Όταν ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης διέταξε την επέμβαση των δυνάμεων καταστολής αυτή την εβδομάδα στη Λίμπερτι Σκουέρ, η ιστορία εξελίχθηκε σαν ένα σενάριο που μόνο το 1% θα μπορούσε να γράψει:

ο Μάικλ Μπλούμπεργκ, ο βαρόνος των ΜΜΕ στη Γουόλ Στριτ, με περιουσία 18 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ο οποίος ξόδεψε 50 εκατομμύρια δολάρια από τα χρήματά του για να ξαναγράψει τον νόμο και να κερδίσει μια τρίτη θητεία στην εξουσία, έστειλε χίλιους αστυνομικούς να καταστρέψουν μια βιβλιοθήκη, να κλείσουν μια κουζίνα, να διαλύσουν μια κατάληψη και να συλλάβουν εκατοντάδες, στο όνομα της «υγιεινής» του πάρκου.
Οι τακτικές όμως στο παρασκήνιο είναι πιο πολύπλοκες από ό,τι φαίνονται. Πριν την επιδρομή της αστυνομίας στην κατάληψη της Γουόλ Στριτ, 18 δήμαρχοι συνεδρίασαν για να «συζητήσουν» το ζήτημα του κινήματος. Τις επόμενες μέρες, ξεκίνησαν επιθέσεις της αστυνομίας στο Σιάτλ, το Πόρτλαντ, το Ντένβερ, την Ατλάντα, το Σολτ Λέικ και άλλες πόλεις. Σε επίπεδο δημοσίων σχέσεων, καταρτίστηκε μια εξαιρετικά προσεκτική στρατηγική, για να μπορέσουν να νομιμοποιηθούν οι επιθέσεις εναντίον των ειρηνικών δημοκρατικών συνελεύσεων. Ομοσπονδιακές υπηρεσίες –ανάμεσά τους το FBI και η Ασφάλεια– συμμετείχαν, με συμβουλευτικό ρόλο.
Ζώντας επί εννέα εβδομάδες στην κατάληψη, μάθαμε το εξής: Κάθε φορά που οι δυνάμεις της τάξης προσπάθησαν να σχοινοβατήσουν στο γράμμα του νόμου, το κίνημα επεκτάθηκε ακόμη περισσότερο. Οι αριθμοί του πολλαπλασιάστηκαν. Τέσσερις νεαρές, τις οποίες ψέκασαν με σπρέι πιπεριού χωρίς λόγο, έκαναν χιλιάδες ανθρώπους να βγουν στους δρόμους. Μετά τις συλλήψεις 700 εργατών και φοιτητών στη Γέφυρα του Μπρούκλιν, άλλοι 30.000 άνθρωποι κατέβηκαν. επίσης, στον δρόμο. Όπως είπε και ένας εκ των καταληψιών της Νέας Υόρκης, ο Νόα Φίσερ: «Η κάθε βδομάδα αποτελεί ένα νέο σημείο καμπής».
Είναι χρήσιμο να θυμηθούμε το τελευταίο σημείο καμπής – το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, όταν εκατοντάδες συγκεντρώθηκαν στη Λίμπερτι Σκουέρ, εξοργισμένοι από τα δακρυγόνα και τις πλαστικές σφαίρες που εξαπέλυσε εναντίον ειρηνικών καταληψιών η αστυνομία του Όκλαντ το προηγούμενο βράδυ. Στην πορεία τους προς το Δημαρχείο, υπό τους κοφτούς ήχους που παρήγαγαν τα τύμπανα και οι γκάιντές τους, αντηχούσε το άσμα: «Η Νέα Υόρκη είναι το Όκλαντ και το Όκλαντ είναι η Νέα Υόρκη!»
Αρχικά, η πορεία έμοιαζε με πολλές άλλες προηγούμενες: περικυκλωμένο από φακούς και υπό τη συνοδεία της αστυνομίας, που έσπρωχνε βίαια τους ανθρώπους από το δρόμο να ανέβουν πάλι στα πεζοδρόμια, το πλήθος κύκλωσε το Πάρκο του Δημαρχείου. Τη στιγμή που κύκλωναν για δεύτερη φορά το Πάρκο, κάτι απρόβλεπτο συνέβη: η ομάδα διαλύθηκε, οι άνθρωποι διασκορπίστηκαν στη Φόλεϊ Σκουέρ και λίγα λεπτά αργότερα συγκεντρώθηκαν ξανά, σχηματίζοντας μια μάζα 500 ατόμων σε μιαν άκρη του δρόμου.
