Αρχική αφιερώματα δρόμοι της ιστορίας Η στάση της ελληνικής και κυπριακής Αριστεράς απέναντι στις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου

Η στάση της ελληνικής και κυπριακής Αριστεράς απέναντι στις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου

Του Αντώνη Αντωνίου *

Η Αριστερά και η μεταπολεμική περίοδος των αντιαποικιακών αγώνων.

Η κρίση του ιμπεριαλισμού και των διεθνών συμμαχιών του και η αφύπνιση των λαών και των αντιαποικιακών κινημάτων, εκφράζουν την εποχή αυτή δυναμικές τάσεις της ιστορικής προοπτικής, τροφοδοτούν την Αριστερά με μια αισιοδοξία που θεωρείται ότι εδράζεται όχι σε μια αφηρημένη σφαίρα, αλλά στις πραγματικές δυνατότητες που προκύπτουν από τα διεθνή κινήματα.
Ο χαρακτήρας των αντιαποικιακών κινημάτων του παρόντος, σηματοδοτεί τη βεβαιότητα της νικηφόρας έκβασης και της απελευθέρωσης του αύριο. Συμπαραστάτης των αντιαποικιακών αγώνων δεν είναι μονάχα ο ηρωισμός των λαών, αλλά η ίδια η δυναμική της ιστορίας. Το μέσο του μαχητικού και αδιάλλακτου αγώνα θα οδηγήσει το αποικιακό οικοδόμημα στην κατάρρευση, και είναι η κατάρρευση και η χρεοκοπία αυτή μέσα στην οποία εγγράφονται οι θετικές προοπτικές του μέλλοντος.
Μέσα στο «κοινό στρατόπεδο» του αγώνα για την αυτοδιάθεση, την απαγκίστρωση από τις κατευθύνσεις του ΝΑΤΟ και την υπεράσπιση μιας εθνικής πολιτικής με ορίζοντα την Ένωση, ανήκουν το ΚΚΕ, η ΕΔΑ και το ΑΚΕΛ, με τρόπο όμως όχι ευθύγραμμο και εκ των προτέρων απόλυτα προκαθορισμένο.
H σύνθετη διεθνής πραγματικότητα και η θέση του Κυπριακού μέσα σ’ αυτή, η άνοδος των αντιαποικιακών κινημάτων, η ύπαρξη του ΝΑΤΟ και η δράση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, καθώς και η στρατηγική σημασία του Κυπριακού για τις κοινωνικές δυναμικές σε Ελλάδα και Κύπρο, καθιστούν την υπόθεση της αυτοδιάθεσης της Κύπρου όχι απλά ένα ακόμα ζήτημα, αλλά το επίκεντρο ως προς την άρθρωση της πολιτικής για το εθνικό ζήτημα και την εξάρτηση στο χώρο της Αριστεράς. Τόσο για την ελλαδική όσο, βέβαια, και για την κυπριακή Aριστερά. Ο εθνικός αυτός αγώνας διεξάγεται όχι αποσπασμένα, αλλά σε άμεση σύνδεση με εσωτερικές πολιτικές προεκτάσεις στην Ελλάδα, επικαθορίζοντας με τη σπουδαιότητα και το βάρος του πολλές φορές το σύνολο της προγραμματικής αντίληψης και της δράσης των αριστερών πολιτικών σχηματισμών, όταν το Κυπριακό μεταβάλλεται σε σημείο αιχμής και καταλύτη για τη διαμόρφωση των κοινωνικών συσχετισμών και της πολιτικής πραγματικότητας.

ΚΚΕ και κυπριακό ζήτημα κατά τη δεκαετία του 1950
Ήδη από τη δεκαετία του ’40, σε μια περίοδο που το Κυπριακό δεν έχει ακόμα λάβει τις διαστάσεις που θα αποκτήσει τα επόμενα χρόνια, το ΚΚΕ παίρνει θέση υπέρ της Ένωσης του νησιού με την Ελλάδα. Στο «Πρόγραμμα Λαϊκής Δημοκρατίας», τον Ιούνιο του 1945, αναφέρεται ότι «Η κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας, με όλα τα ειρηνικά μέσα και σε συμφωνία με τους μεγάλους φίλους μας θα διεκδικήσει αποφασιστικά τα εθνικά δίκαια παντού όπου υπάρχουν. Θα ζητήσει την Ένωση της Κύπρου και της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα». Η νέα εποχή των αντιαποικιακών αγώνων γίνεται αντιληπτή και επισημαίνεται στα κείμενα του Κ.Κ.Ε από τις αρχές της δεκαετίας του ’50: «Η εξασθένιση ολόκληρου του ιμπεριαλιστικού συστήματος ύστερα από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η ανάπτυξη και το στέριωμα του στρατοπέδου της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού, με τη Σοβιετική Ένωση επικεφαλής, προκάλεσαν μια χωρίς προηγούμενο ανάπτυξη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στις αποικιακές και εξαρτημένες χώρες. Η ολοκληρωτική εξαφάνιση ολόκληρου του αποικιακού συστήματος του ιμπεριαλισμού είναι στην ημερήσια διάταξη».
