Για να γίνουν ανταγωνιστικές ελληνικές ταινίες χρειάζεται να δοθούν σοβαρά κίνητρα από την πολιτεία ώστε να «ζωντανέψουν» οι δημιουργοί και οι παραγωγοί ταινιών. Με αυτή τη διαπίστωση-πρόταση έκλεισε το πρώτο μέρος της συνέντευξης που παραχώρησε στον Δρόμο ο σκηνοθέτης Άγγελος Σιδεράτος. Μας μίλησε για το πως ξεκίνησε να ασχολείται με τον κινηματογράφο, για την πορεία του, για τα εμπόδια που συνάντησε, για τους ανθρώπους που γνώρισε, για διάφορα περιστατικά που σημάδεψαν τη διαδρομή του. Είμαστε σίγουροι ότι θα τα διαβάσετε με μεγάλο ενδιαφέρον. Στο επόμενο φύλλο μας θα δημοσιεύσουμε το δεύτερο μέρος της συνέντευξης όπου ο Α. Σιδεράτος μας μιλάει για τις δουλείες του στην τηλεόραση αλλά και για τα κακώς κείμενα της μικρής οθόνης.

Τι σας έκανε να ασχοληθείτε με τον κινηματογράφο;

Όλα ξεκίνησαν, το 1960, από 2 συναρπαστικές ταινίες που είδα σε ηλικία 16 ετών: το «Μανά Γη», ρωσικό του Ντοβζένκο, και το κουβανέζικο «Η Χώρα μας». Δύο ταινίες που σφράγισαν τον ψυχισμό μου και που μου άνοιξαν μεγάλους ορίζοντες ιδεολογικούς και αγωνιστικούς στο να υπερασπιστώ τον Άνθρωπο, τον αδύνατο, τον αδικημένο, τον καταφρονεμένο. Πίστευα πως μέσα από την Τέχνη του Κινηματογράφου θα άλλαζα τον κόσμο. Δυστυχώς δεν τον άλλαξα! Μεγάλα και δυνατά νεανικά όνειρα που όλα δυστυχώς γκρεμίστηκαν! Και που μερικά μάλιστα έγιναν εφιάλτες!

Και πώς ξεκινήσατε;

Το 1961 έγινε το δεύτερο βήμα. Ήταν η γνωριμία μου με τον «κακό» του Ελληνικού Κινηματογράφου τον άκακο και τρυφερό ηθοποιό και άνθρωπο τον Σπύρο τον Καλογήρου που όταν άκουσε τις πρόωρες και τολμηρές ανησυχίες μου με πήγε στην Σχολή Σταυράκου για να… ξεθυμάνω. «Την μεγάλη του γένους σχολή» όπως την έλεγαν τότε.

Ο Λυκούργος Σταυράκος, με τη γυναίκα του την Μαίρη, ήταν φωτισμένος άνθρωπος, παθιασμένος με τον κινηματογράφο και την σχολή. Έκανε ό,τι ήταν δυνατόν εκείνη την εποχή για να κρατήσει τη σχολή σ’ ένα αρκετά ικανοποιητικό επίπεδο. Πρακτικά και θεωρητικά. Είχα την τύχη να έχει την περίοδο αυτή, 1962-1965, πολύ καλούς καθηγητές, μια συγκυρία σπάνια, από σημαντικούς ανθρώπους και επαγγελματίες του κινηματογράφου με αγάπη και πάθος για την διδασκαλία του σινεμά και τη μεταβίβαση στους μαθητές τους τις όποιες πολύτιμες γνώσεις τους, τις σχετικές με το ανάλογο κινηματογραφικό αντικείμενό τους.

Σκηνοθέτες όπως: ο Ντίνος Δημόπουλος, ο Γιώργος Διζικιρίκης, ο Γρηγόρης και ο Μιχάλης Γρηγορίου, ο θεωρητικός Βασίλης Ραφαϊλίδης, ο ποιητής Άγγελος Φουριώτης, οι οπερατέρ Νίκος Γαρδέλης, ο Ντίνος Κατσουρίδης και οι μεγάλοι θεατράνθρωποι: Χρήστος Βαχλιώτης, ο Κωστής ο Μιχαϊλίδης, και άλλοι. Είχανε στη διάθεσή τους λίγα τεχνικά μέσα, αλλά μεγάλα αποθέματα κινηματογραφικού πάθους, πείρας και καλλιτεχνικής ψυχής. Αυτοί μας έδωσαν τα πρώτα ανεκτίμητα και υπεύθυνα εφόδια για να μπούμε στην μαγεία της Έβδομης Τέχνης.

