Αντί στη δικτατορία: Έντεχνο ή Ροκ;

Το τηλεφώνημά της Ελευθερίας Παπουτσάκη για την εκδήλωση στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με αφορμή τα δέκα χρόνια από την αποδημία του πατέρα της, μου ενεργοποίησε μνήμες από την εποχή που γνωρίστηκα με τον Χρήστο Παπουτσάκη (1934-2009) και με παρότρυνσή του αποπειράθηκα να συμπράξω με τη μικρή μου συμβολή σε μια αντιδικτατορική εκδοτική προσπάθεια, ανοιχτή και δημόσια, την άνοιξη του 1972.

Δεν ξέρω αν είχα ακριβώς αίσθηση της επικινδυνότητας μιας τέτοιας συνέργειας όταν πήγα να παραδώσω στην οδό Υπατίας 5, στο Σύνταγμα, το άρθρο που μου είχε ζητήσει ο Παπουτσάκης για το δεύτερο τεύχος του «αντί». Ένα τεύχος το οποίο τελικά δεν βγήκε γιατί οι ασφαλίτες εισβάλανε στα γραφεία του περιοδικού και μάζεψαν όλο το υλικό μαζί με τον εκδότη του. Ήμουν από τα 21 στα 22 και δεν είχα σύνδεσμο με τους φορείς της Αριστεράς, ούτε με το ΚΚΕ εσ. ούτε με το ΚΚΕ εξ., όπως το αποκαλούσαν τότε οι εντόπιοι αναθεωρητές, ούτε με τις άλλες αντιδικτατορικές οργανώσεις που ήταν, εννοείται, σε βαθιά παρανομία. Ούτε φανταζόμουν τότε ότι λίγους μήνες αργότερα θα ήμουν στρατολογημένος στην Αντιφασιστική Αντιιμπεριαλιστική Σπουδαστική Παράταξη Ελλάδας (ΑΑΣΠΕ). Ξαφνικά είχαμε μπει σε φάση απρόσμενων και ραγδαίων εξελίξεων.

Ο Παπουτσάκης με είχε προειδοποιήσει. Δεν ξέρω πώς θα αντιδράσει η Ασφάλεια, μου είπε. Διαβάζω τη «Μουσική Γενιά» και μου αρέσει ο τρόπος που προσεγγίζετε τα θέματα. Η μουσική και το τραγούδι παίζουν σημαντικό ρόλο. Στο «αντί» θα αναδείξουμε κι αυτή την πτυχή. Στην Αριστερά, το ροκ είναι υποτιμημένο. Είσαι διατεθειμένος να γράψεις κάτι γι’ αυτό το ριζοσπαστικό φαινόμενο που έχετε το θάρρος να υποστηρίζετε με την εφημερίδα και τις άλλες σας δραστηριότητες; Να ξέρεις, όμως, ότι, αν το κάνεις, βάζεις το κεφάλι σου πιο βαθιά στον τορβά.