Για το ΚΚΕ, ο αγώνας στην Κύπρο είναι εθνικοαπελευθερωτικός και διεξάγεται από τους «Κυπρίους αδερφούς». Εγγυητής και συμπαραστάτης στον αγώνα για την Ένωση είναι η παρέμβαση και η πολιτική του κόμματος, σε αντιδιαστολή με τις θεσμικές εκείνες δυνάμεις που η διαδικασία των διαπραγματεύσεων βρίσκεται στα χέρια τους, χωρίς όμως να έχουν τη βούληση του απεγκλωβισμού από τα νατοϊκά και αμερικανοβρετανικά σχέδια στην περιοχή, αλλά και από τις δημοκρατικές δυνάμεις που υποτάσσουν τη στρατηγική της Ένωσης σε ημίμετρα. Το ΚΚΕ διεκδικεί για τον εαυτό του την πρωτοκαθεδρία, απέναντι στα «συμβιβαστικά στοιχεία» αντιπαρατάσσει την πολιτική της «ανυποχώρητης συνέπειας».
Ήδη από το 1950, η πολιτική γραμμή του, με σαφήνεια ώστε να μην επιδέχεται παρερμηνείες, είναι αυτή του αγώνα για την Ένωση.
Το Νοέμβριο του 1951, με άρθρο στο Νέο Κόσμο, οι Π. Ρούσος, Γ. Ιωαννίδης και Κ. Κολιγιάννης προβάλλουν –με έγκριση φυσικά του Ζαχαριάδη– το σύνθημα «λεύτερη Κύπρος μέσα σε μια λεύτερη και δημοκρατική Ελλάδα», σύνθημα το οποίο ενσωματώνει στο πρόγραμμά του και το ΑΚΕΛ. Με αυτό, ο αγώνας για την απελευθέρωση της Κύπρου γίνεται αντιληπτός ως στάδιο/μέρος της ενιαίας διαδικασίας για την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Διευκρινίζεται ταυτόχρονα, σε μια προσπάθεια δικαιολόγησης της ανάγκης για Ένωση με μία Ελλάδα όπου κυριαρχεί ο «μοναρχοφασισμός» και το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι παράνομο, ότι «το ομόφωνο αίτημα του πληθυσμού της Κύπρου, που ποθεί την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, δεν σημαίνει ότι ο κυπριακός λαός εγκρίνει το μοναρχοφασιστικό καθεστώς που εγκαθίδρυσαν στην Ελλάδα οι αγγλοαμερικάνοι ιμπεριαλιστές».
Από την άλλη πλευρά, για το ΚΚΕ η συμμαχία των δυνάμεων που επιδιώκουν τη συνέχιση της αποικιακής κυριαρχίας είναι ευρεία: Μοναρχοφασίστες, Άγγλοι, Αμερικάνοι, Τούρκοι αντιδραστικοί. Οι ιμπεριαλιστές εντάσσουν την Κύπρο στα πολεμικά σχέδιά τους σαν στρατηγική βάση και, γι’ αυτό, ο αγώνας για την Ένωση και την απόσπαση του νησιού από τα ιμπεριαλιστικά σχέδια είναι αγώνας για την ειρήνη. Παράλληλα, θεωρείται πως, στα πλαίσια της πολιτικής των Η.Π.Α, ενθαρρύνεται η θέση των Τούρκων σωβινιστών, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης των αμερικάνικων θέσεων και προετοιμασίας του αντισοβιετικού πολέμου που ετοιμάζεται.