Στις ταινίες της Φίνος Φιλμ

Και μετά τη σχολή;

Το 1962 ο Ντίνος Δημόπουλος προκηρύσσει στη σχολή μας έναν διαγωνισμό σεναρίου: Τον κέρδισα και ως βραβείο μου δίνει τη δυνατότητα, αφού είχε πρώτα συνεννοηθεί με τον Φίνο, να πηγαίνω στα γυρίσματα της ταινίας που έκανε τότε και να παρακολουθώ τα πάντα, αλλά όχι από πολύ κοντά, χωρίς να ενοχλώ κανέναν. Η ταινία ήταν «Το Ταξίδι» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Νίκο Κούρκουλο. Τι ευτυχία! Δεν είχα τελειώσει ακόμη την σχολή και ήμουν δίπλα στους μεγάλους πρωταγωνιστές και μάλιστα στην Φίνος Φιλμ (F.F.).

Μάλιστα μετά από μερικά γυρίσματα μου έδωσαν και το πρώτο υπεύθυνο καθήκον μου. Να βάζω κάθε πρωί γύρω από τον χώρο των γυρισμάτων και ανάμεσα στα δέντρα του Περάματος, στον Πειραιά, χοντρά σχοινιά ώστε ο κόσμος που μαζευότανε κάθε μέρα κατά πολλές δεκάδες για να δει την Βουγιουκλάκη και τον Κούρκουλο, να μην μπορεί να πλησιάσει αρκετά και χαλάσει το γύρισμα ή να ενοχλεί τους πρωταγωνιστές. Είχα μεγάλη ευθύνη και καμάρωνα ήμουν υπεύθυνος των σχοινιών! Παράλληλα όμως μάθαινα αρκετά τεχνικά που στην σχολή ήταν αδύνατον να τα διδαχθώ.

Ένα μεσημέρι, με φοβερή καλοκαιρινή ζέστη, γίνεται ένα έντονο επεισόδιο με την Βουγιουκλάκη και τον φροντιστή της ταινίας γιατί δεν είχε μεριμνήσει έγκαιρα να υπάρχει κρύο νερό για τους ηθοποιούς και το συνεργείο, με τόση υψηλή θερμοκρασία. Η Βουγιουκλάκη δεν μπορούσε να δουλέψει και απείλησε πως θα σταματήσει το γύρισμα. Ο Δημόπουλος δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Τότε εγώ, αφήνω τα σχοινιά και τρέχω 20 λεπτά περίπου μακριά, στα καρνάγια του Περάματος, βρίσκω ένα ψευτο-μπακάλικο που πουλούσε μεταξύ των άλλων και κολώνες πάγου, γεμίζω μερικές νταμιτζάνες με νερό και με την βοήθεια του παιδιού του μπακάλη που μόλις άκουσε Βουγιουκλάκη και Κούρκουλο έφερε ένα σαράβαλο ξεχαρβαλωμένο καρότσι που το γεμίσαμε με τις κολώνες πάγου και τις νταμιτζάνες με φρέσκο νερό και το φέραμε τρέχοντας στο γύρισμα, που σχεδόν όλοι είχαν εκραγεί, και ήταν έτοιμοι να διακόψουν το γύρισμα και έτσι σώνω την αποχώρηση των πρωταγωνιστών. Έγινα ο ήρωας της… ημέρας και της F.F.

Αποτέλεσμα, το γύρισμα συνεχίστηκε και όλοι ηρέμησαν. Η Βουγιουκλάκη φώναξε τον Δημόπουλο και μένα και του είπε: «Ντίνο πού τον βρήκες τον μικρό; Να τον προσέχεις!». Αυτό ήταν! Το επεισόδιο το έμαθε και ο Φίνος και στην αμέσως επόμενη ταινία «Το Αμόκ» ήμουν 3ος βοηθός σκηνοθέτου.

Με αναβαθμισμένα καθήκοντα… κτύπαγα τώρα μόνο την κλακέτα… Μάλιστα μπήκε και το όνομά μου στους τίτλους! Τελευταίο και με μικρά γράμματα αλλά… δεν πειράζει ακόμη δεν ήμουν… διάσημος.

