«Και να που φθάσαμε ως εδώ χωρίς αποσκευές», που λέει κι ο ποιητής.
Χωρίς αποσκευές, αλλά με πολλά βαρίδια.
Τις αποσκευές τις πετάγαμε καθ’ οδόν, άλλοτε αλλόφρονες και φοβισμένοι, άλλοτε για να βρούμε μια θέση στη βάρκα, πριν αυτή να βυθιστεί, άλλοτε για να ανεβούμε κι εμείς στο τραίνο, ένα τραίνο αγνώστου προορισμού – ώσπου
μείναμε χωρίς σώβρακο (κι αυτό, το σώβρακο, στις αποσκευές το είχαμε). Τα πετάξαμε όλα, τιμαλφή, πολιτισμό, παράδοση, ελπίδες, όνειρα, τη μάνα μας και τον πατέρα μας.
Κι αντί αποσκευές, φορτωθήκαμε βαρίδια, με την οκά, με τον τόνο, με το καντάρι και τα κοντέινερς. Ό,τι σαβούρα μάς φόρτωσαν, τη φορτωθήκαμε! Χρέη, συκοφαντίες –ότι είμαστε άχθη αρούρης– προπαγάνδα, βία, εξαπάτηση, όλα τα κακά, φτώχεια, αμορφωσιά, αρρώστια, καταλήστευση, όλα τα φορτωθήκαμε για να βρούμε κι εμείς μια θέση στον αραμπά,
στον αραμπά προς το Χρηματιστήριο, το Μάτι, τις υποκλοπές, τα Ίμια, τα Τέμπη κι όλα τα άλλα τέρατα που κοσμούν τη ζωή μας και μας ψιθυρίζουν το βράδυ ιστορίες φόβου και φρίκης, σαν να βλέπεις αμερικάνικο θρίλερ με σίριαλ-κίλερς, βιαστές, εμπόρους ναρκωτικών, γιάπηδες και τραπεζίτες, πράκτορες μυστικών υπηρεσιών, πρωθυπουργούς, στρατηγούς και υπερπλούσιους.
***
Κι έτσι φθάσαμε ως εδώ, να έχουμε καμποτίνους για πολιτικούς και ένα φοβισμένο-αδιάφορο-καθημαγμένο κοπάδι – εμάς! Εμάς
χωρίς τίποτα, αλλά με έναν Άδωνη της ελεεινής μορφής να μας φτύνει στα μούτρα, έναν Γεραπετρίτη υποκλιτή του Φιντάν, έναν Μητσοτάκη γιουσουφάκι του Ζελένσκι, έναν Φάμελλο μεγάφωνο της δυστυχίας του, τον Ανδρουλάκη να σαλαγάει τα πρόβατα, με Πολάκηδες και Κασσελάκηδες, Σκυλακάκηδες υπηρεσίας, και δημοσιογράφους των πεϊρόλς
που έκαναν τη χώρα κάτι σαν το «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου, μια έπαυλη με τη χολέρα γύρω της και μέσα της, με την πονηρία και την αλληλοεξόντωση να χορεύουν τον χορό των καταραμένων, ένα «Δεκαήμερο» που κρατάει δεκαετίες.
Στα παλιά τα χρόνια τα καλά (για όσους έμεναν ζωντανοί, ήταν πλούσιοι και αρτιμελείς), στην έρημο της μακρινής μέσης Ανατολής, πριν οι Αποικιοκράτες της χαράξουν σύνορα, ζούσε ο μυθικός θεός Κόνανος, απτές αποδείξεις της ύπαρξης του οποίου δεν υπάρχουν, διότι όποιος άνθρωπος τον πλησίαζε, ο θεός Κόνανος τον έτρωγε.
Ως γνωστόν στην έρημο δεν κυκλοφορεί πολύς κόσμος (εκτός αν πρόκειται για Παλαιστίνιους κυνηγημένους από το Ισραήλ) κι έτσι ο θεός Κόνανος προς αναζήτησιν τροφής εξήλθε της ερήμου και μπήκε στις πόλεις και τα χωριά. Λένε πολλοί ότι ο θεός Κόνανος είναι οι φόβοι και οι ιδιοτέλειες των ανθρώπων, ο ατομισμός και ο αταβισμός τους – πλην όμως αυτό δεν έχει εξακριβωθεί. Εκείνο που έχει εξακριβωθεί είναι ότι ο Κόνανος τρώει των ανθρώπων την ψυχή και τους κάνει ζόμπι.
Και μη μου πείτε τώρα να περιγράψω τις αναφορές, τις αναλογίες και τις ομοιότητες της παραβολής, διότι μπορείτε να το κάνετε μόνοι σας.
……………………………………
Εκείνο όμως που πρέπει να σημειώσουμε, κι εσείς και η ταπεινότης μου, είναι ότι ο θεός της ερήμου έχει κάνει έρημο και τη χώρα μας αφού τη βρήκε έρημη από ανθρώπους, διότι τη θέση των ανθρώπων πήραν σιγά σιγά και εδώ τα άτομα, οι οπαδοί και οι πελάτες. Λογικό λοιπόν
το καραβάνι μας να ξεμείνει από αποσκευές στη μέση της ερήμου. Κι όταν μένεις χωρίς αποσκευές, μόνον με το σαρκίο σου, στο παίρνουν κι αυτό, όπως οι τράπεζες που είναι ικανές να πάρουν από τη χελώνα και το καβούκι της.
***
Στη χώρα λοιπόν του Στουρνάρα, του Σόρος, του Μασκ και των τριών κομμάτων της φακής έχει αρχίσει να ακούγεται ο αχός από το βάδην των γενεών – λεγεώνων χωρίς μνήμη
όπου βαδίζουν προς το μέλλον που περιγράφουν οι διαφημίσεις. Λεγεώνες με επικεφαλής τσιρκουλάνους και πολεμοκάπηλους. Λεγεώνες των Ξένων (μεταξύ τους), ορδές που απ’ όπου περάσουν δεν θα ξαναφυτρώσει χορτάρι – ένας στους δύο νεαρούς Γερμανούς δεν γνωρίζει για το Ολοκαύτωμα, ένας στους δύο νεαρούς Αμερικανούς είναι λειτουργικώς αναλφάβητος, κι ένας στους δύο νεαρούς Έλληνες δεν ενδιαφέρεται να ξέρει αν η Φιλική Εταιρεία ήταν ραδιοφωνικός σταθμός ή μια ΜΚΟ για αναξιοπαθούντες πονηρούς.
………………………………………..
Διότι, αγαπητές φίλες και φίλοι, σύντροφοι και συντρόφισσες, της κάθε γενιάς αποσκευές, ήταν οι νέοι…
ΣΤΑΘΗΣ Σ.
5●II●2025