Με την έναρξη της ένοπλης δράσης της ΕΟΚΑ, το 1955, η θέση της Κ.Ε. του ΚΚΕ θα είναι αρνητική. Η γραμμή της Ένωσης χωρίς καμία παραχώρηση σε Βρετανούς και ΝΑΤΟ προβάλλεται επίσης σε αντιδιαστολή με τις κινήσεις και τον τρόπο που διεξάγουν τον αγώνα η Εθναρχία και ο Μακάριος
Για το ΚΚΕ η κυβέρνηση Καραμανλή είναι κυβέρνηση εθνικής υποταγής και το ίδιο το Κυπριακό θέτει το ζήτημα της αλλαγής της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, που είναι μονόπλευρα προσανατολισμένη προς τις χώρες του ΝΑΤΟ. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να πραγματοποιήσει μία κυβέρνηση που με την καταστολή των συλλαλητηρίων, τις απαγορεύσεις των κινητοποιήσεων, με την άρνησή της να προωθήσει την πανεθνική ενότητα για το Κυπριακό, «προετοίμασε τη προδοσία του Κυπριακού, θυσιάζοντας έτσι τα εθνικά μας δίκαια στο βωμό της ατλαντικής συμμαχίας και ανταλλάσσοντας αυτή την προδοσία με τη διατήρησή της στην εξουσία».
Την ίδια ώρα, οι εξελίξεις στο διεθνές επίπεδο καθιστούν όλο και περισσότερο, πέρα από την άμεση ανάγκη συμμαχίας με την ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ, πιο επιτακτική και τη συμμαχία με τα κράτη εκείνα που παλεύουν για την εθνική τους ανεξαρτησία.
Διαφοροποίηση σημειώνεται με το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ και τις αλλαγές στην ηγεσία του ΚΚΕ που ακολούθησαν. Τα γεγονότα αυτά διευκολύνουν στο να μειωθεί σταδιακά η οξύτητα των κατηγοριών απέναντι στην ΕΟΚΑ και τον Μακάριο, να ενισχυθούν οι εκκλήσεις για ενιαίο συντονισμό του αγώνα και να γίνει πιο ευέλικτη η τακτική αναφορικά με τις μορφές πάλης που υιοθετούνται ως αποτελεσματικές. Έτσι, η Eθναρχία και η ΕΟΚΑ δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως διασπαστές που οδηγούν το κίνημα για την Ένωση σε ενταφιασμό, αλλά αναφέρονται ως πατριωτικές οργανώσεις που συμμετέχουν και έχουν λόγο στη διεύθυνση του αγώνα.

Η στάση της ΕΔΑ
Οι θέσεις του κόμματος καθορίζονται από την προσπάθεια να εκμεταλλευτεί αποτελεσματικά τη δυναμική των διεθνών τάσεων με την παρέμβαση στο εσωτερικό πολιτικό επίπεδο και την ανάπτυξη των εθνικών αγώνων. Άλλος παράγοντας που επηρεάζει τη στάση της ΕΔΑ στο Κυπριακό είναι, φυσικά, η αναζήτηση τρόπων ενίσχυσης της πολιτικής επιρροής και της εκλογικής εμβέλειας. Η συμβολή της ΕΔΑ στις κινητοποιήσεις για το Κυπριακό θα είναι σημαντική και η πολιτική της αντίληψη θα λάβει εμπράγματη μορφή μέσα από τις επιτροπές του «Κυπριακού Αγώνα», με ψηφίσματα και εκδηλώσεις δημοτικών συμβουλίων, οργανώσεων και συλλόγων, τις κοινές εκκλήσεις των νεολαιών όλων των κομμάτων, τις πρωτοβουλίες της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη. Και πάνω απ’ όλα, βέβαια, με την παρέμβαση και συμμετοχή στα ογκώδη συλλαλητήρια, όπου τον τόνο δίνει η νεολαία. H EΔΑ, αντίθετα με το ΚΚΕ, δεν μπορεί να αρκεστεί στη διατύπωση γενικών θέσεων, αλλά πρέπει να ανακαλύπτει συνεχώς τους τρόπους σύνδεσης των θέσεων αυτών με την πολιτική πραγματικότητα και το αναπτυσσόμενο κίνημα για την Κύπρο. Πολύ συχνά, οι εξελίξεις στην κυπριακή υπόθεση μεταφράζονται σε αντιπαράθεση με την ελληνική κυβέρνηση, τη στάση και τις πολιτικές της, αντιπαράθεση με βάση την οποία ξεδιπλώνεται και παρουσιάζεται η συνολική προγραμματική αντίληψη της ΕΔΑ για τη διεθνή κατάσταση, τη θέση και τη διεθνή στάση του ελληνικού κράτους, τις εξελίξεις στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο.
Με το πέρασμα των χρόνων το Κυπριακό αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία για τους εκλογικούς υπολογισμούς, τα προγράμματα και τη στάση των κομμάτων, αλλά και για τις συσπειρώσεις που συγκροτούνται σε κοινωνικό επίπεδο με επίκεντρο το ζήτημα αυτό. Οι αναφορές διαρκώς πυκνώνουν, οι στρατηγικές των κομμάτων και οι σχεδιασμοί λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το ζήτημα αυτό, οι ομιλίες στη Βουλή για την Κύπρο πολλαπλασιάζονται.
