Πώς μπορεί να αποδοθεί στο σινεμά η βιογραφία ενός παθιασμένου καλλιτέχνη; Αυτό απασχολεί τον 52χρονο ηθοποιό και σκηνοθέτη Ματιέ Αμαλρίκ (Το Μπλε Δωμάτιο / 2014) στη νέα του ταινία Μπαρμπαρά, μια 20ετία μετά τον θάνατό της ρωσοεβραϊκής καταγωγής Γαλλίδας Barbara, βεντέτας του γαλλικού τραγουδιού το ’60.

***

Με το σχήμα ταινία μέσα στην ταινία, η ιστορία της ηθοποιού που καλείται να ερμηνεύσει την Μπαρμπαρά, καλύπτει πληρέστερα την πολυσχιδή τραγουδίστρια, ποιήτρια, συνθέτρια και ηθοποιό, που «κέρδιζε με το δάκρυ το τραγούδι», πλάι στους μεγάλους ερμηνευτές του γαλλικού τραγουδιού μεταπολεμικά.

Ψηλόλιγνη γοητευτική φιγούρα η Μπαρμπαρά, με έντονα μαύρα μάτια και κοντά μαλλιά, ανέπτυξε ιδιαίτερο δραματικό ερμηνευτικό στυλ, με τη χαρακτηριστικά τραβηγμένη και ρυθμικά τονισμένη προφορά, πότε συμπαρασύροντας ψιθυριστά λέξεις με μια ανάσα, και πότε υψώνοντας τη φωνή με συγκινησιακή φόρτιση.

Η Μπαρμπαρά, πριν αφήσει ξεχωριστό στίγμα με τους μελαγχολικούς δικούς της στίχους για τον έρωτα και τη μοναξιά, σε δική της μουσική που ερμήνευε στο πιάνο, είχε γίνει γνωστή με τα τραγούδια της Πιαφ και του Μπρασένς. Καθόλου τυχαία, η ταινία του Αμαλρίκ ξεκινά με μια σκηνή-αναφορά στο τραγούδι του Μπρασένς Il suffit de passer le pont (φτάνει να διασχίσεις τη γέφυρα), όπου η άρτι αφιχθείσα στο Παρίσι ηθοποιός Μπριζίτ, σε μια γέφυρα του Σηκουάνα κατεβαίνει από το αμάξι για να τη διασχίσει πεζή, περνώντας τελετουργικά στην περίφημη αριστερή όχθη, όπου η Μπαρμπαρά είχε τραγουδήσει, μαγεύοντας τους φοιτητές του Καρτιέ Λατέν. Αυτό το προσκύνημα στη γέφυρα, σε συνδυασμό με τη φωνή της Μπαρμπαρά, στους τίτλους αρχής, που θεωρεί τη μουσική μια παρατεταμένη προσευχή, προμηνύει την ένταση με την οποία η Μπριζίτ θα βυθιστεί στο ρόλο της.

Ο Αμαλρίκ αξιοποιεί ό,τι αρχειακό υλικό έχει συγκεντρώσει για την Μπαρμπαρά, αναμειγνύοντάς το με ανακατασκευασμένες σκηνές απ’ τα γυρίσματα της υποθετικής βιογραφίας, σε μια νέα μυθοπλασία με δομή εγκιβωτισμού. Το πνεύμα της τραγουδοποιού παρουσιάζεται μέσα από την προετοιμασία της ηθοποιού που την ενσαρκώνει, αλλά και τη ματιά του σκηνοθέτη που προσπαθεί να συνθέσει τη βιογραφία της. Όλα καταγράφονται επί σκηνής στις πρόβες, σε μια όσμωση αναπαραστατικών σκηνών της ζωής της τραγουδίστριας με σκηνές της καθημερινότητας της ηθοποιού, μακριά από μια τετριμμένη βιογραφική μυθοπλασία, αλλά και από ένα εγκυκλοπαιδικό ντοκιμαντέρ.

Με δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στην πραγματική ζωή ενός ηθοποιού και τη ζωή του χαρακτήρα που υποδύεται, σινεμά και πραγματική ζωή συγχέονται για ακόμη μια φορά στο έργο του Αμαλρίκ, με τον ίδιο να υποδύεται τον σκηνοθέτη Υβ, ενώ η Ζαν Μπαλιμπάρ, πρώην σύζυγός του και μητέρα των δυο απ’ τα τρία παιδιά του, ερμηνεύει το διπλό ρόλο Μπριζίτ-Μπαρμπαρά, σε μια ταινία ονειρικής ατμόσφαιρας.

***

Μετά το φελλινικής έμπνευσης Τουρνέ στο Παρίσι (2010), όπου ο Αμαλρίκ κινηματογραφούσε από τα παρασκήνια πρόβες και στιγμιότυπα της αληθινής ζωής ενός περιοδεύοντος θιάσου εύσωμων αισθησιακών στριπτιζέζ, ταυτίζονται για άλλη μια φορά θέαμα και καθημερινή ζωή, σε μια ταινία φόρο-τιμής στη δουλειά του ηθοποιού.

Αντίστοιχα, στην Μπαρμπαρά καταγράφεται η δημιουργική διαδικασία της ερμηνευτικής προετοιμασίας του ηθοποιού, με την Μπριζίτ να προβάλλει στον τοίχο του διαμερίσματός της βιντεοσκοπημένες εικόνες της Μπαρμπαρά, που πολλαπλασιάζονται μέσα από καθρέφτες, για να αντιγράψει χειρονομίες, κινήσεις και τον ναζιάρικο τονισμό των λέξεων, σε ένα παιχνίδι ταύτισης της εικόνας της μιας γυναίκας με την άλλη.

