Διεξάχθηκαν με επιτυχία και φέτος οι «26ες Νύχτες Πρεμιέρας», παρά τις αντίξοες συνθήκες λόγω πανδημίας και των ληφθέντων μέτρων που επέβαλαν προβολή μόνο σε θερινά σινεμά, με 60% πληρότητα. Παράλληλα, το φεστιβάλ διεξάχθηκε και ονλάιν, με προβολές επί πληρωμή και συγκεκριμένο αριθμό θεάσεων.
Από τις 13 ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού, που προσανατολίζεται κυρίως σε πρώτες προσπάθειες νέων δημιουργών με νεανικές κυρίως θεματολογίες, η καταιγιστική ένταση και το καρδιοχτύπι του πρώτου έρωτα αποτυπώνονται με φρεσκάδα στο «16 φορές Άνοιξη», σκηνοθετικό ντεμπούτο της 20χρονης Σουζάν Λιντόν, κόρης γνωστών Γάλλων ηθοποιών, η οποία εκτός από τη σκηνοθεσία, έγραψε το σενάριο και πρωταγωνιστεί πλάι στον Αρνό Βαλουά. Η 16χρονη βιβλιόφιλη ηρωίδα Σουζάν ερωτεύεται έναν 35αρη, που τον ακολουθεί και ανακαλύπτει πως είναι θεατρικός ηθοποιός. Παρακολουθεί κρυφά τις πρόβες, ώσπου να τολμήσει να τον πλησιάσει. Ο Ραφαέλ αποδέχεται έκπληκτος την ειλικρινή προσέγγιση της Σουζάν και σύντομα δεν μπορεί να την βγάλει από τη σκέψη του. Με επιρροές από Πιαλά και νουβέλ βαγκ, η Λιντόν απογειώνει τα συναισθήματα στις χορογραφημένες αλά Πίνα Μπάους στιγμές του ζευγαριού, όπου επαναλαμβάνουν παράλληλα ίδιες κινήσεις, υπό τους ήχους μπαρόκ άριας του Βιβάλντι να φορτίζει τη δραματική αίσθηση του έρωτα, πλάι στα τραγούδια του Κριστόφ, που εκφράζουν την εφηβική ανεμελιά και την υπέρμετρη χαρά μιας ερωτευμένης έφηβης.
Στην ταινία του Διαγωνιστικού «Η μικρή μου αδερφή», του δημιουργικού δίδυμου από την Ελβετία Στεφανί Σουά και Βερονίκ Ρεϊμοντ, συγκλονίζει η ερμηνεία της Γερμανίδας ηθοποιού Νίνα Χος, στο ρόλο της Λίσα, που βλέπει τον ηθοποιό αδερφό της, να σβήνει από καρκίνο. Πλάι στην αλαζονεία της πρώην ηθοποιού μητέρας τους και την αδιαφορία του εγωκεντρικού συζύγου της, η Λίσα παραμένει η μόνη που συγκρούεται με όλους, προκειμένου να μην τον βλέπουν ως μελλοθάνατο, αλλά ως ηθοποιό που πασχίζει να κρατηθεί στη ζωή μέσα από την τέχνη του. Με εσωτερικές σιωπές και βλέμματα η Χος καταφέρνει να αποδώσει συγκρατημένα ξεσπάσματα οργής και τον υπόκωφο πόνο που την κατατρώει.