Υπόγεια μονοπάτια

Όταν αγόρασα το πρώτο «αντί» με το προκλητικό του μαύρο εξώφυλλο εντυπωσιάστηκα. Μύριζε μπαρούτι. Μου θύμιζε κάποια από τα ξένα περιοδικά που διάβαζα με δίψα, όπως το Ramparts και το Time Out. Δεν ήταν όλα τα κείμενα ενυπόγραφα, αλλά τα τρία ονόματα που αναγράφονταν στο εξώφυλλο ήταν πολύ βαριά: του καθηγητή Γεώργιου Αλέξανδρου Μαγκάκη, του Μίκη Θεοδωράκη και του Μποστ. Και τα θέματά τους ανάλογα. Ο πρώτος, που είχε μόλις αποφυλακιστεί, συμμετείχε με ένα απόσπασμα από το έργο του «Σκέψεις για την εσωτερική δομή της δημοκρατίας», ο δεύτερος, κομμένος στο εσωτερικό και δραστήριος στο εξωτερικό, παρουσίαζε το πρώτο μέρος της μελέτης του «Μπορεί να υπάρχει μουσική τέχνη για τις μάζες;» και ο τρίτος προκαλούσε με ένα αιχμηρό κείμενο «Υπέρ δικτατορίας»! Ταλαντεύτηκα αν με έπαιρνε να ανακατευτώ. Αλλά είχε δύο μεγάλα κείμενα για τη μουσική και το τραγούδι που χρειάζονταν κάποια απάντηση, έστω σχολιασμό, μια διαφορετική άποψη από έναν, ας πούμε, ανιχνευτή της αντικουλτούρας. Του Μίκη, επικεντρωνόταν με άμεσο τρόπο στο σκεπτικό για το δικό του έργο. Του Λευτέρη Παπαδόπουλου, με τίτλο «Χατζιδάκις Θεοδωράκης και μετά;», δεν ήταν μόνο επιλεκτικό και μονόπλευρο, αλλά μαζί με ανακρίβειες ακύρωνε ή παρέκαμπτε κάθε τι που ήταν πέρα από τους συνθέτες με τους οποίους συνεργαζόταν ο στιχουργός. Του Μίκη ήταν γραμμένο με φλόγα, πλούτο και λυρισμό, του Λευτέρη, γραμμένο μέσα από τα γραφεία του συγκροτήματος Λαμπράκη με αγιοποίηση των καθιερωμένων, γκρίνια και αφορισμό των «άλλων», με άγνοια γι’ αυτά που συναρμολογούνταν και έσκαγαν ανεξέλεγκτα από μια νέα γενιά καλλιτεχνών που απευθύνονταν σε ένα παρορμητικό νεανικό ακροατήριο.

«Μπορούμε, λοιπόν, να είμαστε αισιόδοξοι; Νομίζω πως όχι. Το τραγούδι μας, μέρα με τη μέρα, χάνεται…», κατέληγε ο Παπαδόπουλος καθώς υπερασπιζόταν ως τη μοναδική αξία συνθέτες οι οποίοι στην περίοδο της δικτατορίας έγραφαν πολλά ωραία αλλά ανώδυνα ελαφρολαϊκά τραγούδια, αρκετά σε δικούς του στίχους, όπως το «Παποράκι», ο «Κουταλιανός», «Το άγαλμα» κ.λπ. Ευχάριστα, «έξυπνα» και διασκεδαστικά, στα οποία δεν υπήρχε η παραμικρή νύξη στην υφέρπουσα δυσαρέσκεια ή τις παγκόσμιες φωνές που ηχούσαν στα δικά μας αφτιά εκκωφαντικά για αλλαγές, καινοτομίες και ανατροπές, επί παντός. Επιτυχίες που θεωρούσαμε ότι αποτελούν –μαζί με τα μεταγλωττισμένα- το μικροαστικό σάουντρακ της εφταετίας. Ούτε λέξη για τον Σαββόπουλο που είχε σηκώσει ψηλά την παντιέρα της αμφισβήτησης με τραγούδια πρωτότυπα και ενοχλητικά, αλλά και πολύ δημοφιλή. Για διαφορετικούς λόγους, ο Θεοδωράκης και ο Παπαδόπουλος, δεν έθιγαν ό,τι ζυμωνόταν υπογείως και ακολουθούσε δικά του μονοπάτια.

