Σε επανέκδοση το αριστούργημα Χιροσίμα, Αγάπη μου του Αλέν Ρενέ

Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

«Δεν είδες τίποτα στη Χιροσίμα, τίποτα…» επαναλαμβάνεται τακτικά εκτός κάδρου, στη 15λεπτη εισαγωγή της αριστουργηματικής ασπρόμαυρης ταινίας Χιροσίμα, Αγάπη μου (1959), του Αλέν Ρενέ, που βγήκε σε επανέκδοση. Σε σενάριο Μαργκερίτ Ντιράς, υπήρξε η πρώτη ταινία μυθοπλασίας του εμβληματικού Γάλλου σκηνοθέτη, που είχε αφιερώσει τα δέκα προηγούμενα χρόνια στο ντοκιμαντέρ, δημιουργώντας τρία χρόνια πριν, το συγκλονιστικό ημίωρο ντοκιμαντέρ Νύχτα και καταχνιά (1956), για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Στην πρωτοποριακή εισαγωγή της ταινίας, η αφαιρετική προσέγγιση σαρκικών συμπλεγμάτων που πάλλονται, ενώ τα πασπαλίζει μια λαμπυρίζουσα σκόνη, ανακαλεί τη θανατηφόρα ραδιενεργή στάχτη στη Χιροσίμα, παραπέμποντας και στην απεικόνιση άμορφων μαζών από πτώματα του Ολοκαυτώματος. Οι χρυσαφένιες στάλες ιδρώτα που καλύπτουν στη συνέχεια τα ίδια συμπλέγματα, φανερώνουν δυο σώματα, σε παθιασμένες ερωτικές περιπτύξεις. Μνήμη μέσα απ’ τον έρωτα, ενάντια στη λήθη και στο θάνατο, σε μια συγκλονιστική αντιπολεμική ταινία, όπου ένα αξεπέραστο προσωπικό τραύμα συσχετίζεται με τη διαχείριση της συλλογικής μνήμης.

Μια παντρεμένη Γαλλίδα ηθοποιός (Εμανουέλ Ριβά) βρίσκεται στη Χιροσίμα για τα γυρίσματα μιας ταινίας, δεκαπέντε χρόνια μετά την καταστροφή. Το τελευταίο βράδυ της διαμονής της, ζει τον μεγάλο έρωτα με έναν Ιάπωνα. Και για τους δυο, ο χρόνος μετράει αντίστροφα σ’ αυτό το τελευταίο 24ωρο που καταγράφει η ταινία, ο φιλμικός χρόνος εντούτοις διαστέλλεται μέσα από τις βουβές, δίχως διαλόγους, δραματοποιημένες αναδρομές στο παρελθόν της γυναίκας, που αφυπνίζεται από την ερωτική ένταση αυτής της τυχαίας γνωριμίας και εκμυστηρεύεται για πρώτη φορά την απωθημένη τραγική ανάμνηση, από τις συνέπειες του πρώτου της έρωτα με έναν Γερμανό στρατιώτη, επί γερμανικής κατοχής, στη γενέτειρά της Νεβέρ. Η λήθη του έρωτα και του πολέμου ξεδιπλώνεται σε εκτός κάδρου αφήγηση, παράλληλα με εικόνες αρχείου της εξαϋλωμένης από την αφύσικη θερμοκρασία Χιροσίμα.

Την υπεροχή του έρωτα στο θάνατο μέσα από τη μνήμη, «...αυτή την ψευδαίσθηση του έρωτα που ποτέ δεν μπορείς να ξεχάσεις» σμιλεύει με τους λυρικούς σεναριακούς διαλόγους της η γεννημένη στην αποικιοκρατική Ινδοκίνα Μαργκερίτ Ντιράς, ξεκλειδώνοντας μέσα από την ερωτική συγκίνηση το σοκ μιας τραυματικής μνήμης.

