Παρόλο που το συναινετικό πλαίσιο διακυβέρνησης της χώρας έχει ήδη καταστρωθεί, και αποτελεί οδηγητικό νήμα για οποιαδήποτε κυβέρνηση προκύψει μετεκλογικά, η ρευστότητα της πολιτικής κατάστασης στη χώρα εντείνεται 15 μέρες πριν τις εκλογές. Παρόλο, επίσης, που οι εταιρείες δημοσκοπήσεων δίνουν με σιγουριά την πρωτιά στη Ν.Δ., αιωρούνται πάντα στον αέρα –μέχρι τη στιγμή της κάλπης– μια σειρά ερωτήματα: τι θα ψηφίσουν περίπου 2 εκατομμύρια πολίτες της «γκρίζας ζώνης» και οι νέοι ψηφοφόροι, ποια θα είναι η έκταση της «τιμωρητικής ψήφου», καθώς και ποιο θα είναι το ύψος του ποσοστού των δύο πρώτων κομμάτων αθροιζόμενο – αλλά και η μεταξύ τους διαφορά. Η ρευστότητα ενισχύεται ακόμα περισσότερο με την απλή αναλογική. Επίσης στον παράγοντα της ρευστότητας πρέπει να ληφθεί υπόψη η ψυχρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται ο κ. Μητσοτάκης από τον ευρωπαϊκούς κύκλους, η αυστηρή ουδετερότητα που δείχνει η Πρεσβεία των ΗΠΑ απέναντι σε Μητσοτάκη και Τσίπρα, και ο «τροπισμός» που προκαλούν αυτές οι εξελίξεις στους κύκλους των εγχώριων ελίτ.

Ορισμένα δεδομένα που όλοι λαμβάνουν υπόψη τους σοβαρά

Δεδομένο πρώτο: Οι εκλογές διεξάγονται σε ένα κλίμα όπου η κρίση εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα είναι μεγάλη και βαθιά. Πράγμα που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα εκφραστεί στο εκλογικό αποτέλεσμα. Τα δύο μεγάλα κόμματα θα γνωρίσουν υποχώρηση σε σχέση με τον απόλυτο αριθμό ψήφων, αλλά και ποσοστών, σε σχέση με τις εκλογές του 2019. Δεν γνωρίζουμε την έκταση της υποχώρησης, όμως η Ν.Δ. έχει σημαντική φθορά, που φαίνεται και σε όλες τις σπασμωδικές κινήσεις του Μαξίμου, όπως: το ψηφοδέλτιο επικρατείας (ο κ. Κοττάκης το χαρακτήρισε ψηφοδέλτιο «υπαλλήλων και κηπουρών»), την πρόδηλη ανασφάλεια για τις μετεκλογικές εξελίξεις και τον τόνο της προεκλογικής εκστρατείας (που δεν δείχνει αίσθημα ασφαλείας για την «πρωτιά»), τις μεθοδεύσεις για αποκλεισμό άλλων δεξιών ψηφοδελτίων (που ίσως φέρει αντίθετα αποτελέσματα) κ.ο.κ. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ παλεύει με την αναξιοπιστία του, δεν έχει ρεύμα, δηλαδή χρεώνεται την απουσία ουσιαστικής αντιπολίτευσης που τον χαρακτήρισε μέχρι τώρα. Τα όσα υπόσχεται σαν μέτρα δεν πείθουν σοβαρά. Τέλος, ο Ανδρουλάκης δεν μπορεί να συγκρατήσει τη φθορά που έχει, και δείχνει ότι απλά θέλει να είναι συνέταιρος στο όποιο κυβερνητικό σχήμα προκύψει. Η γραμμή «θα συνεργαστώ με όποιον βγει πρώτος» είναι λιγάκι αυτοκτονική…

Στην ερώτηση «Μεταξύ των κ.κ. Κ. Μητσοτάκη και Αλ. Τσίπρα, ποιος πιστεύετε ότι μπορεί να κάνει πράξη όσα υπόσχεται;», η απάντηση είναι: Μητσοτάκης 37,5%, Τσίπρας 19,1%, ΚΑΝΕΝΑΣ 37,2%. Στην ερώτηση «Μεταξύ των κ.κ. Κ. Μητσοτάκη και Αλ. Τσίπρα, ποιος πιστεύετε ότι μπορεί να προστατεύσει την πρώτη κατοικία;», η απάντηση είναι ακόμα πιο διαφωτιστική: Τσίπρας 29,4%, Μητσοτάκης 26,5%, ΚΑΝΕΝΑΣ 34,9% (δημοσκόπηση που διενήργησε η RASS για λογαριασμό του iefimerida, 3/5/2023).

