Ποιοι μετασχηματισμοί απαιτούνται ώστε η αλληγορική αφήγηση του Καμί για μιαν επιδημία πανούκλας να λειτουργήσει στο δικό μας αδρανειακό σύστημα; Του Σταύρου Γεωργά

Τη βασικότερη ένδειξη την οφείλω σ’ έναν Ηπειρώτη γιατρό, τον Πετράκη Ηπίτη, που εκδίδει το 1816, στη Βιέννη, το σύγγραμμα Λοιμολογία ή περί της πανώλης, προφυλάξεως και εξολοθρεύσεως αυτής και όπου προσπαθεί να πει κάτι περισσότερο απ’ όσα ώς τότε επέτρεπαν να μιλάνε οι χρονικογράφοι αδιακρίτως για πανούκλα ή για λοιμό, λοιμική, αφού επρόκειτο εν πάση περιπτώσει για «νόσημα επί πάντας ή τους πλείους παραγινόμενον υπό διαφθοράς του αέρος», για ένα «κοινόν πάθος πλείστων υπό του αυτού καιρού κατά πόλεις και έθνη οξείς κινδύνους και θανάτους επιφέρον» (Γεράσιμος Βλάχος, Αρμονία οριστική των όντων, Βενετία, 1661). Το κρίσιμο σημείο της καινούργιας (τότε), επακριβούς όσο γινόταν, περιγραφής είναι, νομίζω, το ακόλουθο:
«Η πανώλη», γράφει ο Ηπίτης, «είναι πολυμορφοτάτη αρρωστία. Έξω από ελαφρόν πονοκέφαλον, ολίγην ζάλην και στομαχόπονον δεν αισθάνεται ενίοτε ο πάσχων τίποτε άλλο. Άλλος πάλιν είναι μόνον ολίγον ανήμπορος, έχει ένα, δύο βουβώνας τους οποίους θεωρεί, ως συμπτώματα γαλλικού πάθους. Ο τρίτος κατάκειται, παντάπασιν αδυνατισμένος, χωρίς άλλα σημεία της πανώλης, και στοχάζεται ότι πάσχει από λοιμικήν. Ο σύντροφός του αισθάνεται φρίκην, θέρμην, ιδρώνει, παύουν όλ’ αυτά προς καιρόν, και πιστεύει ότι άρπαξε τον διαλείποντα πυρετόν. Ή βλέπων μελανάς κηλίδας επάνω εις το σώμα του, στοχάζεται ότι έχει πελίωσιν (scorbutus)».
Με δυο λόγια: οι πανωλόβλητοι νομίζουν πάντα, στην αρχή, ότι πάσχουν από κάτι άλλο – κι ακόμη χειρότερα: στους άλλους δίνουν, στην αρχή, την εντύπωση πως δεν τρέχει τίποτα, πως τα ’χουν κοπανήσει απλώς. «Οι πανωλιασμένοι ομοιάζουν εις την αρχή του κακού μάλλον με περιπατούντας μεθυσμένους», γράφει ο Ηπίτης. Κι εδώ – εδώ η εικόνα διχάζεται, σαν να ισχύει, εσωτερικευμένο και ανεστραμμένο, το «παράδοξο του Oppenheimer», σύμφωνα με το οποίο αν κάποιος βρισκόταν στην επιφάνεια ενός άστρου που υφίσταται βαρυτική κατάρρευση, θα αντιλαμβανόταν αυτή την κατάρρευση μέσα σε μιαν άπειρη διαστολή του χρόνου, επιβραδυνόμενη ώς την ακινησία:
Οι ίδιοι οι πανουκλιασμένοι ζουν μια ραγδαία νευρική απορρύθμιση. «Η αϋπνία, στενοχωρία και αδημονία των φθάνει εις τον έσχατον βαθμόν. Η απάθεια και αδιαφορία των δεν είναι τόσον μεγάλη, μ’ όλον ότι ποτέ δεν λείπει. Αι εσωτερικαί αισθήσεις των ακονίζονται περισσότερον, βλέπουν φαντάσματα φρικτότατα. Φόβος και τρόμος έρχεται επ’ αυτοίς, όστις σύγκαιρα τους κρημνίζει εις τον τάφον». Ναι, αλλά, λίγους αιώνες πριν τον Ηπίτη, ο Καντακουζηνός μάς δίνει άλλην εικόνα της ίδιας νευρικής αντίδρασης των πανουκλιασμένων: «Αφωνία κατείχοντο και αναισθησία προς πάντα τα γινόμενα, και ώσπερ προς ύπνον κατεφέροντο βαθύν. Ην δε που ανανήψειαν, φθέγγεσθαι μεν εβούλοντο, δυσκίνητος δε η γλώσσα ην και αδιάρθρωτα τα πολλά εφθέγγοντο, των περί το ινίον νεύρων νεκρωθέντων, και τάχιστα απέθνησκον». Οι δυο εικόνες θεωρήθηκαν αντιφατικές, όμως η δεύτερη λαμβάνει ακόμη πρωτίστως υπ’ όψιν αυτό που βλέπει ο ανίδεος παρατηρητής – και σηκώνει τους ώμους, και προσπερνάει…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!