Πώς κινηματογραφείται η μνήμη και με ποιο τρόπο εκφράζονται οι πασιφιστικές αξίες μιας νεολαίας που γνώρισε τη φρίκη του πολέμου; Το δραστικό μοντάζ παράγει έναν ποιητικό ρυθμό στο χειρισμό λέξεων και φράσεων που επαναλαμβάνονται αργά, σχεδόν συλλαβιστά, με στόμφο, σε μια ιδιαίτερη ποιητική εκφορά της γλώσσας. Αναπλάθοντας το παρελθόν ως κοινή ανάμνηση ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, η συνένωση του ζευγαριού επεκτείνεται μέσα από τον χαμένο χρόνο σε μια εύστοχη αντιπαράθεση εικόνων με όψεις απ’ την πόλη της Νεβέρ και της Χιροσίμα, όπου η ατομική διάσταση ενός μεμονωμένου τραυματικού γεγονότος ανάγεται στη σφαίρα της συλλογικής μνήμης, με την ένταξη εικόνων από την κατεστραμμένη Χιροσίμα.

Τα φρικιαστικά εγκαύματα που προκαλούν το συναίσθημα για να παραγάγουν σκέψη, αρχικά εισάγονται στην αφηγηματική δομή μέσα από τα αποστασιοποιημένα εκθέματα και τις φωτογραφίες στο μουσείο, ένα επιβλητικό συμπαγές κτίριο από σκυρόδεμα, καρτεσιανής σύλληψης, με αυστηρά κάθετους και οριζόντιους άξονες. Οι αποκρουστικές εικόνες εισβάλλουν και μέσα από τα επίκαιρα της εποχής, αλλά και ως φωτογραφίες σε πλακάτ, από την αναπαραστατική σκηνή της πορείας ειρήνης για τις ανάγκες των γυρισμάτων, όπου συμμετέχει και η πρωταγωνίστρια. Την οθόνη καταλαμβάνουν εικόνες παραμορφωμένων ανθρώπων, σε μια εμπνευσμένη κινηματογράφηση με την κάμερα χαμηλά να καταγράφει προς τα πάνω, ώστε να διαβάζονται καθώς εισέρχονται καταμεσής της οθόνης, τα πανό με τα αντιπολεμικά συνθήματα.

Στην πρωτότυπη αυστηρή ατονική μουσική των Ζπρζ Ντελρί και Τζοβάνι Φούσκο, η γιαπωνέζικη φόρμα στη χαρακτηριστική σουίτα της εισαγωγής για πνευστά, πιάνο και έγχορδα ενισχύει το μυστήριο και την αποστασιοποίηση μιας αντιπολεμικής ταινίας για την άσβεστη μνήμη. Εξαιρετικός είναι ο ηχητικός συγχρονισμός στις εικόνες εγκαυμάτων νεογνών, με το οξύ ηχόχρωμα του φλάουτου να εισέρχεται σαν ηχητικός συναγερμός.

Η περιπλάνηση της ερωτοχτυπημένης Γαλλίδας στους δρόμους της νυχτερινής Χιροσίμα, με φόντο τις επιγραφές νέον, θυμίζει μια αντίστοιχη σκηνή από το Ασανσέρ για δολοφόνους (1958) του Λουί Μαλ, μόλις ένα χρόνο πριν. Η θεματική της πολύβουης, γεμάτης φώτα πόλης τη νύχτα, αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της νουβέλ βαγκ, με την οποία ταυτίστηκε αρχικά η ταινία, λόγω χρονικής σύμπτωσης. Ωστόσο, η μοντέρνα φορμαλιστική αντιμετώπιση την καθιστά διαχρονική, καθώς ο συγκινησιακός αντίκτυπος καθηλώνει ακόμα τους θεατές.

Η σημερινή απόσταση από τα τραγικά γεγονότα μας επιτρέπει να θεωρήσουμε πως η ταινία μπορεί να λειτουργήσει ως αλληγορία, με τα δυο πρωταγωνιστικά πρόσωπα να αντιστοιχούν στη γαλλική πόλη Νεβέρ και στην πολύπαθη Χιροσίμα.

Η ανάγκη διαφύλαξης της μνήμης και νοηματοδότησης αφαιρετικών εννοιολογικών αξιών, τότε, ώθησε αρκετούς σκηνοθέτες του μεταπολεμικού γαλλικού κινηματογράφου, που είχαν στραφεί στο ντοκιμαντέρ, ανάμεσά τους και ο Αλέν Ρενέ, να χρησιμοποιήσουν αλληγορίες για να εκφράσουν κινηματογραφικά ένα διαχρονικό αντιπολεμικό μήνυμα.

 

* H Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
[email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!