Οι άνθρωποι ξεχύθηκαν σαν χείμαρρος στη λεωφόρο, παρά την προσπάθεια των αστυνομικών να τους περιορίσουν, σταματώντας τους στο Μπρόντγουεϊ. Για να ενημερωθεί ο κόσμος σχετικά με τις κινήσεις της αστυνομίας και να συντονιστεί η πορεία, χρησιμοποιήθηκαν τα «ανθρώπινα μικρόφωνα». Στις δύο ώρες που ακολούθησαν, η ευφορία της κατάληψης εξαπλώθηκε στο νότιο Μανχάταν: στη μέση της ασφάλτου, ανάμεσα σε σεντάν αυτοκίνητα και ταξί, οι διαδηλωτές περπατούσαν, χόρευαν και ζητωκραύγαζαν. Στα πεζοδρόμια, έξω από τα μπαρ και τα εστιατόρια, οι θαμώνες, ανασηκώνοντας το βλέμμα, αντίκριζαν μια λαοθάλασσα από χαρούμενα πρόσωπα.
Τη νύχτα εκείνη ο φόβος εξανεμίστηκε, αλλά το κέρδος δεν ήταν μόνο αυτό. Άνθρωποι που είχαν βιώσει τον αποκλεισμό και την κακομεταχείριση συνειδητοποίησαν πως έχουν τη δύναμη να ελέγχουν τους δρόμους. Ήταν μια αναγνώριση ότι η εξέγερση είχε ταξιδέψει απ’ άκρου εις άκρον επιστρέφοντας πάλι πίσω, σαν μια ηχώ που παίρνει σάρκα και οστά.
Είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς τι ακριβώς άλλαξε εκείνο το βράδυ, τόσο γρήγορα. Πριν από εννιά μόλις βδομάδες, ο εικοσιενιάχρονος Χίρο Βίνσεντ από το Σάλροτ της Βόρειας Καρολίνας, θυμάται να βγαίνει από το μετρό στη Γουόλ Στριτ και να μη βλέπει σχεδόν κανέναν εκεί.
«Υπήρχαν μόνο τέσσερις ή πέντε από εμάς», είπε, «και ρώτησα: –Ρε παιδιά, πού είναι η διαδήλωση;Και, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, μου απάντησαν: –Εμείς είμαστε η διαδήλωση». Η ομάδα περπάτησε προς το Μπάτερι Πάρκ, όπου συναντήθηκε με μερικούς ακόμα. Μια-δυο χιλιάδες άτομα διαδήλωσαν. Μερικές δεκάδες κατασκήνωσαν εκείνο το βράδυ, στις 17 Σεπτεμβρίου, κάτω από την ντελικάτη σκιά των χαρουπόδεντρων, στο –άλλοτε αποκαλούμενο– Ζουκότι Παρκ. «Πίστευα ότι θα μείνω εδώ για καμιά βδομάδα και μετά θα τελείωνε», είπε ο Χίρο, ψηλός και αθλητικός τύπος με όμορφο πρόσωπο, ο οποίος ήταν εμφανώς αδυνατισμένος μετά τις τέσσερις συλλήψεις του, τους δύο τελευταίους μήνες. «Δεν φανταζόμουν ότι θα μετατραπεί σε ένα τέτοιο κίνημα. Είναι ανεξέλεγκτο. Αυτή τη στιγμή γράφουμε ιστορία».
Το εργατικό κίνημα έχει μπει στη δράση, συμβάλλοντας αποφασιστικά. Όταν ο δήμαρχος Μπλούμπεργκ εκκένωσε για πρώτη φορά τη Λίμπερτι Σκουέρ, η AFL-CIO της Νέας Υόρκης απηύθυνε ένας πρωτοφανές κάλεσμα στα μέλη της: «Δεν μπορούμε να σας πούμε τι θα συμβαίνει ακριβώς όταν φτάσετε. Μπορούμε όμως να σας διαβεβαιώσουμε ότι όσοι περισσότεροι φανούμε αλληλέγγυοι, τόσο το καλύτερο». Εργαζόμενοι πάσης φύσεως: φορτηγατζήδες, οικιακοί βοηθοί, δάσκαλοι, λιανέμποροι, εργαζόμενοι στις τηλεπικοινωνίες – φρέσκοι από τις πικετοφορίες της απεργίας στη Verizon· όλοι έδωσαν το παρών. Από το Κάιρο στην Αθήνα. Από την Καλιφόρνια στη Νέα Υόρκη. Το σενάριο του 1% το έχουμε διαβάσει. Τώρα είναι η ώρα να γράψουμε το δικό μας.

Του MICHAEL LEVITIN
και του JED BRANDT

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!