Τι βλέπουν καθημερινά οι υπάλληλοι των Επιθεωρήσεων Εργασίας στη μνημονιακή Ελλάδα

Τα νέα μέτρα επιβλήθηκαν με δριμύτητα στις πλάτες των εργαζόμενων και το νέο εργασιακό τοπίο μετέτρεψε σε εφιαλτικό σκηνικό τον εργασιακό βίο στην Ελλάδα. Και αν την προηγούμενη εικοσαετία επιχειρήθηκε -είναι αλήθεια με εκπληκτική επιτυχία- η αποσάθρωση, η αποσταθεροποίηση των νόμων που ρύθμιζαν την αγορά εργασίας, σήμερα στο όνομα του χρέους και των απαιτήσεων των κοινωνιοκτόνων ενστίκτων των αγορών και το παραμικρό ανάχωμα προστασίας των εργαζόμενων, έναντι των εργοδοτών έχει καταρρεύσει. Οι νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν, αποτελούσαν πάγιο αίτημα των εργοδοτών, που από τον πιο μικρό έως τον πιο μεγάλο, αναφερόμενοι στο μέγεθος της επιχείρησης, ένιωθαν πάντα αποστροφή σε κάθε είδους νομοθετικό περιορισμό, σε κάθε έλεγχο.
Το λεγόμενο «διευθυντικό δικαίωμα» προβάλλονταν ως αιώνιος νόμος που μπορεί να ρυθμίζει αποτελεσματικά τις εργασιακές σχέσεις σαφώς υπέρ του ισχυρότερου, μετατρέποντας τη μισθωτή εργασία σε δουλεία, εξευτελίζοντας τον εργαζόμενο και το αναφαίρετο δικαίωμά του να ζει και να προσδιορίζεται μέσω της εργασίας του.

Νέα στοιχεία στις εργοδοτικές παραβάσεις
Οι εργοδοτικές παραβάσεις σε βάρος των εργαζόμενων, στο τοπίο της σύγχρονης κρίσης, δεν διαφέρουν ιδιαίτερα σε σοβαρότητα με εκείνες των παρελθόντων ετών. Ωστόσο, έχουν προστεθεί νέα στοιχεία εντείνοντας την ένταση και τη συχνότητά τους. Και θα εξηγήσουμε παρακάτω τι ακριβώς εννοούμε. Καταρχήν είναι αναγκαίο να διακρίνουμε ανάμεσα στις παραβάσεις ως παραβάσεις της σχετικής νομοθεσίας και στις παραβάσεις των εργοδοτών που αιωρούνται στα κενά που σκοπίμως χαρακτηρίζουν την εργατική νομοθεσία, προκειμένου ο εργοδότης να κινείται στα όρια του νόμου και ως εκ τούτου να ξεφεύγει κάθε τιμωρίας. Και ακριβώς οι ασάφειες τούτες του νόμου έχουν γίνει κυρίαρχες σήμερα. ο δεύτερο είναι ότι η έννοια του επιτρεπτού και του απαγορευμένου έχει ανατραπεί άρδην στη χώρα μας, καθώς ουσιαστικά, όπως αναφέραμε και προηγουμένως τώρα επιτρέπονται σχεδόν τα πάντα από το ισχυρό μέρος της εργασιακής σχέσης, σε βάρος του αδύναμου μέρους. Και στην απολύτως αυτή αρνητική εξέλιξη θα πρέπει να προστεθεί και η επίκληση από τους εργοδότες της κρίσης προκειμένου να απαλλαγούν από τους περιορισμούς του -έστω- αναιμικού νόμου και να πέσουν στα «μαλακά» κατά τον έλεγχο των αρμόδιων υπηρεσιών και των διοικητικών ποινών που τυχόν θα επιβάλουν. Εντός της πρακτικής αυτής εντάσσεται η εκτεταμένη εργοδοτική συμπεριφορά που εμφανίζεται με ορμή στις ημέρες μας και αφορά την απασχόληση ανασφάλιστων εργαζόμενων ή εργαζόμενων ειδικών κατηγοριών που δεν μπορούν εύκολα να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, όπως οι μετανάστες, οι γυναίκες και οι νέοι. Μάλιστα, προκαλούν συχνά το γέλωτα στις αρμόδιες υπηρεσίες, όταν οι εργοδότες καλούμενοι να απολογηθούν, επικαλούνται συχνά τα φιλεύσπλαχνα και φιλάνθρωπα συναισθήματά τους, για την ανασφάλιστη, χωρίς ημέρες ανάπαυσης και χωρίς αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης απόσπαση εργασίας.
Με τον τρόπο αυτό απολαμβάνουν τα ειδικά πλεονεκτήματα, που είναι και η αποκλειστική αιτία για την οποία απασχολούν π.χ. μετανάστες χωρίς τα νόμιμα έγγραφα, καλυπτόμενοι με ισχυρισμούς όπως: «Tον/την λυπήθηκα επειδή έχει οικογένεια», «τον πήρα από μια παράγκα, όπου ζούσε μέσα σε ένα χωράφι» κ.λπ.
Στις περιπτώσεις αυτές η αμοιβή για κάθε ώρα απασχόλησης κυμαίνεται από 1,5 έως 3 ευρώ! Οι τεχνικοί επιθεωρητές Aσφαλείας εκτιμούν ότι η έκταση αυτού του φαινομένου, σε συνδυασμό με την ανασφάλιστη εργασία, είναι εκείνα που έχουν μειώσει τον αριθμό των δηλωθέντων εργατικών ατυχημάτων, τα οποία εξακολουθούν να συμβαίνουν, χωρίς να καθίστανται γνωστά ούτε ο αριθμός, ούτε η σοβαρότητά τους.
Επίσης, εκτεταμένο είναι το φαινόμενο της μη καταβολής των δεδουλευμένων από μισθούς -διότι επιδόματα εορτών, αδείας κ.λπ., θεωρούνται σήμερα πολυτέλεια- ενώ αποσπάται, συχνά, εκβιαστικά η υπογραφή των εργαζόμενων στην καταγγελία της εργασιακής σχέσης, προκειμένου να λάβουν το έγγραφο που θα τους οδηγήσει στα ταμεία του ΟΑΕΔ, ακόμα και όταν στην πραγματικότητα δεν τους καταβάλλεται η αποζημίωση. Με άλλα λόγια, υπογράφουν για χρήματα που ουδέποτε έλαβαν, ούτε πρόκειται να λάβουν ή, στην καλύτερη περίπτωση, για ποσά μεγαλύτερα από αυτά που πραγματικά έλαβαν. Σε μελλοντικό σημείωμα θα επανέλθουμε με περισσότερες λεπτομέρειες και αληθινά περιστατικά που αγγίζουν τα όρια ενός διεστραμμένου μάνατζμεντ. Κλείνοντας, να επισημάνουμε το γεγονός ότι η εργοδοτική ασυδοσία αφορά τόσο τις μικρομεσαίες όσο και τις μεγαλύτερες σε οικονομικό μέγεθος επιχειρήσεις.

Ρ.Β.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!