Μουσική έκρηξη

Να σημειωθεί ότι εκείνη τη χρονιά, το 1972, που ο Θεοδωράκης προβληματίζεται για την εξέλιξη της δικής του έμπνευσης «νεοελληνική μετασυμφωνική μουσική» και ο Παπαδόπουλος παρουσιάζει μια ζοφερή εικόνα του ελληνικού τραγουδιού, βγαίνουν διαχρονικά διαμάντια! Η «Μικρά Ασία» του Απόστολου Καλδάρα και του Πυθαγόρα με Αλεξίου και Νταλάρα, η «Ιθαγένεια» του Γιάννη Μαρκόπουλου και του Κ. Χ. Μύρη με τον Ξυλούρη, ο «Μεγάλος ερωτικός» του Μάνου Χατζιδάκι και σπουδαίων ποιητών με Φλέρυ Νταντωνάκη και Δημήτρη Ψαριανό και το «Βρώμικο Ψωμί» του Σαββόπουλου! Θερμοπυρηνικά! Και υπήρχε συνέχεια με ποίηση Μιχάλη Κατσαρού και Γιώργου Σεφέρη από τον Μαρκόπουλο, «Το μεγάλο μας τσίρκο» των Σταύρου Ξαρχάκου και Ιάκωβου Καμπανέλλη, ο δίσκος των Αργύρη Κουνάδη και Βαγγέλη Γκούφα «Δεν περισσεύει υπομονή» με το συγκλονιστικό τραγούδι «Άι γαρούφαλλό μου» για τον Νίκο Μπελογιάννη (επί χούντας!) που ερμηνεύει διαπεραστικά η Ελένη Βιτάλη. Και άλλα τραγούδια που θα κυκλοφορούσαν μέχρι την πτώση της δικτατορίας ή στην αρχή της μεταπολίτευσης, βγαλμένα μέσα από τα υπόγεια ρεύματα της πολιτικής, πολιτισμικής και κοινωνικής αμφισβήτησης, από το «Η ζωή μου όλη» του Άκη Πάνου με τον Καζαντζίδη και τα «Πολιτικά τραγούδια» του Θάνου Μικρούτσικου σε στίχους Χικμέτ και Μπίρμαν με τη Μαρία Δημητριάδη μέχρι τον Νικόλα Άσιμο που έσφιγγε και ξέσφιγγε τις «τιράντες» του στις μπουάτ της Πλάκας μαζί με πολλούς άλλους «αντιδραστικούς» καλλιτέχνες. Σε καταφανή αντίθεση μ’ αυτά που «άκουγε» ο Παπαδόπουλος, το 1972 ήταν μία από τις καλύτερες –ever– χρονιές στο χώρο της μουσικής με σπουδαίες εκπροσωπήσεις των ρευμάτων του λαϊκού, του έντεχνου λαϊκού και του ελληνικού ροκ ιδιώματος.

Πέρα, όμως, από τη δισκογραφία, οι καλλιτέχνες του ελληνικού ροκ είχαν δημιουργήσει από μόνοι τους και ανεξάρτητα από την «κεντρική σκηνή» με τις φίρμες του ελληνικού τραγουδιού, ένα πολύ ζωντανό νεανικό πανελλαδικό κίνημα αμφισβήτησης και παρενόχλησης του κατεστημένου, όχι μόνο κόντρα στην ανελευθερία και την καταπίεση, αλλά και στο ελαφρολαϊκό τραγούδι των καταξιωμένων έντεχνων συνθετών που ήταν χαριτωμένο και μελωδικό, αλλά πλήρως ανώδυνο, εύπεπτο και ευκατάστατο. Εμείς, τα παιδιά με τα μακριά μαλλιά και τις κοντές φούστες, ήμασταν απόλυτοι, δικαιολογημένα, γιατί το αίμα μας έβραζε και θέλαμε σύγκρουση κι όχι βόλεμα ή συμβιβασμό, αλλά και γιατί αρκετοί τραγουδοποιοί, άλλος από φόβο, άλλος από καιροσκοπισμό, άλλος από έλλειψη μαχητικότητας και άλλος για λόγους επιβίωσης ή πλουτισμού, έγραφαν τραγούδια που ακούγοντάς τα κανείς σήμερα είναι αδύνατο να φανταστεί ότι γράφτηκαν από πολιτικοποιημένους καλλιτέχνες σε περίοδο δικτατορίας.