Έτσι δηλαδή άρχισαν όλα;

Ακριβώς. Ήταν η αρχή της κινηματογραφικής μου ζωής που κράτησε 15 χρόνια συνεχούς εργασίας μέσα στην F.F. δίπλα σε πολύ μεγάλους ηθοποιούς, άριστους τεχνικούς, υπεύθυνους επαγγελματίες και σε μια βιομηχανία θεάματος που ο επικεφαλής της, ο Φιλοποίμην Φίνος, ή αλλιώς «κατσαβιδάκιας», ήξερε άριστα την δουλειά του. Ήταν μια σμίκρυνση των παραγωγών του Χόλυγουντ. Είχε τα καλύτερα μηχανήματα ήχου και εικόνας, το καλύτερο στούντιο και την καλύτερη βιομηχανική οργάνωση θεάματος: Παραγωγή και εκμετάλλευση σε όλους τους τομείς. Ήταν για μένα ένα κινηματογραφικό πανεπιστήμιο που αν ήθελες μάθαινες πάρα πολλά για την βιομηχανία του κινηματογράφου. Η άλλη πηγή καλλιτεχνικής μάθησης ήταν η Λέσχη του κινηματογράφου, στο Άστυ, με τις παθιασμένες και ερωτευμένες με την Έβδομη Τέχνη αδελφές Αγλαΐα και Μόνα Μητροπούλου. Εκεί κάθε Κυριακή πρωί βλέπαμε και μελετούσαμε επί χρόνια τα αριστουργήματα της Έβδομης Τέχνης με τη βοήθεια του Βασίλη Ραφαηλίδη, τις αδελφές Μητροπούλου ή αλλιώς αδελφές… Τατά και ορισμένων άλλων σκηνοθετών (Μανθούλη, Γλυκοφρίδη, Μαριόλη) που στο τέλος των ταινιών, επί ώρες έκαναν με μας συζητήσεις, κριτικές και αναλύσεις των αριστουργημάτων που είδαμε.

Πείτε μας δυο λόγια για τους ανθρώπους που γνωρίσατε;

15 χρόνια, από το 1964 μέχρι το 1978, στην κινηματογραφική Σχολή που λεγόταν F.F. γνώρισα πολύ σημαντικούς ανθρώπους-κινηματογραφιστές. Όλοι σχεδόν (εκτός των ηθοποιών) ήταν αυτοδίδακτοι. Τους χαρακτήριζε μεγάλο μεράκι-πάθος και αγάπη για την δουλειά που κάνανε. Μα πάνω από όλα σεβασμό και υπευθυνότητα προς τους θεατές, ο καθένας στον τομέα του. Δεν θα ξεχάσω την ποιότητα και το επαγγελματικό ήθος των περισσοτέρων ηθοποιών που συνεργάστηκα στα χρόνια αυτά, σε 24 ταινίες, δύο ταινίες περίπου το χρόνο! Αρχίζαμε το πρωί στις 7 η ώρα και εγώ τελείωνα στις 10 το βράδυ.

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη ήταν τέρας εργατικότητας και υπευθυνότητας στην δουλειά της. Συνεργάσιμη και ευχάριστη πάντα στα γυρίσματα. Ήξερε αρκετά πράγματα γύρω από την τεχνική του κινηματογράφου και πάντα ήθελε να μάθει περισσότερα. Το ίδιο και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Νίκος Κούρκουλος, ο Κώστας Βουτσάς, ο Κώστας Καζάκος, η Τζένη Καρέζη, ο Μίμης Φωτόπουλος, η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Γιάννης Φλερύ, ο σπουδαίος Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Μάνος Κατράκης, ο Κώστας Χατζηχρήστος και αρκετοί άλλοι. Μια γενιά που ερχόταν από το απαύγασμα της ζωής αλλά και τα δεινά που άφησαν ο εμφύλιος και τα επακόλουθα των δεκαετιών ’50 και ’60.

Πότε γυρίσατε τη πρώτη σας ταινία;

Το 1968 γυρίζω την πρώτη μου, μικρού μήκους ταινία με υπόθεση «Το Χαμόγελο». Μια ταινία βιωματική με ήρωες πολύ φτωχούς ανθρώπους με ήθος, όνειρα και ελπίδες. Την υποβάλω για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Η χούντα την κόβει και δεν μου δίνει άδεια προβολής. Επεμβαίνει ο Φίνος. Τηλεφωνεί στον αρμόδιο της λογοκρισίας. Εκείνος επιμένει, ο Φίνος βάζει τις φωνές, του λέει πως αν φοβούνται μια ταινία 30 λεπτών επειδή δείχνει μια ρεαλιστική πτυχή ορισμένων φτωχών ανθρώπων τι να πει για τις μεγάλες ταινίες και πώς αμέσως θα διαμαρτυρηθεί έντονα στον ίδιο τον Παπαδόπουλο. Τελικά την άλλη μέρα μου δίνουν την άδεια προβολής. Πηγαίνω στο Φεστιβάλ. Η ταινία ενθουσιάζει το κοινό. Όχι όμως και την διορισμένη επιτροπή από την Χούντα. Παίρνω το πρώτο βραβείο.

