Είναι να απορεί κανείς βλέποντας να προβάλλεται ως κυβερνητική επιτυχία η μαζική «αμηχανία» απέναντι στην παπανδρεϊκή «επανάσταση του α(υτο)νοήτου» και στα οικονομικά μέτρα της τρόικας που ξεθεμελιώνουν την ελληνική κοινωνία. Η απορία και τα ερωτήματα μεγεθύνονται, όταν κάποιες υποτιθέμενες «ευαίσθητες κεραίες», από τον κόσμο του πολιτισμού και των γραμμάτων προσχωρούν στη χορεία των προθύμων, θεωρώντας (κι αυτοί ) τα μέτρα του Μνημονίου ως αναγκαία για τη σωτηρία της εκσυγχρονιζόμενης πατρίδας και τους πολίτες της συλλήβδην ένοχους, για ό,τι τους συνέβη.

Κατά την άποψή τους, όλοι φταίμε και μάλιστα ισοτίμως, αφού στα χρόνια της πλαστής μεταπολιτευτικής ευμάρειας φάγαμε απαξάπαντες καλά και ήπιαμε επίσης. Τι πιο φυσιολογικό λοιπόν -λένε- όταν τώρα καλούμαστε να πληρώσουμε συλλογικά το μάρμαρο; Πρόκειται, προφανώς, για μια καλοστημένη προπαγάνδα η οποία στοχεύει στην αλλοτρίωση της συνείδησης των πολιτών , για έναν ιδεολογικό βομβαρδισμό της λογικής και της μνήμης τους ο οποίος εκπορεύεται με μαεστρία από το υπό επιτήρηση κυβερνητικό επιτελείο, διαμεσολαβείται απο τα δήθεν ανεξάρτητα Μέσα Ενημέρωσης και συνδράμεται από τη δεκτική «αφωνία» των εν λόγω ανθρώπων των γραμμάτων και τεχνών. Ανθρώπων που ενώ σιτίστηκαν πλουσιοπάροχα στα πρυτανεία της εξουσίας, απολαμβάνοντας επί χρόνια κονδύλια και μεγάλο φαγοπότι, εμφανίζονταν τότε -και επιμένουν τώρα- ως ταγοί και αντιστασιακοί συνάμα.
Όμως, η κωμωδία φαίνεται να τελειώνει και μαζί της να παρασέρνει μια ολόκληρη πολιτική και πολιτιστική εποχή. Αυτοί που μας κατέστρεψαν δεν μπορούνε να μας σώσουν… Είναι λάθος, λοιπόν, η πάλαι ποτέ καλλιτεχνική ελίτ να ερμηνεύει την ηπιότητα της αντίστασης των πολιτών στα μέτρα ως συναίνεση ή προσχώρηση σ’ αυτά. Αν, πραγματικά, της είχε απομείνει κάποιο υπόλειμμα οξυδέρκειας και ευαισθησίας, θα μπορούσε να αφουγκραστεί την ανέκφραστη (ακόμη) κραυγή του συνόλου. Θα επικοινωνούσε με την οργή και το θυμό των πολλών, θα έτρεμε από τη μειοψηφούσα απελπισία που δεν έγλειψε ποτέ κάποιο από τα πεταμένα κοκαλάκια του επί χρόνια λουκούλλειου γεύματός τους.
Από αυτή την τελευταία κατηγορία της ζωντανής μειοψηφίας θα ξεκινήσει το πανηγύρι. Από τους «κάτω», αυτούς που δεν έχουν να φάνε, που δεν έχουν ελευθερία, που δεν μπορούν να εκφραστούν, που δεν εκπροσωπούνται στους παρηκμασμένους θεσμούς και από τα γερασμένα διαπλεκόμενα πρόσωπα της πολιτικής και του πολιτισμού.

Στ. Μαυροειδής
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!