Παλιό και νέο

Η μόνη μου προφύλαξη θα ήταν, όπως μου πρότεινε ο Παπουτσάκης, να δημοσιευτεί το άρθρο μου στο «αντί» με ψευδώνυμο, το οποίο δεν μπορούσε να είναι και τόσο μυστικό αφού η Ασφάλεια παρακολουθούσε τους πάντες και τα πάντα γύρω από το περιοδικό∙ δημιουργούσε, όμως, την ψευδαίσθηση ότι κάπως θα με κάλυπτε ένα όνομα-φερετζές. Το οποίο, μάλιστα, ήταν εμπνευσμένο από το πραγματικό μου επώνυμο, αφού είχα διαλέξει το «Γιουνάνης», από το τούρκικο Γιουνάν που σημαίνει Έλληνας! Δηλαδή, τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια. Εν πάση περιπτώσει, στις ασφυκτικές προθεσμίες, με το μετα-εφηβικό μου μυαλό, κάθισα και έφτιαξα ένα άρθρο στο οποίο αντιπαρέθετα το ελληνικό ροκ στα τραγούδια και τις μουσικές που είχαν ένα μάλλον ντεμοντέ χαρακτήρα, ένα ύφος αρκετά παλιομοδίτικο και δεν συμβάδιζαν καθόλου με τα ανερχόμενα ή υπό διαμόρφωση ρεύματα αμφισβήτησης. Τα έργα του ίδιου του Θεοδωράκη ξεχώριζαν, όχι μόνο λόγω της αυθεντικότητάς τους, αλλά και λόγω της προστιθέμενης αξίας από την απαγορευμένη κυκλοφορία τους. Σε μορφή και ύφος, θεωρούσαμε τα περισσότερα έντεχνα λαϊκά και μη- τραγούδια ξεπερασμένα γιατί δεν έπιαναν το σφυγμό των ανήσυχων νέων και ήταν ασύνδετα με τα προοδευτικά καλλιτεχνικά κινήματα στην Ευρώπη και την Αμερική, αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου όπου υπήρχε αναστάτωση και ξεσηκωμός, κι όπου οι ακτιβιστές καλλιτέχνες εκφράζονταν μέσα από νέες πιο σύγχρονες, πιο ευφάνταστες και πιο επαναστατικές φόρμες. Κι εμείς είχαμε, χειροπιαστό, ένα Σαββόπουλο που ήταν από μόνος του μια επανάσταση στο ελληνικό δημοφιλές τραγούδι, με πολλές προεκτάσεις. Κι ένα κόσμο ολόκληρο, ενθουσιώδη και δυναμικό, που άκουγε από Γιώργο Ρωμανό, Βαγγέλη Γερμανό, Παύλο Σιδηρόπουλο, Γκαϊφύλλια, Πουλικάκο και Socrates μέχρι Ντίλαν, Στόουνς, Πινκ Φλόιντ, Τζέιμς Μπράουν και Φρανκ Ζάππα.

Μουσικά, η περίοδος διεθνώς ήταν κοσμογονική. Και όχι μόνο μουσικά. Προωθημένα κινήματα για τα πολιτικά δικαιώματα, για τη χειραφέτηση των γυναικών, αντιρατσιστικά, αντιπολεμικά, στις γραφικές τέχνες, την ποίηση, τη φιλοσοφία, το σινεμά, τον Τύπο, αλλά και, σημαντικότατο, για τη σεξουαλική απελευθέρωση και όλα τα παρεμφερή. Αντιθέτως, στην Ελλάδα του «γύψου», η δικτατορία –κολλημένη σε κωμικοτραγικά στερεότυπα–, προσπαθούσε να μας κρατήσει έξω από τη φάση, ενώ εμείς αγωνιζόμασταν –ασθμαίνοντες και καταϊδρωμένοι– να κατοχυρώσουμε το δικαίωμα να έχουμε μακριά μαλλιά και να φοράμε παντελόνια καμπάνες και μίνι φούστες.