Αυτά που χρειάζονται είναι να ζωντανέψουν οι παραγωγοί ταινιών με σοβαρά κίνητρα από το υπουργείο Ανάπτυξης. Οι ενδιάμεσοι φορείς είναι άχρηστοι κατά τη γνώμη μου. Καταστρέφουν τους δημιουργούς παρά να τους στηρίζουν και να τους βοηθούν προσφέροντάς τους «ψίχουλα» οικονομικά που με αυτά είναι αδύνατον να γίνουν σοβαρές ανταγωνιστικές ταινίες

Το ντοκιμαντέρ για τον Γεώργιο Παπανδρέου

Πώς ήταν τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ στον εμπόλεμο Λίβανο για τη ζωή του Γεωργίου Παπανδρέου;

Το 1987 γύρισα το ιστορικό-πολιτικό ντοκιμαντέρ «Γεώργιος Παπανδρέου ‒ 100 χρονιά από τη γέννησή του (1888-1988)», 10 επεισόδια κινηματογραφημένα και με γυρίσματα στους αυθεντικούς χώρους όπου έδρασε ο Γεώργιος Παπανδρέου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Στο Λίβανο γίνεται εμφύλιος πόλεμος από τρεις παρατάξεις. Μεγάλες μάχες μέσα στην Βηρυτό και έξω στην επαρχία. Ζητάω να κάνω γυρίσματα στο Ξενοδοχείο «Το Δάσος της Βουλώνης» που βρίσκεται 14 χιλιόμετρα έξω από την Βηρυτό, και που είχαν απομονώσει οι Άγγλοι τον Γ. Παπανδρέου και τις αντιπροσωπείες του ΚΚΕ με τον Πέτρο Ρούσσο, για την γνωστή Συνθήκη του Λιβάνου τον Μάιο του 1944.

Το ΥΠΕΞ με δυσκολία πολύ μεγάλη συγκατατίθεται να πάει το συνεργείο λόγω του εμφυλίου και του μεγάλου κινδύνου για τις ζωές μας. Εγώ επιμένω και τελικά μας δίνουν την άδεια να πάμε.

Μπήκαμε σ’ ένα αεροπλάνο και κατά την διάρκεια της πτήσης μάς ειδοποιούν να μην προσγειωθούμε στην Βηρυτό λόγω μαχών στο αεροδρόμιό της και να πάμε στην Κύπρο, σ’ ένα ξενοδοχείο, μέχρι νεωτέρας διαταγής.

Έτσι και έγινε. Μείναμε στην Κύπρο 2 νύχτες και μπήκαμε εν συνεχεία σ’ ένα άλλο αεροπλάνο όπου σε λίγη ώρα προσγειωθήκαμε στο βομβαρδισμένο αεροδρόμιο της Βηρυτού. Το συνεργείο ήταν λίγα άτομα 4-5, εγώ και οι  δύο επιστημονικοί σύμβουλοι της ταινίας, οι σημαντικοί καθηγητές Γιώργος Κασιμάτης και Παύλος Πετρίδης. Μας περίμενε ένας υπάλληλος της πρεσβείας μας και με πολύ σύντομες διαδικασίες μπήκαμε σε δύο μεγάλα αυτοκίνητα που ξεκίνησαν με μεγάλη ταχύτητα. Ξαφνικά σε μια διασταύρωση έρχονται κατά πάνω μας τρία αγροτικά-ανοιχτά αυτοκίνητα με μεγάλη ταχύτητα και σταματούν μπροστά μας σε απόσταση ενός μέτρου όπου πετάγονται ξαφνικά τρεις οπλισμένοι άντρες με κουκούλες και βαριά όπλα που τα βάζουν μπροστά στα τζάμια σημαδεύοντας τα κεφάλια μας. Αμέσως κατεβαίνει ο υπάλληλος της πρεσβείας και δείχνει την ελληνική σημαία που είχαν τα αυτοκίνητά μας, κάτι τους λέει, αυτοί αμέσως πηδούν στις καρότσες των αγροτικών, σκεπάζονται κάτω από μεγάλα αδιάβροχα πανιά και φεύγουν με υπερβολική ταχύτητα και χάνονται στο βάθος του δρόμου. Οι καρδιές μας είχαν σταματήσει. Αργήσαμε πολύ να συνέλθουμε.