Τα κόμματα βασικά σιωπούν για τις γεωπολιτικές εξελίξεις, ενώ από όλες τις πλευρές του ευρωατλαντισμού έχει γίνει ξεκάθαρο το τι «βλέπουν» και τι επιφυλάσσουν για τη χώρα μας το αμέσως επόμενο διάστημα

Δεδομένο δεύτερο: Σε ολόκληρη την προεκλογική περίοδο, τα κόμματα βασικά σιωπούν για τις γεωπολιτικές εξελίξεις, ενώ από όλες τις πλευρές του ευρωατλαντισμού έχει γίνει ξεκάθαρο το τι «βλέπουν» και τι επιφυλάσσουν για τη χώρα μας το αμέσως επόμενο διάστημα. Οι εκλογές στην Ελλάδα –και η ρευστότητα– συμπίπτουν χρονικά με τις εκλογές στην Τουρκία και το αβέβαιο αποτέλεσμά τους. Ο αμερικάνικος παράγοντας έχει κάνει καθαρό με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι μεθοδεύεται μια «επίλυση» των «διαφορών» στην περιοχή υπέρ της Τουρκίας (στην ουσία η ρυμούλκησή της και η διατήρησή της στα ΝΑΤΟϊκά πλαίσια περνά μέσα από μεγάλες παραχωρήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας). Η κωδική ονομασία αυτών των επιδιώξεων ως «Πρέσπες του Αιγαίου» και η φούρια για το «κλείσιμο» τέτοιων ζητημάτων έχει γίνει αποδεκτή από όλα τα συστημικά κόμματα που φιλοδοξούν να παίξουν ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας με σχήματα κυβερνήσεων συνεργασίας. Και η Ν.Δ. και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν αναλάβει υποχρεώσεις για την προώθηση αυτών των σχεδιασμών, είναι πολύ καλά ενημερωμένοι (από Μπλίνκεν και Τσούνη, ενώ και ο γνωστός μας Πάιατ θα παίξει ρόλο αυτοπροσώπως). Και, όχι παράξενο, όλα τα άλλα κόμματα σιωπούν κι αυτά για τον κρίσιμο γεωπολιτικό αναδασμό που είναι πρώτος στην ημερήσια διάταξη των ευρωατλαντικών κύκλων. Ο ενδοτισμός προς τον τούρκικο επεκτατισμό είναι παράγωγο της εξάρτησης των ελληνικών ελίτ και του πολιτικού συστήματος στη λεγόμενη «σωστή πλευρά της ιστορίας».

Οι υποχρεώσεις του πολιτικού συστήματος δεν σταματούν σε αυτό το σημείο: Τα νησιά πρέπει να αποστρατιωτικοποιηθούν, οπλικά συστήματα στέλνονται στην Ουκρανία, ο υπουργός Άμυνας της Ουκρανίας επισκέφθηκε τη χώρα μας και συζητήθηκαν ανάλογα θέματα. Πρόσφατα επισκέφθηκε το υπουργείο Άμυνας της χώρας μας και ο επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς της Ε.Ε., Τιερί Μπρετόν, που τόνισε ότι «είναι πολύ σημαντικό να ενισχύσουμε τις δυνατότητές μας ως Ε.Ε. στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, για να ικανοποιήσουμε τις υποχρεώσεις μας φυσικά απέναντι στην Ουκρανία όσον αφορά τα πυρομαχικά, αλλά επίσης για να επιτύχουμε τους σκοπούς μας ως Ε.Ε. και να αυξήσουμε τις δυνατότητές μας». Έτσι στις εγκαταστάσεις της ΕΑΣ (Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα) στο Λαύριο θα παράγονται πυρομαχικά (βλημάτων 155 χιλιοστών) που θα πωλούνται στην Ουκρανία. Ο πρέσβης των ΗΠΑ κ. Τσούνης το είπε καθαρά στο Φόρουμ των Δελφών πριν μία βδομάδα: «Η εξαιρετική αυτή συνεργασία διατηρείται εδώ και πάνω από μία δεκαετία, παρά τις τέσσερις διαφορετικές κυβερνήσεις, και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ελλάδα»… [«Η Ελλάδα κόμβος εμπορίου, logistics, ενέργειας, αλλά και κόμβος για το ΝΑΤΟ»].