Υποστηρίζεται από τους εκπροσώπους της Ε.Δ.Α ότι ο βασικός ρόλος της κυβέρνησης Καραμανλή –και ο βασικός λόγος για τον οποίο ανήλθε στην εξουσία– υπήρξε το «κλείσιμο» του Κυπριακού προς όφελος του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας, ενώ διαπιστώνεται μια κεφαλαιώδους σημασίας αναντιστοιχία: από τη μια της παθητικής και υποτελούς στάσης της ελληνικής κυβέρνησης, που βάση της πολιτικής της είναι η επένδυση στην καλή θέληση της Βρετανίας και των ΗΠΑ ως προς τις τύχες του Κυπριακού, και από την άλλη μιας αγωνιστικής και διεκδικητικής πολιτικής που είναι ταυτόχρονα και η θέληση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Η εκτίμηση αυτή σε σχέση με τις κοινωνικές τάσεις και την ανταπόκριση του Κυπριακού στις λαϊκές συνειδήσεις, τροφοδοτεί την πολιτική και τη στάση της ΕΔΑ, εντός και εκτός κοινοβουλίου, που σταθερά υποστηρίζει την Ένωση με την Ελλάδα.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι παρά τις κατευθύνσεις της πολιτικής της Ε.Δ.Α για τον αναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, δεν προκρίνεται ούτε διατυπώνεται η πρόταση πλαισίωσης και υποστήριξης από την ελληνική πλευρά της διεθνούς πολιτικής του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Η στάση που προκρίνεται ως η ενδεδειγμένη είναι η ουδετερότητα, καθώς θεωρείται ότι είναι εφικτό να επιτευχθεί, ακόμα και στα πλαίσια του δεδομένου συσχετισμού δυνάμεων.

Το ΑΚΕΛ
Ο άμεσος αριστερός φορέας του αγώνα στην Κύπρο για την Ένωση υπήρξε το ΑΚΕΛ. Είναι επομένως κατανοητό γιατί οι πολιτικές θέσεις τόσο του ΚΚΕ όσο και της ΕΔΑ αναπτύσσονταν και αξίωναν την πραγμάτωσή τους μέσω της δράσης και της στήριξης του κόμματος αυτού, από τη στιγμή που ανήκε στο ίδιο μπλοκ δυνάμεων για την Ένωση και ενάντια στην υποτέλεια, τον ιμπεριαλισμό και τη νατοποίηση.
Το ΑΚΕΛ ως κόμμα συγκροτείται το 1941. Εκτός από ορισμένες προτάσεις για αναδιάρθρωση του εσωτερικού καθεστώτος της Κύπρου σε μια κατεύθυνση «αυτοδιοίκησης» που το ΑΚΕΛ δέχτηκε να συζητήσει το 1948 με τους Βρετανούς, ο προσανατολισμός του θα παραμείνει στραμμένος σταθερά προς την Ένωση. Η αποτυχία των συζητήσεων με τους Βρετανούς για αυτοκυβέρνηση του νησιού, σε συνδυασμό με την πίστη στην τελική νίκη του ΔΣΕ στον εμφύλιο στην Ελλάδα, ισχυροποίησαν τη γραμμή αυτή. Την πολιτική αυτή πρόταση θα ευνοήσει και το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου, τα αντιαποικιακά κινήματα της Μέσης Ανατολής και η αναζήτηση ενός ενιαίου αντιιμπεριαλιστικού μετώπου σε Ελλάδα και Κύπρο. Η έξαρση, εξάλλου, του εθνικισμού στην Κύπρο και ο φόβος της απόδοσης της κατηγορίας της «προδοσίας» είναι ένας ακόμα λόγος που θα καταστήσει το ΑΚΕΛ σταθερό φανατικό υπέρμαχο της Ένωσης. Ταυτόχρονα, η πολιτισμική και εθνολογική συνάφεια Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων θα προσδώσει στο αίτημα της Ένωσης –για τους οπαδούς τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς– το χαρακτήρα ενός «φυσικού δικαιώματος» που νομοτελειακά έπρεπε να εκπληρωθεί, αργά ή γρήγορα.