Αργότερα στην Πρεσβεία μας είπαν πως θα μπορούσε να είχε γίνει μεγάλο και σοβαρό ατύχημα λόγω παρεξηγήσεως. Ήταν μια ομάδα αντιμαχόμενη του εμφυλίου που νόμιζε ότι τα δικά μας αυτοκίνητα είχαν μέσα αντιπάλους τους και πως στο σταυροδρόμι θα τους κτυπούσαμε και όρμησαν για αντεπίθεση. Όταν είδαν την ελληνική σημαία και τις εξηγήσεις του υπαλλήλου της πρεσβείας κατάλαβαν και έφυγαν με υπερβολικούς ελιγμούς και ταχύτητα. Και εμείς σωθήκαμε.

Όλα ξεκίνησαν, το 1960, από 2 συναρπαστικές ταινίες που είδα σε ηλικία 16 ετών: το «Μανά Γη», ρωσικό του Ντοβζένκο, και το κουβανέζικο «Η Χώρα μας». Δύο ταινίες που σφράγισαν τον ψυχισμό μου και που μου άνοιξαν μεγάλους ορίζοντες ιδεολογικούς και αγωνιστικούς στο να υπερασπιστώ τον Άνθρωπο, τον αδύνατο, τον αδικημένο, τον καταφρονεμένο

Κάνατε γύρισμα στο ξενοδοχείο όπου υπογράφτηκε η Συνθήκη του Λιβάνου;

Το ξενοδοχείο που υπογράφηκε η Συνθήκη του Λιβάνου ήταν σ’ ένα βουνό (σαν την Πάρνηθα), λίγα χιλιόμετρα έξω από την Βηρυτό, με πολύ πυκνό δάσος μεγάλων δένδρων και κυρίως με πανύψηλους κέδρους. Μείναμε εκεί τέσσερις ημέρες και κινηματογραφήσαμε όλους τους ιστορικούς χώρους της Συμφωνίας του Λιβάνου. Όλοι οι πολιτικοί σύνεδροι, τότε, έτρωγαν, κοιμόντουσαν και συνεδρίαζαν εκεί χωρίς καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Διαταγή των Άγγλων!

Το ίδιο και εμείς, αλλά τώρα λόγω του εμφυλίου. Ο πρέσβης είχε φροντίσει να τρώμε και να κοιμόμαστε στους ίδιους χώρους, να δουλεύουμε αλλά με κανένα τρόπο να μην απομακρυνθούμε έξω από το ξενοδοχείο γιατί στην περιοχή μαίνονταν ο εμφύλιος και υπήρχε μεγάλος κίνδυνος. Τις νύχτες δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε γιατί συνέχεια ακούγαμε πυροβολισμούς και εκρήξεις. Ο φόβος και η αγωνία μας συνέχεια μεγάλωνε, δεν κλείσαμε μάτι.

Στο Εθνικό Συνέδριο του Λιβάνου, όπου δημιουργείται και η πρώτη κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως (Μάιος 1944), από τις 17 έως τις 20 Μαΐου, είχαν έρθει εκτός του Γεωργίου Παπανδρέου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Σβώλος, ο Άγγελος Αγγελόπουλος, ο Πορφυρογένης και ο Πέτρος Ρούσσος του ΚΚΕ.

Όμως για να καταλάβουμε το κλίμα και τις αντιξοότητες της εποχής, θα ’πρεπε να μείνουμε σ’ ένα τηλεγράφημα που έστειλε ακριβώς την προηγούμενη μέρα της έναρξης των εργασιών του συνεδρίου η αντιπροσωπεία των βουνών προς τον Τσώρτσιλ, όπου με έκπληξη πραγματικά μπορεί να διαβάσει κανείς τα ακόλουθα:

«Ως αντιπρόσωποι της μαχομένης Ελλάδας κ.λπ. κ.λπ. σας ευχαριστούμε δια το ενδιαφέρον σας, το οποίον χρονολογείται περισσότερον του ενός αιώνος κ.λπ. κ.λπ.». Και καταλήγει το τηλεγράφημα αυτό: «Ας είναι βεβαία η υμετέρα εξοχότης –ο κύριος Τσώρτσιλ δηλαδή‒ ότι θα πράξωμε παν το δυνατόν, όπως επιτύχωμεν την εθνικήν ενότητα, η οποία είναι απαραίτητος όχι μόνον δια πλέον επιτυχή αγώνα εναντίον του εχθρού, αλλά επίσης και δια την ανοικοδόμησιν της χώρας».