Ανάληψη κινδύνου

Βέβαια, το βασικό αίτημα των προοδευτικών ανθρώπων ήταν να φύγει η χούντα, αλλά εμείς, οι πιο ζωηροί και εκδηλωτικοί, δεν ζητούσαμε μόνον αυτό. Διεκδικούσαμε πράγματα που για την Ευρώπη και την Αμερική ήταν το μίνιμουμ, αλλά για μας ήταν πολύ προχωρημένα. Εξάλλου, κανένας δεν ήξερε πότε θα φύγει ή θα πέσει η χούντα. Και κανένας από μας δεν ήθελε να περιμένει πότε θα γίνει αυτό για να μπορέσουμε να συγχρονιστούμε με τα διεθνή ρεύματα που μαζί με την αντιπολεμική στάση έθεταν με πρωτότυπους και ελκυστικούς τρόπους όλα τα ζωογόνα ζητήματα της εποχής. Ελευθερία, δημοκρατία, ειρήνη, συμμετοχή, ρήξη, ισότητα των φύλων, ανοχή στη διαφορετικότητα, φυσική ζωή, προστασία του περιβάλλοντος, πλουραλισμό και ποικιλία στις τέχνες, ανοίγματα στις νέες ιδέες και πάνω απ’ όλα άλλου είδους ανθρώπινες σχέσεις, με φιλία, συνδημιουργία, συμβίωση, ακόμα και κοινοκτημοσύνη, χωρίς ερωτικά ταμπού. Όλα αυτά που συνδέονταν με τη ροκ μουσική, τουλάχιστον μέχρι τότε, ήταν για τους συνοδοιπόρους μας αιτήματα αδιαπραγμάτευτα. Και γι’ αυτό, οι παραδοσιακές φόρμες του έντεχνου τραγουδιού, που άγγιζαν ελάχιστα τις σύγχρονες τάσεις, μας φαίνονταν ως προς την καλλιτεχνική τους έκφραση και την πολιτισμική τους προέκταση ανεπαρκή. Και οι εντόπιες πολιτικές δυνάμεις ήταν αφοσιωμένες σχεδόν αποκλειστικά σε ενέργειες για την ανατροπή της δικτατορίας, πρόβλημα που δεν το είχαν οι νεαροί Αγγλοσάξονες, οι Γάλλοι, οι Γερμανοί και πολλοί άλλοι παγκοσμίως που εξεγείρονταν με βάση μια πιο πλούσια θεματολογία. Κάπως έτσι διαμορφώθηκε το άρθρο για το «αντί».

Αυτό ήθελε κι ο Παπουτσάκης που δεν ήταν μονοδιάστατος και αντιλαμβανόταν ότι αυτό το μοντέρνο κίνημα ήταν κομιστής νέων αντιλήψεων και, επί της ουσίας, υπονομευτικών της αισθητικής και των συστατικών στοιχείων της δικτατορίας. Θεοδωρακικός ήταν, αλλά διαισθανόταν ότι και η δική μας άποψη και πρόταση ευσταθούσε και έπρεπε να ακουστεί στο κοινό που απευθυνόταν το «αντί». Αυτά τα συζητήσαμε ξανά στα χρόνια που ακολούθησαν χωρίς τον μπαμπούλα της χούντας, αλλά με άλλα προβλήματα πλέον στο προσκήνιο. Δεν είναι δε τυχαίο ότι την ίδια περίοδο, ο Ασαντούρ Μπαχαριάν (1924-1990) που είχε το «Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα» στην Ξενοφώντος, στο Σύνταγμα, μου ζήτησε να γράψω ένα παρόμοιο άρθρο για το «Χρονικό 1972», την ετήσια πολιτιστική επιθεώρηση της οποίας ήταν η ψυχή. Οι πιο ανοιχτοί στις νέες ιδέες και καλύτερα ενημερωμένοι για τα διεθνή ρεύματα και τις εντόπιες εκφράσεις τους από το χώρο της παραδοσιακής Αριστεράς, έβλεπαν χωρίς παρωπίδες με ενδιαφέρον και με συμπάθεια τη δική μας παράλληλη προσπάθεια να διατυπώσουμε ένα λόγο εναλλακτικό στην ακαμψία και τον αναχρονισμό της δικτατορίας, αλλά και των εδραιωμένων ταγών. Ένα λόγο φρέσκο και διεθνιστικό. Γιατί στη «Μουσική Γενιά» που βγάζαμε με μια εξαιρετική παρέα φίλων από το Φλεβάρη του 1972, τρεις μήνες πριν κυκλοφορήσει το «αντί», αυτό ήταν φανερό. Από τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαμε, την πιο απλή δημοτική, μέχρι τη θεματολογία που ξεπερνούσε τα φίλτρα της λογοκρισίας επειδή οι γραφειοκράτες δεν ήταν καθόλου σε θέση να καταλάβουν περί τίνος ομιλούσαμε εμείς∙ πολλά απ’ αυτά που γράφαμε και προβάλαμε μέσα από τις σελίδες της δεκαπενθήμερης εφημερίδας μας, τους ήταν εντελώς αδιάφορα ή φαίνονταν εξωπραγματικά.