Ο Κουβανός Αρμάντο Κάπο στην ταινία του «Αύγουστος» επιλέγει μέσα από τη ματιά του συνεσταλμένου νεαρού πρωταγωνιστή Κάρλο, να φωτίσει μια ιδιαίτερη πτυχή στην ιστορία της χώρας του. Τοποθετημένη η ταινία στο 1994, περίοδο όπου η χώρα αντιμετωπίζει ελλείψεις ειδών πρώτης ανάγκης, διαρκείς διακοπές ρεύματος και φτώχεια, μεγάλο μέρος του πληθυσμού, πάνω από 35.000, οδηγείται σε παράτολμη αυτομόληση προς της ΗΠΑ, σε πείσμα ενός ανήμπορου, όπως δείχνει στις τηλεοπτικές οθόνες, Φιντέλ Κάστρο να τους μεταπείσει. Παρακολουθούμε στιγμές από την καθημερινότητα του Κάρλο, τα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα και τις περιπλανήσεις του στις παραλιακές ακτές, εκεί όπου καταφεύγουν όλο και περισσότεροι συμπολίτες του, αναζητώντας απεγνωσμένα τρόπο διαφυγής, αλλά και την έγνοια του Κάρλο να φροντίσει την κατάκοιτη γιαγιά του, ενώ παρακολουθεί ανήμπορος τις δυσκολίες επιβίωσης των γονιών του. Σύντομα όλα αλλάζουν, η γιαγιά πεθαίνει, ενώ σε ένα βράδυ, αυτομολούν η φιλεναδούλα του με την οικογένειά της καθώς και ο ίδιος ο πατέρας του. Από το ραδιόφωνο ακούγονται έκτακτα δελτία για τα αυγουστιάτικα μελτέμια και για τον κίνδυνο που διατρέχουν όσοι επιχειρούν να φτάσουν με αυτοσχέδια πλεούμενα στο Μαϊάμι. Τα μισοσβημένα συνθήματα κατά μήκος του παραλιακού στηθαίου «Λαός ενωμένος ποτέ νικημένος» δείχνουν να μοιάζουν με έρημα κουφάρια. Με μια απλή καταγραφή νεορεαλιστικών επιρροών, καλές ερμηνείες και εξαιρετικούς προσεγμένους φωτισμούς, που αναδεικνύουν το απογευματινό φως στις ανεμοδαρμένες ακτές της Κούβας, ο Κάπο αναδεικνύει σε μια καλοστημένη ταινία την κυρίαρχη άποψη για την αποτυχία ενός ουτοπικού σοσιαλιστικού πειράματος. Ωστόσο ξεχνάει να αναφέρει πως την περίοδο εκείνη, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η Κούβα καταδικάστηκε από τις ΗΠΑ σε ένα εγκληματικό εμπάργκο, κύριο λόγο της ανέχειας του κουβανικού λαού. Αξίζει να σημειωθεί πως στην εποχή που αναφέρεται η ταινία του Κάπο, ο σπουδαίος Κουβανός σκηνοθέτης Τομάς Γκουτιέρες Αλέα είχε σκηνοθετήσει την αριστουργηματική ταινία «Φράουλα και σοκολάτα» (1993) αποτολμώντας μια κριτική ματιά από τα μέσα, όχι μόνο για την αναπόφευκτη φτώχεια, αλλά και κάποιες ηθικές αγκυλώσεις, δίχως όμως να ακυρώνει την όλη προσπάθεια, καθώς επανάσταση σημαίνει μακροχρόνιες αλλαγές στην κοινωνία.
Αναμφισβήτητα ξεχώρισε η ταινία «Αυτό δεν είναι ταφή, είναι ανάσταση» του εγκατεστημένου στο Βερολίνο Λεμοχάνγκ Τζερεμάια Μοσέσε, από το Λεσότο, της Νότιας Αφρικής. Συμβολισμοί αφρικανικών ταφικών παραδόσεων συνδυάζονται με σύγχρονα προβλήματα των τοπικών πληθυσμών που εκδιώκονται από τη γη των προγόνων τους, με αφορμή την ανάπτυξη σε έναν ρημαγμένο από την αποικιοκρατική εκμετάλλευση τόπο, πλούσιο σε παραδόσεις. Η ιστορία αρχικά προσεγγίζεται ποιητικά, μέσα από την εκτός κάδρου αφήγηση ενός Αφρικανού ραψωδού, που διηγείται σε τοπικό γλωσσικό ιδίωμα την ιστορία μιας 80χρονης χήρας, που το μόνο που επιθυμεί είναι να ταφεί στη γη όπου γεννήθηκε, εκεί όπου έχει θάψει σύζυγο, παιδιά και εγγόνια και προσπαθεί να πείσει τους συγχωριανούς της να μην εγκαταλείψουν την γη τους. Επεξεργασμένα στατικά μετωπικά και συμμετρικά πλάνα, με αλλοτινής εποχής ενδυμασίες, συνδυαλέγονται με κοντινά στο εκφραστικό ρυτιδιασμένο πρόσωπο της ηλικιωμένης πρωταγωνίστριας, ανετάριστα πλάνα με κουνημένη κάμερα και παραδοσιακές κελεμπίες, μεταξύ έντονης εθνογραφικής διάστασης και πειραματικής αισθητικής. Εντυπωσιάζουν τα εξαιρετικά καδραρίσματα στο άγριο τοπίο των πεδιάδων της Ναζαρέτα, με τον ορίζοντα τοποθετημένο χαμηλά, όσο και η πρωτότυπη πειραματική μουσική με έγχορδα και πρωτόγονα πνευστά, του αβάν γκαρντ Γιαπωνέζου συνθέτη Γιου Μιγιασίτα, σε συνδυασμό με διάσπαρτες παραδοσιακές αφρικανικές χορωδίες.