Στα γυρίσματα, η Μπριζίτ μεταμορφώνεται στην αποστεωμένη Μπαρμπαρά που μουρμουρίζει ακατάπαυστα καθισμένη στο πιάνο, δοκιμάζοντας στίχους, ρυθμούς και μελωδίες, καταγράφοντας σε μπομπίνες την όλη διαδικασία. Η εντολή CUT, με τη φωνή του Υβ, μας επαναφέρει στο πλατό, με τους τεχνικούς να μπαινοβγαίνουν αλλάζοντας το σκηνικό. Μουσικοί εισέρχονται και συνοδεύουν την Μπριζίτ που τραγουδάει παίζοντας στο πιάνο Le Père Noël et la petite fille του Μπρασένς, στο στυλ της Μπαρμπαρά, ενώ ο Υβ δίνει οδηγίες καταγοητευμένος.

Στα αυθεντικά βιντεοσκοπημένα στιγμιότυπα, που μπλέκονται με τις αναπαραστατικές σκηνές, δεσπόζει η εικόνα της Μπαρμπαρά. Η εμμονική σχέση που είχε αναπτύξει με το πιάνο της διαφαίνεται στη σκηνή όπου μετά το γύρισμα η Μπριζίτ, υπό την επήρεια του ρόλου της, ακολουθεί σαγηνευμένη το πιάνο, που μεταφέρεται σε διπλανό στούντιο, όπου  ντυμένη ακόμα ως Μπαρμπαρά, παίζει πιάνο τραγουδώντας το Chapeau bas, που ακούγεται σε πλέι μπακ, με την πραγματική φωνή της τραγουδοποιού.

Με θολά τα όρια ανάμεσα στον χαρακτήρα και στην ηθοποιό που την ενσαρκώνει, η ταινία μπλέκεται με την πραγματική ζωή. Αναδεικνύοντας τα καλλίγραμμα πόδια της, με κοντό σορτσάκι και ψηλά τακούνια, η Μπριζίτ απευθύνεται στον άντρα που την φλερτάρει στο μπαρ του ξενοδοχείου με λέξεις της Μπαρμπαρά απ’ το σενάριο που μελετάει, εμπλέκοντας στο φλερτ τη διαδικασία εκμάθησης του ρόλου.

Σκανδαλιστικά ντυμένη ως θεατρίνα καμπαρέ, στην περιπλάνηση με τον εραστή της, υπάλληλο του συνεργείου, η Μπριζίτ βρίσκεται αργά τη νύχτα σε ένα διανυκτερεύον πιάνο-μπαρ για νταλικέρηδες, να παίζει το τραγούδι της Μπαρμπαρά Amours incestueuses, προκαλώντας τα αντρικά βλέμματα.

Με το σινεμά να ταυτίζεται με τη ζωή και αντίστροφα, η ανάγκη της καταγραφής της επίπονης καλλιτεχνικής δημιουργίας, ως μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας, αποτυπώθηκε στον κινηματογράφο ήδη από τη δεκαετία του ’70.

Ταινία φόρος-τιμής στο επάγγελμα του ηθοποιού αποτέλεσε και η ταινία Σημασία έχει ν’ αγαπάς (1975), του Πολωνού Αντρέι Ζουλάφσκι, σε δική του κινηματογραφική μεταφορά της Αμερικάνικης Νύχτας του Τρυφώ. Ακολουθώντας την παράδοση των Μπέργκμαν και Κασσαβέτη, όπου οι πρόβες ενός θιάσου μπλέκονται με το φιλμικό παρόν, σχήμα που εκείνη την εποχή απαντάται από τον Γκοντάρ και τον Φασμπίντερ μέχρι τον Ίστβαν Ζάμπο, η κάμερα του Ζουλάφσκι καταγράφει το συνεργείο και όσους βρίσκονται στα παρασκήνια, καθιστώντας ορατή τη συλλογική διαδικασία της αναπαράστασης μιας κατασκευασμένης πραγματικότητας στο σινεμά.

***

Στην πολυεπίπεδη ταινία τού Αμαλρίκ, υποκριτική, στιχουργική, τραγούδι και σινεμά γίνονται ένα. Συμπληρωματικά στοιχεία για τη ζωή της Μπαρμπαρά ενσωματώνονται στους σχολιασμούς του Υβ καθώς ξαναβλέπει σκηνές από τα γυρίσματα, αποκαλύπτοντας ότι το κοινό έμενε για ώρα στο τέλος των συναυλιών της χειροκροτώντας, αλλά και την κοινωνική προσφορά της, τόσο με τη δωρεάν διανομή προφυλακτικών στις συναυλίες της, ως ταγμένη ακτιβίστρια στην καταπολέμηση του aids, όσο και με τις συναυλίες της, στις γυναικείες φυλακές.

Διαμορφώνοντας το σενάριο σε ένα μπαρ, ο Υβ εντυπωσιάζεται από τη βαθιά συγκίνηση ενός θαμώνα, στο άκουσμα ενός τραγουδιού της Μπαρμπαρά στην τηλεόραση, σκηνή που αποτυπώνει τη λατρεία του κοινού για «μια γυναίκα που δεν έζησε τη ζωή της, αλλά την διηγήθηκε με τέτοιο πάθος, που την πίστεψε η ίδια και όλοι οι υπόλοιποι γύρω της».

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!