Και αξίζει να μνημονευθούν τα ονόματα που υπογράφουν το τηλεγράφημα, αυτό προς τον Τσώρτσιλ: Αλέξανδρος Σβώλος για την ΠΕΕΑ, Μιλτιάδης Πορφυρογένης για το ΕΑΜ, Πέτρος Ρούσσος για το ΚΚΕ!!… και μετά από λίγο καιρό άλλαξαν γνώμη.

Είχατε κάποιο περιστατικό στα γυρίσματά σας;

Την τελευταία μέρα και προς το μεσημέρι, αφού είχα τελειώσει τα γυρίσματα μέσα και έξω από το ξενοδοχείο με τους καθηγητές, έπεισα τον οπερατέρ να απομακρυνθούμε από το ξενοδοχείο και να πάμε μέσα στο δάσος με τους καταπληκτικούς κέδρους για να τραβήξουμε μερικά πλάνα του ξενοδοχείου μέσα στα δέντρα από μακριά. Ο οπερατέρ μετά από πολλές δυσκολίες δέχτηκε.

Το τοπίο ήταν υπέροχο, επιβλητικό και όσο απομακρύναμε τόσο έμοιαζε με τις φωτογραφίες του 1944 που είχαμε μαζί μας. Ξαφνικά όμως μέσα από το πυκνό δάσος ξεπετάγονται τρεις ένοπλοι με κουκούλες και στολές στρατιωτικής παραλλαγής μας ακινητοποιούν, μας κάνουν έρευνα για το αν είχαμε όπλα, μας παίρνουν την μηχανή λήψεως και τους φακούς και μας οδηγούν, σχεδόν τρέχοντας, πιο βαθιά στο δάσος σε μια στρατιωτική σκηνή όπου ήταν μέσα 3-4 αξιωματικοί. Μας μιλούν αυστηρά με μια γλώσσα που δεν καταλαβαίναμε και κάποια στιγμή τους λέω τρέμοντας: «Φιλμ-ιστορία-Greece-Παπανδρέου-cinematografic». Αμέσως σηκώνεται ο υπεύθυνος, με αγκαλιάζει μου λέει: «Friend… Greece friend» και μου επιστρέφει τα μηχανήματα. Δίνει εντολή στους στρατιώτες να μας πάνε πίσω, συνοδεία, μέχρι το ξενοδοχείο!

Έτσι και έγινε. Τους ευχαριστήσαμε, αγκαλιαστήκαμε αλλά όμως δεν θέλανε να βγούμε όλοι μαζί φωτογραφία. Εμείς είχαμε χάσει την φωνή μας και την καρδιά μας από το φόβο, κυριολεκτικά είχαμε παγώσει.

Τελικά πήγαν όλα καλά με αυτό το ντοκιμαντέρ;

Το έργο τελείωσε. Είχαμε πολλά προβλήματα λίγο πριν την προβολή του. Τα επεισόδια ήταν οκτώ κινηματογραφημένα ντοκιμαντέρ στους αυθεντικούς χώρους Ελλάδας και εξωτερικού. Λίγο πριν το τέλος, είδε κάποια επεισόδια ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, του άρεσαν, δεν έκανε καμία αρνητική κρίση, αντιθέτως ζήτησε, εάν ήταν δυνατόν να κλείσει αυτός το έργο για τον πατέρα του. Φυσικά αμέσως συμφωνήσαμε και ενημέρωσα την διοίκηση της ΕΡΤ πως χρειάζομαι άλλα δύο επεισόδια για να ολοκληρωθεί το έργο.