Ο αγώνας για εθνική απελευθέρωση, που έχει για το ΑΚΕΛ διαταξικό χαρακτήρα, οφείλει να διεξαχθεί συντονισμένα από τον ελληνικό και τον κυπριακό λαό. Αυτό είναι το βασικό ζήτημα και γι’ αυτό η κομμουνιστική στρατηγική υποτάσσεται στην άμεση τακτική του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα: «Σήμερα δεν μπαίνει μπροστά μας το δίλημμα: σοσιαλιστική ή καπιταλιστική Κύπρος. Το δίλημμα που μπαίνει σήμερα μπροστά μας είναι: Ένωση ή εγγλέζικη κατοχή. Σ’ αυτό το ερώτημα εμείς απαντούμε: όλος ο λαός ενωμένος για την Ένωση. Εμείς παραμερίζουμε –έτσι είναι λογικό και έτσι κάνουμε– κάθε μάξιμουμ πολιτικό αίτημά μας που πηγάζει μέσα από το κομμουνιστικό πρόγραμμά μας για να πετύχουμε την ενότητα όλων που θέλουν την Ένωση – λευτεριά χωρίς όρους, χωρίς ανταλλάγματα και είναι πρόθυμοι ν’ αγωνιστούν γι’ αυτή».
Στην πραγματικότητα, ακόμα και πριν το 1956, η κυπριακή Αριστερά παράλληλα με την προσπάθεια να κατοχυρώσει την αυτονομία της στο πλαίσιο του αγώνα, αναγνώριζε σιωπηρά και με τις κινήσεις της την ηγεμονία της Εθναρχίας και διατύπωνε επανειλημμένα προτάσεις συνεργασίας τις οποίες η Εθναρχία απέρριπτε. Οι αντιδράσεις της κυπριακής ηγεσίας απέναντι στην Αριστερά είχαν γνώμονα όχι μόνο τα κριτήρια και τις αξίες του παραδοσιακού συντηρητισμού, αλλά και τις ιδεολογικές πραγματικότητες της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Ως αποτέλεσμα, οι εθνικοαπελευθερωτικές πρωτοβουλίες της δεκαετίας του ’50 (ενωτικό δημοψήφισμα, ένοπλη εξέγερση κ.λπ.) ενίσχυσαν και παγίωσαν την υπεροχή της παραδοσιακής ηγεσίας. Σε όλη τη διάρκεια του ένοπλου αγώνα το ΑΚΕΛ δεν θα αμφισβητήσει σε καμία περίπτωση την πρωτοκαθεδρία του Μακάριου, αντίθετα αυτός θα είναι ο μόνος πραγματικός αρχηγός του αγώνα. Δεν είναι τυχαίο πως κατά τη διάρκεια της εξορίας τού το ΑΚΕΛ όχι μόνο δεν επιχείρησε να τον υποκαταστήσει στην ηγεσία του αγώνα, αλλά αντίθετα αγωνιζόταν διαρκώς για την επάνοδό του. Παρά τους όποιους βερμπαλισμούς, ούτε θα αναπτύξει ένοπλη δράση, ούτε θα διεκδικήσει την ηγεμονική θέση εντός του «εθνικού μετώπου», ούτε θα δώσει έμφαση στο πεδίο της εσωτερικής ταξικής σύγκρουσης – και αυτό παρά τη μεγάλη την επιρροή που είχε στο μαζικό κίνημα και ιδιαίτερα στο συνδικαλιστικό.

Οι συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου και η στάση της Αριστεράς
Το ΚΚΕ, βάσει της πολιτικής του, θα απορρίψει τις συμφωνίες: «Πίσω από τις πλάτες του λαού της Κύπρου και της Ελλάδας, οι Καραμανλής και Αβέρωφ υπέγραψαν με τον Μεντερές και Ζορλού στη Ζυρίχη μια κατάπτυστη συμφωνία για δήθεν ανεξαρτησία της Κύπρου». Η θέση του κόμματος είναι ότι με το πρόσχημα μιας τυπικής ανεξαρτησίας ενταφιάζεται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και εγκαταλείπεται κάθε έννοια πραγματικής ανεξαρτησίας, από τη στιγμή που όχι μόνο παραμένουν οι βρετανικές βάσεις– για την εξυπηρέτηση των σκοπών των ιμπεριαλιστών– αλλά πλέον αποκτούν κυρίαρχο ρόλο στο νησί και οι Τούρκοι αντιδραστικοί. Οι παραχωρήσεις στην Τουρκία αποδεικνύουν πως πρόκειται για ανεξαρτησία πλασματική. Απέναντι στην «τεχνητή θριαμβολογία» για τις εξελίξεις, καλούνται οι «πραγματικοί πατριώτες να συνεχίσουν την πάλη για την ελευθερία και την αυτοδιάθεση».