Λογοκρισία και πολιτική

Γενικά, οι λογοκριτές ήταν κάπως επιφυλακτικοί με την ξένη μουσική, που τους ήταν απωθητική. Επίσης, είχαν μια καταφανή αμηχανία με τις κουλτούρες που είχαν παγκόσμια απήχηση. Η αντίθεσή τους σ’ αυτά που εμείς εκθειάζαμε ήταν βασικά κοινωνική, πολιτισμική και θρησκευτικό-ηθική. Θεωρούσαν ανήθικες τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ανύπαντρων νέων και προκλητικά για τα ήθη αλλά και έκφραση ασέβειας προς την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων τα μακριά μαλλιά και τα έξαλλα ντυσίματα. Οι δε ήχοι της ροκ μουσικής τούς προκαλούσαν αποστροφή και πονοκέφαλο. Οι βασιλικότεροι του βασιλέως εκπαιδευτικοί που εισβάλανε στις αίθουσες συναυλιών και εντοπίζανε τους μαθητές τους ανάμεσα στους θαμώνες για να τους βγάλουν έξω, να τους επιπλήξουν ή να τους τιμωρήσουν με αποβολή, επειδή άκουγαν ροκ και κουνιόντουσαν ρυθμικά, πίστευαν ότι καταπολεμούσαν τον εκφυλισμό των νέων και παρεμπόδιζαν την αποχαλίνωση των ηθών.

Αντιθέτως, όσοι δεν ήμασταν κολλημένοι μόνο στη μουσική διάσταση του φαινομένου, όπως αρκετοί από τους αναγνώστες μας και από το κοινό των συναυλιών που οργανώναμε, επιδιώκαμε συνειδητά να κάνουμε πολιτική με όχημα το ροκ. Είχαμε οριστικά απομακρυνθεί από τα ποπ συγκροτήματα που διασκέδαζαν τους νέους με τα κοστουμάκια στα κλαμπάκια και τα μπιτς πάρτι. Επιλέγαμε τους καλλιτέχνες και με πολιτικά κριτήρια, είτε είχαν αυτά να κάνουν με το αντισυμβατικό στυλ της μουσικής, είτε με το αντιπολεμικό και αντιπυραυλικό κίνημα, είτε με τα ανθρώπινα δικαιώματα, είτε με μια στάση ζωής που ήταν αφ’ εαυτής αντικομφορμιστική. Και μ’ αυτό το σκεπτικό, εκδώσαμε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας με συνέντευξη του Σαββόπουλου και τη φωτογραφία του να δεσπόζει στο πρωτοσέλιδο. Σε μια εποχή που η αριστερή φυσιογνωμία του Διονύση, οι μουσικές του συγγένειες, τα λόγια των τραγουδιών του από τις πρώτες ηχοληψίες («Βιετνάμ γιε-γιε», «Ήλιε-ήλιε αρχηγέ» κ.ά.), η άρνησή του να υπηρετήσει στο στρατό της χούντας και τα τραβήγματά του με την Ασφάλεια, τον καθιστούσαν ιδιαζόντως αντικαθεστωτικό. Αλλά και η συνέχειά μας, με άλλους πολιτικοποιημένους καλλιτέχνες στο εξώφυλλο (Τζον Λένον, Μπομπ Ντίλαν, Φρανκ Ζάππα κ.ά.) έδιναν το στίγμα της εφημερίδας, πολύ διαφορετικό από τα νεανικά έντυπα που είχαν μέχρι τότε κυκλοφορήσει. Οι μουσικές και τα πρόσωπα που προβάλαμε δεν ήταν τόσο αθώα όσο φαίνονταν στους μονοσήμαντους λογοκριτές…