Δεδομένο τρίτο: Παρ’ όλες τις υποσχέσεις για παροχές, για αυξήσεις μισθών, για προστασία των ασθενέστερων κ.λπ., το οικονομικό πρόγραμμα που θα εφαρμοστεί είναι προκαθορισμένο σε γενικές γραμμές, και όλοι το ξέρουν. Πρόκειται για το Ταμείο Στήριξης και το Πρόγραμμα Σταθερότητας των χρόνων 2023-2026, που λειτουργούν με προαπαιτούμενα και αναγκαίες «μεταρρυθμίσεις» οι οποίες καταρτίζονται στην Ε.Ε. και πρέπει να ακολουθηθούν πιστά από οποιαδήποτε κυβέρνηση προκύψει. Επειδή, όπως αναφέρει και η πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας, θα θέτουν σε εφαρμογή «έναν αξιόπιστο μηχανισμό κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, ο οποίος θα είναι αρκετά αυτοματοποιημένος, αφήνοντας λίγα περιθώρια πολιτικών παρεμβάσεων». Σε πρόσφατη επίσης συνέντευξή του ο επίτροπος Οικονομικών, Π. Τζεντιλόνι, διευκρίνισε με έμφαση ότι «όλο το ελληνικό πολιτικό φάσμα γνωρίζει πόσο σημαντικά είναι τα ευρωπαϊκά προγράμματα, γνωρίζει ότι είναι αναγκαίο μετά τις εκλογές να επικεντρωθεί στα ευρωπαϊκά προγράμματα, στην απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, στις κοινές ευρωπαϊκές δεσμεύσεις». Και φυσικά ο «πυλώνας» της ευρωκρατίας στην Ελλάδα και υπάλληλος της ΕΚΤ κ. Στουρνάρας το επιβεβαιώνει: «Είναι αδιανόητο κάποιο από τα 3 κόμματα να θέσει σε κίνδυνο την πορεία προς την κανονικότητα». Τέλος ο Αλ. Τσίπρας, μόλις προχθές, μιλώντας στον ΑΝΤ στον Ν. Χατζηνικολάου, είπε με έμφαση: «Αυτά που προτείνουμε δεν θα επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό. Ξέρουμε τι θα πει δημοσιονομική ισορροπία. Δεν είμαστε χθεσινοί». Αυτή τη φορά, λέει την αλήθεια…

Αφού λοιπόν υπάρχουν και είναι αποδεκτά αυτά τα τρία δεδομένα, που πιστοποιούν ότι είναι προκαθορισμένο το συναινετικό πλαίσιο διακυβέρνησης της «επόμενης μέρας», το βασικά καινούργιο στοιχείο είναι ότι αυτά θα υλοποιηθούν από κυβέρνηση συνεργασίας.

Η ώρα των κυβερνήσεων συνεργασίας

Στην προεκλογική περίοδο έχει επικρατήσει η συζήτηση για το ποιος θα είναι πρωθυπουργός, ποια ποσοστά βγάζουν κυβερνητικό σχήμα, ποιος θα συνεργαστεί με ποιον και ποιος ορκίζεται ότι δεν θα συνεργαστεί με τον άλλον, και γίνεται λόγος για «αυτοδυναμία», για «κυβέρνηση ηττημένων», για «κυβέρνηση με ψήφο ανοχής». Όλα αυτά μαρτυρούν τη ρευστότητα που προαναφέραμε, αλλά πιστοποιούν επίσης ότι η «κουτάλα» αναδεύεται με δύναμη, και μπορεί να γεννηθούν σχήματα που σήμερα φαίνονται λίγο πιθανά. Για παράδειγμα, η καθήλωση των δύο μεγάλων κομμάτων σε χαμηλά ποσοστά μπορεί να δώσει «λύση» με κυβέρνηση ειδικού χαρακτήρα, μικρής διάρκειας, ή ακόμα και κυβέρνηση συνεργασίας των δύο μεγάλων κομμάτων, ή και των τριών μαζί συστημικών κομμάτων.

Ο έντονα δραστήριος συνταγματολόγος Ν. Αλιβιζάτος, σε συνέντευξή του στον κ. Γ. Κουβαρά (ΕΡΤ), τόνισε: «Οι μονοκομματικές κυβερνήσεις, όπως φάνηκε από την υπόθεση των υποκλοπών, ενδίδουν στην αλαζονεία […] Αν η Ν.Δ. κινηθεί πολύ κάτω από το 40% στις εκλογές, δεν δικαιούται να κυβερνήσει αυτοδύναμα. Προσβάλλει τη λαϊκή θέληση μια τέτοια απαίτηση. Με φοβίζει μεν η απλούστατη αναλογική, με φοβίζει όμως και η αλαζονεία της εξουσίας […] Ο κ. Μητσοτάκης δεν έχει το ηθικό έρεισμα να διεκδικήσει την πρωθυπουργία, αν κινηθεί στο 30% και αν σε κάθε περίπτωση το ποσοστό που λάβει είναι χαμηλότερο του 35%. Δικαιούται να διεκδικήσει την πρωθυπουργία με ποσοστό άνω του 35% […] Ιδανικό θα ήταν ένα σχήμα ευρείας συναίνεσης δύο ή τριών κομμάτων, τύπου 1989, για να λύσει εκκρεμή θέματα μέχρι τον Μάιο τον 2024, μήνα στον οποίο θα μετατεθεί η τιτανομαχία».