Μετά τη οριστικοποίηση της συμφωνίας στο Λονδίνο, με την οποία ανακηρύχθηκε η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρουσιάζονται συνολικότερα και οι θέσεις του ΚΚΕ. Η συμφωνία περιγράφεται ως πραξικόπημα απέναντι στον κυπριακό λαό, την Ελλάδα και την ειρήνη. Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός διατηρεί την κυριαρχία του, οι Τούρκοι έρχονται στο νησί ως κατακτητές και είναι αυτοί που αναγορεύονται στην πραγματικότητα ρυθμιστές της πολιτικής ζωής του νησιού. Οι επεκτατικές βλέψεις των Τούρκων σωβινιστών ενθαρρύνονται και αυξάνονται έτσι οι κίνδυνοι ελληνοτουρκικών προστριβών και συγκρούσεων, ενώ το σύστημα στρατιωτικών συμμαχιών που καθιερώνεται με την Τουρκία και τη Μ. Βρετανία εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αποικιοκρατίας. Το συνταγματικό κατασκεύασμα της Ζυρίχης και του Λονδίνου απαγορεύει την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του λαού και καθιερώνει την ουσιαστική διχοτόμηση. Τις συμφωνίες αποδέχτηκε η κυβέρνηση της ΕΡΕ και ο πρωθυπουργός Καραμανλής, εκπληρώνοντας έτσι την αποστολή που του είχε ανατεθεί από τους Αμερικάνους: να κλείσει το Κυπριακό με διασφάλιση της ατλαντικής τάξης στην περιοχή. Σοβαρότατες ευθύνες καταλογίζονται επίσης και στον Μακάριο που, υποχωρώντας στις πιέσεις του ιμπεριαλισμού και του Καραμανλή, υπέγραψε τις συμφωνίες. Η προτροπή και το κάλεσμα του ΚΚΕ είναι η συνέχιση της πάλης για αυτοδιάθεση, που αναγκαστικά περνάει μέσα από την ακύρωση των συμφωνιών. «Η εργατική τάξη της Ελλάδας, επικεφαλής των προοδευτικών δυνάμεων και ολόκληρου του ελληνικού λαού, θα συνεχίσει ως το νικηφόρο τέρμα την πάλη για την αυτοδιάθεση της Κύπρου, θα σταθεί ακλόνητα στο πλευρό του λαού της Κύπρου. Το ΚΚΕ επιδοκιμάζει την πατριωτική στάση των κομμάτων, βουλευτών, οργανώσεων, προσωπικοτήτων, που αποδοκίμασαν τη συνωμοσία της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Το ΚΚΕ παλεύει για την ακύρωσή τους».
Και για την ΕΔΑ, με τις συμφωνίες αυτές το νησί τίθεται ουσιαστικά στην υπηρεσία των Δυτικών δυνάμεων, δεσμεύεται και υποθηκεύεται κάθε προοπτική του μέλλοντος, από τη στιγμή που εμπεδώνεται και αναβαθμίζεται η αποικιακή κυριαρχία: «Δεν θα υπάρχει Κυπριακόν πολίτευμα και δεν θα υπάρχει Κυπριακόν κράτος, εάν δεν είναι υποχρεωτικώς εσαεί σύμμαχον το οποίον έχει όχι μόνον δικαίωμα αλλά και υποχρέωσιν να συμβάλη εις την κοινήν άμυναν των συμμάχων. Αυτό είναι δυνατόν να εκθέση το μικρόν κράτος της Κύπρου είναι βέβαιον μάλλον, εάν ιδούμεν το τι συνέβη εις το παρελθόν όταν δύο φορές η Κύπρος έγινε το ορμητήριον ληστρικών επιδρομών επ’ ονόματι των συμφερόντων των μονοπωλίων πετρελαίου». Η παρουσία στρατού από τις ξένες δυνάμεις, το δικαίωμα επέμβασης της Μ. Βρετανίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας και η διατήρηση βρετανικών βάσεων στο νησί, αποδεικνύουν ότι πρόκειται για μια νέα μορφή «συλλογικής κατοχής».
Οι συνθήκες αυτές, από τη στιγμή που ήταν απαραίτητες για τη διασφάλιση των συμφερόντων των Δυτικών στην περιοχή, ήταν σκόπιμο να επιβληθούν «από πάνω» στον κυπριακό λαό, ώστε να μην υπάρχει οποιοδήποτε περιθώριο απόρριψης ή αμφισβήτησής τους, αλλά και για να κλείσει οριστικά πλέον ο δρόμος προς την αυτοδιάθεση και την Ένωση.