Τα άρθρα ατύχησαν

Για τα κιλά μας, αυτό που κάναμε δεν ήταν λίγο. Για να βγάλει, όμως, κανείς το «αντί» που ήταν καθαρά πολιτικό και κραυγαλέα αντιδικτατορικό ή να λειτουργεί ένα «χώρο» δημοκρατικών καλλιτεχνών στην πλατεία Συντάγματος όπως αποτολμούσε ο στιγματισμένος Μπαχαριάν, ήταν μάλλον πιο ριψοκίνδυνο. Αυτοί είχαν κότσια και γερό μπακγκράουντ. Κι εμείς είχαμε τσαγανό, περίσσιο θα έλεγα, αλλά ούτε τον πατέρα μας είχαν δολοφονήσει οι παρακρατικοί για συμμετοχή στην εθνική αντίσταση όπως είχε συμβεί με τον πατέρα του Παπουτσάκη ούτε πολύχρονη φυλακή είχαμε κάνει όπως ο Μπαχαριάν για τις πολιτικές πεποιθήσεις και τους αγώνες του.

Τελικά και τα δύο άρθρα μου δεν ευτύχησαν να δημοσιευτούν. Στο «Χρονικό 1972» δεν ανταποκρίθηκα γιατί έφυγα για πολύμηνη περιπλάνηση με ότο-στοπ στις ευρωπαϊκές χώρες κι όταν γύρισα ήμουνα σε φάση αναθεώρησης πολλών βεβαιοτήτων. Και στο «αντί» η ευκαιρία είχε χαθεί με το βίαιο κλείσιμό του.

Θυμάμαι πάντα με εκτίμηση αυτούς τους ρηξικέλευθους ανθρώπους, που με κάλεσαν να συμμετάσχω σε κάτι τόσο σημαντικό και με έβαζαν να δοκιμάσω κι εγώ τον εαυτό μου, στα πιο βαθιά.

Χρόνια αργότερα, όταν ο Παπουτσάκης αποφάσισε να βγάλει, μνήμης ένεκεν, το ανέκδοτο «αντί» αριθμ. 2 με το αυθεντικό του περιεχόμενο, με ρώτησε αν είχα κρατήσει αντίγραφο του άρθρου μου, αλλά μετά λύπης τού απάντησα ότι δεν είχα ακόμη εντοπίσει πού είχα κρύψει το αντίγραφο που είχα κάνει με καρμπόν. Την άνοιξη του 1973, όταν η ΑΑΣΠΕ χτυπήθηκε από την Ασφάλεια, όσοι δεν είχαμε συλληφθεί, αναστατωμένοι, εξαφανίσαμε βιαστικά ό,τι θα μπορούσε να είναι ενοχοποιητικό, σε περίπτωση που οι έρευνες της Ασφάλειας έφταναν και σε μας, από προκηρύξεις και φέιγ βολάν στον πολύγραφο μέχρι κομμουνιστικά βιβλία, φωτογραφίες και τηλεφωνικούς καταλόγους, άρθρα και σημειώσεις, δημοσιεύματα αντιχουντικά, ακόμα και δίσκους και ταινίες με τραγούδια πολιτικά που είχαμε στα σπίτια μας. Έτσι, το αντιδικτατορικό «αντί» αριθμ. 2, βγήκε στη μεταπολίτευση χωρίς το άρθρο για το ελληνικό ροκ ιδίωμα του άγνωστου συνεργάτη κ. Γιουνάνη.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!