Ο τότε πρόεδρος και ο διευθύνων σύμβουλος μου έδωσαν την έγκρισή τους προφορικά διότι δεν προλαβαίνανε να περάσει το αίτημά μου από Δ.Σ. Όταν τελείωσε το έργο όχι μόνο έκαναν ότι δεν ήξεραν τίποτα, αλλά αρνιόντουσαν και να μου πληρώσουν τα δύο αυτά επεισόδια. Ήρθαν μετέπειτα άλλες δύο νέες διοικήσεις, όπου και πάλι δεν με πλήρωναν. Πιστεύω πως λειτούργησε ένα παρασκήνιο πολιτικών-υπουργών και συμβούλων γύρω από τον Γεώργιο Παπανδρέου που ήθελαν συνεχώς και υπερβολικά φορτικά σ’ όλο το διάστημα της εργασίας μου να συμμετάσχουν στο ιστορικό-πολιτικό αυτό έργο πράγμα που αυτό δεν το δεχόμουνα γιατί ήθελα να κρατήσω ένα επίπεδο υψηλών αντικειμενικών κρίσεων για όλη τη φάση της ζωής του Γ. Παπανδρέου χωρίς παρεμβολές συναισθηματικές ή εξωραϊστικές από ανθρώπους που ήταν γύρω του και που ίσως να ήθελαν να προβληθούν οι ίδιοι.

Μόνη εξαίρεση ήταν η συμμετοχή του γιού του Ανδρέα Παπανδρέου στο φινάλε του έργου και το οποίο είχε ιδιαίτερη επιτυχία για την αμεροληψία του.

Το πρόβλημα παρέμενε άλυτο, ώσπου ήρθε πρόεδρος στην ΕΡΤ ο καθηγητής Προκόπης Παυλόπουλος, ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Άκουσε προσεκτικά την περίπτωση αυτή του έργου και την εχθρική στάση των πρώην διοικήσεων –και όχι μόνο‒ και αμέσως ερεύνησε και έκρινε το πρόβλημά μου δίνοντας εντολή να πληρωθώ κανονικά πράγμα που έγινε αμέσως. Το έργο είχε επιτυχία, κανένα κόμμα ή πολιτικός δεν εξέφρασε αρνητική γνώμη, αντιθέτως είχαμε ευνοϊκές κρίσεις για το τόσο δύσκολο αυτό κινηματογραφικό ιστορικό εγχείρημα.

Τα Δελφινάκια του Αμβρακικού

Και τα «Δελφινάκια του Αμβρακικού»;. Ποια είναι η ιστορία αυτού του έργου;

Υποβάλαμε στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (Ε.Κ.Κ.), το 1993, μαζί με τον Ντίνο Δημόπουλο, τα «Δελφινάκια του Αμβρακικού. Μας το απορρίπτουν δύο φορές. Μετά από πολύ μεγάλο αγώνα μας, την τρίτη φορά μας το εγκρίνουν. Το έργο γυρίστηκε εξ’ ολοκλήρου σε ένα πανέμορφο χωριό της Άρτας, στον Αμβρακικό κόλπο. Τη σκηνοθεσία του κινηματογραφικού έργου είχε ο Ντίνος Δημόπουλος και εγώ την σκηνοθεσία του τηλεοπτικού σήριαλ οκτώ επεισοδίων. Παραγωγός ήμουν εγώ και στα δύο έργα. Όταν έφτασε η ώρα της προβολής, είτε λόγω άγνοιας, είτε συντεχνιακής αδιαφορίας, είτε παρεΐστικων διαπλοκών, κομματικών ή συνδικαλιστικών ομάδων του Ε.Κ.Κ. ή και του υπουργείου Πολιτισμού, κανείς δεν έδειξε το ανάλογο ενδιαφέρον αντιθέτως άφησαν την ταινία απροστάτευτη στη διανομή και τη μετέπειτα εκμετάλλευσή της.

Μάλιστα όταν ζητήσαμε να ντουμπλαριστεί η ταινία στα αγγλικά για να συμμετάσχει στα Όσκαρ το 1994, το Ε.Κ.Κ. αρνήθηκε να μας δώσει ένα μικρό ποσόν για τα έξοδα του ντουμπλάζ στα αγγλικά. Έτσι η ταινία δεν έλαβε μέρος στην υποψηφιότητα των Όσκαρ.

Αυτή η ταινία αμέσως μετά πήρε εφτά διεθνή Χρυσά βραβεία σε ανάλογα Φεστιβάλ! Κατέκτησε τα βραβεία: Κρατικό Ελληνικό Βραβείο 1993, Φεστιβάλ στο Gijjoni Ιταλίας, στο Φεστιβάλ Καΐρου, στην Βιέννη, στην Βοστώνη, στην Κίνα.

Νομίζετε ότι συνεχίζεται όλη αυτή η κατάσταση;

Δυστυχώς ναι και θα συνεχίζεται εάν δεν αλλάξει ριζικά ο θεσμός και η λειτουργία του Ε.Κ.Κ.

