράγματα. Πρώτον ότι έχουμε τη βραχυμεσοπρόθεσμη περίοδο που πρέπει να την ξεχωρίσουμε από τη μεσομακροπρόθεσμη. Γιατί στη μακροπρόθεσμη, η χώρα μας, μέσα από τη συμμετοχή της σε διεθνείς οργανισμούς (Ε.Ε. κ.ά.) έχει κάποιες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις, όπως π.χ. η πράσινη συμφωνία, με στόχο το 2050, οπότε και η Ευρώπη έχει αποφασίσει να πάει σε ουδέτερες εκπομπές άνθρακα. Βέβαια, μετά τη ρωσο-ουκρανική σύγκρουση, όπου επηρεάστηκε σαφέστατα το ενεργειακό ισοζύγιο, ενδεχομένως να έχουμε αποκλίσεις και νέες εξελίξεις. Παρόλα αυτά, δεν παύει να παραμένει η δέσμευση για απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, τα οποία ούτως ή άλλως δεν διαθέτει σε μεγάλο βαθμό.
Επισημαίνουμε ωστόσο ότι στις 4 Μαρτίου του 2022, ο υπεύθυνος της ΕΕ για την πράσινη συμφωνία κ. Τίμπερμανς δήλωσε ότι «χώρες που σχεδιάζουν να καίνε άνθρακα, ή λιγνίτη, ως εναλλακτική λύση στο ρωσικό αέριο, θα μπορούσαν να το κάνουν σύμφωνα με του κλιματικούς στόχους της ΕΕ. Δεν υπάρχουν ταμπού σε αυτή την κατάσταση». Αυτό επομένως είναι ένα μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας για την χώρα μας που πρέπει να το αξιοποιήσουμε άμεσα.
Οι βασικές παθογένειες του Ελληνικού ηλεκτρικού ισοζυγίου είναι η εξής: Έχουμε στοχαστική παραγωγή από τις ΑΠΕ. Έχουμε ελάχιστες δυνατότητες αποθήκευσης ενέργειας στο διασυνδεδεμένο σύστημα. Έχουμε περιορισμένη ισχύ διασυνδέσεων με τις γειτονικές χώρες (περίπου 2.000 ΜW). Άρα όταν η αιχμή ζήτησης ενέργειας θα φτάσει στα 8-10.000 MW,τότε σαφέστατα υπάρχει ζήτημα ικανοποίησης των αναγκών αυτών, και προσφεύγουμε αναγκαστικά σε εισαγωγές και μεγάλη χρήση φυσικού αερίου. Αυτές είναι οι μόνιμες παθογένειες του ηλεκτρικού συστήματος και για να λυθούν στην περιοχή μας θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια και χρόνος.
Θεωρώ, ότι ένα ποσοστό συμμετοχής των εγχώριων πόρων (ΑΠΕ, Λιγνίτης, υδροηλεκτρικά) σε ποσοστό πάνω από 70% είναι η αναγκαία προϋπόθεση, για να έχουμε σχετική αυτάρκεια και ανεξαρτησία, δηλαδή ασφάλεια, στην τροφοδοσία της χώρας με ηλεκτρική ενέργεια. Πρέπει γι’ αυτό άμεσα να μπούνε σε λειτουργία οι μονάδες στη Δυτική Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη, οι οποίες μαζί με την νέα μονάδα Πτολεμαΐδα 5(που μπορεί να λειτουργήσει ως το 2049), να έχουμε μια ονομαστική ισχύ της τάξης των 2.700 Mwatt. Να πούμε εδώ πέρα ότι η νέα μονάδα Πτολεμαΐδα 5, είναι τέτοια η σημασία της, που αν θεωρητικά την είχαμε στη διάθεση μας το πρώτο εξάμηνο του 2022, στη χονδρική αγορά, σύμφωνα με μελέτη του ΕΜΠ και τον καθηγητή Ν. Χατζηαργυρίου, θα είχαμε λιγότερο κόστος κατά 1,3 δισ. ευρώ. Αντιλαμβάνεται κανείς γιατί δεν θέλουν οι ανταγωνιστές, την νέα αυτή μονάδα.