Από τα ελληνικά μουσικά ντοκιμαντέρ εντυπωσίασε το «Μάρκος» του Νίκου Σκαρέντζου, για τη μουσική κληρονομιά του Μάρκου Βαμβακάρη. Μέσα από συγκεκριμένες βιογραφικές λεπτομέρειες αναδύεται ανάγλυφα η τολμηρή προσωπικότητά του Συριανού μουσικού. Από βοηθός λατερνατζή πέρασε από πολλές δουλειές του ποδαριού, καταλήγοντας εργάτης στον Πειραιά, όπου ήρθε σε επαφή με το προλεταριάτο και τον υπόκοσμο, μέχρι που ανακάλυψε το πάθος του για το μπουζούκι. Επιλεγμένοι ομιλητές, ανάμεσά τους ο μουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας και ο ειδικός στη δισκογραφία του ρεμπέτικου Παναγιώτης Κουνάδης, αναφέρονται στη διαμόρφωση του ρεμπέτικου στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας, ως γεγονός που έδωσε για πρώτη φορά φωνή στην κατώτερη τάξη, ενώ αναφέρονται στη συμβολή του Βαμβακάρη, που κουβαλώντας τις παραδόσεις ιταλικής όπερας, Κωνσταντινοπολίτικης και μικρασιάτικης μουσικής, καθόρισε το είδος του μουρμούρικου-κουτσαβάκικου, τεκετζίδικου τραγουδιού, που κατέπνιξε η λογοκρισία του Μεταξά. Τα τραγούδια του Βαμβακάρη αναβίωσαν χάρη στον Γρηγόρη Μπιθικώτση που ζήτησε να τα ερμηνεύσει στη δεκαετία του ’60. Διάσπαρτα αποσπάσματα της μουσική του Βαμβακάρη ζωντανεύουν μέσα από νέους καλλιτέχνες που καθένας δίνει τη δική του ιδιαίτερη ερμηνεία, ανάμεσά τους ο Στέλιος Βαμβακάρης, γιος του Μάρκου και ο Δημήτρης Μυστακίδης με την κιθάρα του. Καταγράφεται όμως και η προσέγγιση νέων μουσικών, μεταναστών δεύτερης γενιάς, που για αυτούς η μουσική του Βαμβακάρη αποτελεί στοιχείο της δικής του ελληνικής ταυτότητας. Παράλληλα, εντοπίζονται ανάμεσα σε ευφάνταστες λάτιν διασκευές, η λυρική προσέγγιση του Mc Yinka, η μπλουζ αίσθηση του Λόλεκ, ενώ αναδεικνύονται χιπ χοπ και ρέγγε προσεγγίσεις με αποκορύφωμα τη γνωστή διασκευή της «Φραγκοσυριανής» από τους Locomondo. Τέλος, παρουσιάζονται ρεμπέτικα σχήματα σε Άμστερνταμ και Λονδίνο, από ελληνικής καταγωγής μουσικούς.
Στο εξαιρετικό φετινό αφιέρωμα «Το σινεμά Ονειρεύεται», που προέκυψε από την ικανότητα του κινηματογράφου να μεταμορφώνει τον κόσμο σε παραμύθι, ιδίως μετά τον εγκλεισμό της καραντίνας, προβλήθηκαν αριστουργηματικές ταινίες όπως «Πέρσι στο Μαρίενμπαντ» (1961/Αλέν Ρενέ) και «Οδός Μαλχόλαντ», ενώ την Κυριακή 4/10/2020, θα προβληθούν οι δυο εξαιρετικές ταινίες του αφιερώματος «Enter the void» (2009/Γκασπάρ Νοέ) και «Κογιανισκάτσι» (1982/Γκόντρφεϊ Ρέτζιο), στους θερινούς Στέλλα και Αθηναία αντίστοιχα.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,
[email protected]