Κατά τη γνώμη μου έτσι όπως είναι δεν προσφέρει τίποτα στο ελληνικό σινεμά, ούτε μπορεί να δημιουργηθεί εθνικός κινηματογράφος.

Αυτά που χρειάζονται είναι να ζωντανέψουν οι παραγωγοί ταινιών με σοβαρά κίνητρα από το υπουργείο Ανάπτυξης τόσο για την εμπορική παραγωγή, τη διανομή και την εκμετάλλευση, όσο και για την ποιοτική καλλιτεχνική στόχευση των δημιουργών από το ΥΠΠΕ με ανάλογα υψηλά κίνητρα. Οι ενδιάμεσοι φορείς είναι άχρηστοι κατά τη γνώμη μου. Καταστρέφουν τους δημιουργούς παρά να τους στηρίζουν και να τους βοηθούν προσφέροντάς τους «ψίχουλα» οικονομικά που με αυτά είναι αδύνατον να γίνουν σοβαρές ανταγωνιστικές ταινίες, και για την Ελλάδα και για το εξωτερικό.

Ο κινηματογράφος εκτός από Έβδομη Τέχνη είναι και σοβαρή βιομηχανία. Όταν υπάρχει αρμονικός συνδυασμός και των δύο τότε έχουμε τις μεγάλες οικονομικές επιτυχίες και τα αριστουργήματα.

Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο

Ήσασταν και από τους συντελεστές της ταινίας «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο». Θα μας μιλήσετε για αυτήν;

Αυτό έγινε το 1979. «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» είναι μια ταινία σταθμός του ελληνικού κινηματογράφου κυρίως για το θέμα της. Η ιστορία του Νίκου Μπελογιάννη. Είχα αναλάβει τη γενική καλλιτεχνική, την οικονομική και την διεύθυνση παραγωγής της. Χωρίς τη βοήθεια του στρατού και της πολιτείας ήταν αδύνατον να γυριστεί. Παντού βρίσκαμε εμπόδια ή αρνήσεις. Τότε σκέφτηκα να αποταθώ στον αρμόδιο υπουργό Άμυνας τον Ευάγγελο Αβέρωφ. Κάτι πολύ τολμηρό, για να μην πω παράλογο για την εποχή εκείνη. Ήμουν πολύ νέος και ήξεραν όλοι τις πολιτικές πεποιθήσεις του Αβέρωφ. Όλοι οι συνεργάτες μου ήταν απογοητευμένοι και απελπισμένοι. Του έστειλα μια επιστολή με το σενάριο και του ζητούσα προσωπική βοήθεια για τη συμμετοχή του στρατού με προσωπικό, οχήματα, όπλα και πολλά άλλα αναγκαία για τα γυρίσματα. Όλα αυτά που οι αρμόδιοι φορείς μου τα αρνιόντουσαν. Και ξαφνικά με καλεί στο ΓΕΣ. Πηγαίνω περιμένοντας όχι μόνο άρνηση, αλλά και επίπληξη για το πώς τολμώ να ζητάω βοήθεια στρατιωτική για ένα τέτοιο θέμα. Μπαίνω συνεσταλμένος στο γραφείο του και αμέσως βάζει τις φωνές:

‒ Εσύ είσαι ο Σιδεράτος;

‒ Μάλιστα.

‒ Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;

‒ Μάλιστα ο κύριος Αβέρωφ, ο υπουργός Αμύνης.

– Και γιατί δεν έρχεσαι σε μένα τόσο καιρό να ζητήσεις βοήθεια για την ταινία σου… εγώ τι κάνω εδώ;

‒ Ξέρετε…

Αμέσως φωνάζει έναν αξιωματικό που μαζί με άλλους 3-4 τα είχαν χάσει και στέκονταν ακίνητοι γύρω του.

‒ Πάρτε αυτό το σημείωμα και να δώσετε στον κ. Σιδεράτο ό,τι χρειαστεί για τις ανάγκες της ταινίας του! Κι εσύ Σιδεράτε ό,τι θέλεις θα έρχεσαι σε μένα να μου το λες ώστε να μην έχεις κανένα πρόβλημα στην ταινία σου!

Δεν χρειάστηκε να ξαναπάω. Η ταινία έγινε χωρίς κανένα πρόβλημα. Ό,τι χρειαζόμουν το είχαμε με το παραπάνω. Ο δεξιός Ευάγγελος Αβέρωφ συνέβαλε να γυριστεί άρτια στρατιωτικά ο αριστερός Νίκος Μπελογιάννης, ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!