Ο κ. Αλιβιζάτος δεν εκφράζει απλά τις προσωπικές του απόψεις. Κάτι έχει υπόψη του για τα μαγειρέματα της «κουτάλας». Εξάλλου σε άρθρο του κ. Κοττάκη («Οι μυστικοί δείπνοι της διαπλοκής για Κυβέρνηση ενός έτους», Εστία 2/5/2023) επισημαίνεται ότι σε δείπνο που γίνονταν σε σπίτι «κορυφαίου επιχειρηματία» στις 26 Απριλίου, όπου παρευρίσκονταν παράγοντες «από τον κόσμο της ναυτιλίας, των εξαγωγών, της φαρμακοβιομηχανίας, των κατασκευών, του τουρισμού, των επιχειρήσεων digital και άλλων», «ήταν προσκεκλημένος κορυφαίος υπουργός της Ν.Δ., στο πλαίσιο της προεκλογικής του εκστρατείας». Ο τελευταίος φέρεται να «άφησε σύξυλους τούς υποστηρικτές του –τους έπεσαν τα πιρούνια– με την πρόβλεψή του για τις εκλογές: “Δεν πρόκειται να γίνουν δεύτερες εκλογές. Θα συγκροτηθεί κυβέρνηση συνεργασίας ενός έτους μέχρι τις ευρωεκλογές, για να προχωρήσουν τα θέματα με την Τουρκία, και μετά θα λύσουμε τις διαφορές μας”». Υποστήριξε δε ότι η Ν.Δ.θα κινηθεί ανάμεσα στο 30% και 34%.

Η καθήλωση των δύο μεγάλων κομμάτων σε χαμηλά ποσοστά μπορεί να δώσει «λύση» με κυβέρνηση ειδικού χαρακτήρα, μικρής διάρκειας, ή ακόμα και κυβέρνηση συνεργασίας των δύο μεγάλων κομμάτων, ή και των τριών μαζί συστημικών κομμάτων

Επομένως, αν συνδυάσουμε τα όσα λέει ο κ. Αλεβιζάτος και όσα αποκαλύπτει ο κ. Κοττάκης, δεν πρέπει να αιφνιδιαστούμε το βράδυ των εκλογών. Φυσικά, τόσο ο Μητσοτάκης όσο και ο Τσίπρας θα ήθελαν να πάνε διαφορετικά τα πράγματα, και κινούνται σε μια κατεύθυνση να κατοχυρώσουν τις δικές τους θέσεις και να αποφύγουν μια «εκπαραθύρωσή» τους. Γι’ αυτό κάνουν λόγο ο πρώτος για αυτοδυναμία, και πιέζει στην κατεύθυνση δεύτερων εκλογών στις 2 Ιουλίου, ενώ ο δεύτερος κάνει λόγο για «σταθερή κυβέρνηση μακράς πνοής», δείχνοντας την πλήρη συμμόρφωσή του με κάθε τρόπο και διαλαλώντας ότι θέλει να συγκυβερνήσει με το ΠΑΣΟΚ, για να φέρουν την… «Αλλαγή».

Θα έχουμε λοιπόν κυβερνήσεις συνεργασίας ποικίλης σύνθεσης και διάρκειας για να οδηγήσουν τη χώρα στο «όπου βγει». Επίσης, ενώ τέτοια μαγειρεύονται, έχουμε το ΚΚΕ να βαυκαλίζεται ότι «μόνο η δύναμη του ΚΚΕ είναι το μέτρο της δύναμης που θα έχει ο λαός μετά τις εκλογές» (Κουτσούμπας, Γιάννενα, 4/5/2023), ο δε Γιάνης Βαρουφάκης παρουσιάζει κι άλλες τεχνοκρατικές λύσεις του οικονομικού (σκέτα;) προβλήματος της χώρας, και σιωπά για μεγάλα θέματα όπως «Πρέσπες του Αιγαίου» και αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Θέματα εξάλλου που ξεχνούν και όλοι οι υπόλοιποι αριστεροί συνδυασμοί. Τόσο ταξικά και σκληρά που οι «αστοί τρομάξαν πάλι»…

Η ρευστότητα και η κρισιμότητα της κατάστασης κάνουν ώστε να μην πλήττουμε μέσα στο άχαρο και ρηχότατο προεκλογικό σκηνικό. Αναζητείται όμως και βοά η ανάγκη ενός σχεδίου εθνικής κυριαρχίας της χώρας με ενεργοποιημένο τον λαϊκό παράγοντα. Αυτό –δυστυχώς– δεν θα το δώσει, ούτε θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις του, η προσεχής εκλογική διαδικασία. Ζούμε σε «ενδιαφέροντες καιρούς», κατά την κινεζική ευχή…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!