Μεγάλες είναι, για την ΕΔΑ, οι ευθύνες της ελληνικής κυβέρνησης, που με αφόρητες πιέσεις και εκβιασμούς, υποχρέωσε τους Κυπρίους και το Μακάριο να υπογράψουν τις συμφωνίες. Οι ευθύνες βαραίνουν και τον ίδιο τον Μακάριο, που με το να καταστεί δέσμιος της μυωπικής και υποτελούς πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης και να της εκχωρήσει την πρωτοβουλία των χειρισμών, οδήγησε τα πράγματα στη χείριστη λύση.
Η Ε.Δ.Α θεωρεί πως το εύρος των δικαιωμάτων που αποδίδεται στην τουρκική μειονότητα δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να γίνει αποδεκτό, αφού έτσι παραβιάζονται τα δικαιώματα της ελληνικής πλειονότητας, δικαιώματα που πηγάζουν από την πληθυσμιακή υπεροχή της.
Μια άλλη αρνητική συνέπεια των συμφωνιών αυτών για την Κύπρο και την Ελλάδα, είναι η κατοχύρωση του αποφασιστικού ρόλου της Τουρκίας: «Κατωχυρώθη ο Τουρκικός παράγων και εμπραγμάτως δια της παρουσίας εν Κύπρω τουρκικών δυνάμεων».
Το πολίτευμα που εγκαθιδρύεται είναι μη λειτουργικό και φέρει σπερματικά μέσα του επερχόμενους κινδύνους εντάσεων και συγκρούσεων. «Με αυτό το σύστημα κανέν Έθνος, ούτε εκυβερνήθη, ούτε δύναται να κυβερνηθή. Είναι ένα Σύνταγμα το οποίον αφήνει εις μεγάλας και επανειλημμένας περιπτώσεις παράλυτον και την Κυβέρνησιν και τους φορείς της εκτελεστικής εξουσίας και το κοινοβούλιον […] η αδυναμία λειτουργίας του Πολιτεύματος, εστία συνεχών προστριβών και αναφλέξεων. Εγκυμονεί τρομακτικούς κινδύνους κύριοι συνάδελφοι. Είναι μια επινόησις διαβολική. Θα δημιουργεί αδιέξοδον κάθε στιγμή, σκοπέλους εις τους οποίους απαρεγκλίτως θα προσκρούση η Ελλάς».
Ως διέξοδος προτάσσεται, στο πλαίσιο πάντα της άποψης για ανάγκη αναθεώρησης της εξωτερικής πολιτικής και μη εμπλοκής της Ελλάδας σε πολιτικούς συνασπισμούς και πολεμικές περιπέτειες, η εξής: «Πάντως πέραν οιωνδήποτε δεσμεύσεων και συμμαχιών, το θέμα της αυτοδιαθέσεως του Κυπριακού λαού μένει ανοικτόν. Τα ιδανικά της ελευθερίας που φλογίζουν την νεολαίαν στην Ελλάδα και την Κύπρον, δεν πρόκειται να καταπνιγούν. Ιδιαιτέρως μάλιστα όταν διερχώμεθα την ιστορικήν περίοδον της καταρρεύσεως της αποικιοκρατίας». Η θέση του κόμματος είναι σαφής: το ζήτημα της αυτοδιάθεσης οφείλει να μείνει ανοιχτό, καθώς ανταποκρίνεται στη θέληση Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων και εκφράζει τις διεθνείς τάσεις, το παρόν και το μέλλον της αποαποικιοποίησης και των αντιαποικιακών αγώνων.
