του Γιάννη Σχίζα

O πατέρας μου λεγόταν Θωμάς, ήταν εγκατεστημένος στην Ηλιούπολη από το 1935 μαζί με τη σύζυγό του, και συνήθιζε να πηγαίνει σε ένα ύψωμα όπου βρισκόταν το ξωκλήσι «Προφήτης Ηλίας» – ένας από τους τρεις προφήτες στον Υμηττό. Πήγαινε την Κυριακή του Θωμά, όπου γινόταν επίσημη λειτουργία, μια εβδομάδα μετά την Κυριακή του Πάσχα. Ήταν από τα αγαπημένα μέρη του, ήταν μια ευχάριστη εξοχή, που απείχε από τον σημερινό οικιστικό ιστό και βρισκόταν 1,5 περίπου χιλιόμετρο μακριά από το σπίτι μας. Η διαδρομή για να φτάσεις εκεί ήταν το ίδιο ευχάριστη: Περπατούσε κανείς μέσα από τα πιο πράσινα μέρη της Ηλιούπολης, με κήπους και λουλούδια αριστερά και ευχάριστα-ορθάνοιχτα τοπία από τα δεξιά.

Όταν ήμουν μικρός πήγαινα μαζί με τον πατέρα μου: Αν και το ξωκλήσι που υπήρχε εκεί με τρόμαζε, ήταν γεμάτο από εικόνες για την κόλαση, που ήταν φορτωμένες με φόβο, με φωτιές και με δόρατα που χρησιμοποιούσαν οι Άγγελοι εναντίον των «απίστων» – ή δεν ξέρω τι άλλο ήταν. Αμυδρά θυμάμαι, πως ορισμένες από αυτές έδειχναν στην ίδια την καρδιά της κόλασης, μαύρους διαβολάνθρωπους που κινούντο μέσα σε ένα πύρινο πλαίσιο.

Από τον Προφήτη Ηλία είχες εποπτεία του ευρύτερου χώρου, τόσο, ώστε συνήθισα να πηγαίνω εκεί πάνω συχνότερα… Αντλούσες απόλαυση και σκέψεις μπροστά στη θέα ενός μεγαλοπρεπούς λεκανοπεδίου – ή τμήματος αυτού: Με διακριτές συνοικίες, απομακρυσμένες από τον κεντρικό πυρήνα της Αθήνας, που χωρίζονταν από πράσινους χώρους, από δάση, από χωράφια και γήπεδα κάθε χρήσης.

Ο πατέρας μου υποψιαζόταν ότι στη περιοχή που βρίσκονταν το ξωκλήσι, σε μια κοντινή χαράδρα , κρύβονταν πυρομαχικά –πράγμα που μου εκμυστηρεύθηκε λίγο πριν πεθάνει– αλλά δεν τον πίστεψα, παρά το ότι είχε πολύ λίγο αλτσχάιμερ. Μετά τον θάνατό του το 1995, ο αδελφός μου ο Κώστας πήγαινε κι αυτός στον Προφήτη Ηλία, σε ανάμνηση του πατέρα μας: Στην πραγματικότητα όμως δεν ξέρω αν αναζητούσε μια επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, και ιδίως στους προηγούμενους ανθρώπους.

Έκτοτε γίνανε πολλά στην περιοχή. Εκεί για ένα διάστημα λειτούργησε κέντρο αναψυχής, με όλων των ειδών τα μεζεκλίκια. Εκεί οι παπάδες της περιοχής τοποθέτησαν το παλιό ξωκλήσι μέσα σε ένα πλαίσιο που να θυμίζει εκκλησία – πιθανόν στοχεύοντας στην αύξηση του κύκλου των εργασιών τους. Εκεί η φωτιά ήλθε δύο τουλάχιστον φορές πολύ κοντά, εκεί ο τόπος (τα λεγόμενα «Αστυνομικά») εποικίσθηκε μέχρι μια ορισμένη γραμμή.

Δεν ήξερα πώς πρέπει να χαρακτηρίσω αυτή την περίοδο της υπερδόμησης, με τις πολυκατοικίες και τη σύγκλιση των παλαιών διακριτών οικισμών με την Αθήνα. Όπως και αν την έλεγα πάντως, ήταν μια άλλη πόλη, μέσα στην οποία κάποιοι αισθανόμασταν άλλοι πολίτες.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!