Η πολιτική της Ένωσης και η εναντίωση στην παραχώρηση δικαιωμάτων στους Βρετανούς και τους Τούρκους, θα φέρουν σε σύγκρουση το ΑΚΕΛ και τον Μακάριο για τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Προσωρινά και για μικρό διάστημα το 1958 το ΑΚΕΛ είχε αποδεχτεί, όπως και το ΚΚΕ, την πρόταση για ανεξαρτησία. Είναι η εποχή που το ΑΚΕΛ αντιδρά στην εφαρμογή του σχεδίου Μακμίλαν. Υπό τους εξής όμως όρους: να έχει ουσιαστικό χαρακτήρα, να μην παραχωρηθούν βάσεις στη Μ. Βρετανία και το ΝΑΤΟ και να μην αποκλείεται η αυτοδιάθεση ως προοπτική του μέλλοντος. Οι όροι αυτοί δεν θα εκπληρωθούν στη Ζυρίχη, όπου στην κυπριακή αντιπροσωπεία συμμετείχαν και πέντε μέλη της κυπριακής Αριστεράς, τα οποία δεν υπέγραψαν τη συμφωνία. Γεγονός είναι, πάντως, ότι ακόμα και σήμερα οι πληροφορίες για τη στάση των μελών του ΑΚΕΛ στο Λονδίνο είναι αμφιλεγόμενες και παρουσιάζονται μέσα από αλληλοαντικρουόμενες μαρτυρίες. Στη συνέχεια το ΑΚΕΛ θα κατηγορήσει τον Μακάριο ότι παραχώρησε ατιμωτικές δεσμεύσεις χωρίς τη θέληση και την έγκριση του λαού, ότι επανέφερε στην Κύπρο την τουρκική κατοχή και ότι «έγινε επίορκος και ενταφίασε τους προαιώνιους και ιερούς πόθος του λαού για την αυτοδιάθεση». Γι’ αυτό και στις προεδρικές εκλογές του 1959 θα υποστηρίξει –σε έναν ετερογενή σχηματισμό, με συμμετοχή ακόμα και ακροδεξιών– τον ανθυποψήφιο του Μακαρίου Ιωάννη Κληρίδη. Σύντομα όμως, ακολουθώντας μια πιο ρεαλιστική τακτική και εστιάζοντας περισσότερο στα καθήκοντα του παρόντος, θα υιοθετήσει μια πολιτική άμεσης παρέμβασης για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας, σύμφωνα με την οποία «η απαλλαγή της Κύπρου από τα δεσμά της συμφωνίας Ζυρίχης-Λονδίνου και η ολοκλήρωση της κυπριακής ανεξαρτησίας είναι το κύριο καθήκον προοπτικής, που δεν πρέπει ποτέ να διαφεύγει της προσοχής μας». Στην ίδια απόφαση της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, του Μαρτίου του 1961, τονίζεται ότι «η απαλλαγή από τα δεσμά της συμφωνίας Ζυρίχης-Λονδίνου δεν είναι ζήτημα που μπορεί να επιτευχθεί άμεσα, αλλά με το μακροχρόνιο μαζικό ενιαίο αντιιμπεριαλιστικό και προγραμματισμένο αγώνα όλου του λαού».

*Ο Αντώνης Αντωνίου είναι ιστορικός, υποψήφιος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Π. Δημητρίου, Η διάσπαση του Κ.Κ.Ε., τόμ. Α΄, Πολιτικά Προβλήματα, Αθήνα 1975.
J. Hughes, «The Cypriot labyrinth», π. New Left Review, τχ. 29, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1965.
Α. Θεοφίλου, «Κυπριακό και εθνικισμός», π. Ουτοπία, τχ. 22, Οκτώβριος 1996.
Π. Κιτρομηλίδης, «Το ιδεολογικό πλαίσιο της πολιτικής ζωής της Κύπρου: Κριτική θεώρηση», στο Κύπρος, Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της, επιμ. Γ. Τενεκίδης, Γ. Κρανιδιώτης, Εστία, Αθήνα 2000.
Ν. Κρανιδιώτης, Δύσκολα χρόνια, Κύπρος 1950-1960, Εστία 1981.
Σ. Λιναρδάτος, «Η Κύπρος ως την ανεξαρτησία», στο Ο Μακάριος και οι σύμμαχοί του, επιμ. Α. Ξύδη, Σ. Λιναρδάτου, Κ. Χατζηαργύρη, Gutenberg, Αθήνα 1974.
Σ. Παπαγεωργίου, Α.Κ.Ε.Λ., το άλλο Κ.Κ.Ε., Εκδόσεις Επιφάνιου, Λευκωσία 2004
Panayiotou, «Lenin in the coffee-shop: the communist alternative and forms of non-western modernity», π. Postcolonial studies, τομ. 9, τχ. 3, 2006.
Π. Σέρβας, Κυπριακό, Ευθύνες, 2 τόμοι, Γραμμή, Αθήνα 1980.
Π. Τζερμιάς, Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, τόμ. Α΄, Libro, Αθήνα 2001.
Τ. Τρίκκας, Ε.Δ.Α 1951-1967, το νέο πρόσωπο της αριστεράς, τόμος Α΄, Θεμέλιο, Αθήνα 2009.
Ν. Ψυρούκης, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, τόμ. Β΄, Ηρόδοτος, Αθήνα 1991.

ΠΗΓΕΣ
Το Κυπριακό στη Βουλή των Ελλήνων, Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών, επίμ. Τ. Γεροζήσης, Αθήνα 1997.
περιοδικό Νέος Κόσμος
εφημερίδα Αυγή
Κ.Κ.Ε, Επίσημα κείμενα, Τόμος Η΄, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1997.

Σχόλια

Exit mobile version