Σκέψεις για το τέλος της γραφής

 

Όταν περιμένεις κάτι, τουλάχιστον με κάτι ασχολείσαι.

Το τρομερό είναι να μην περιμένεις τίποτα.

Τσέζαρε Παβέζε

 

Το ημερολόγιο του Παβέζε παραθέτει την μια εκπληκτική παρατήρηση πίσω απ’ την άλλη, δεκάδες επί δεκάδων κοφτούς και υπερβατικούς αφορισμούς -επιπέδου Όσκαρ Ουάιλντ-, κι αυτό εξαιτίας του ότι ο Πιεμοντέζος λογοτέχνης είναι βαθιά απελπισμένος. Όπως εξάλλου ήταν κι ο Όσκαρ Ουάιλντ. Η απελπισία είναι σπουδαίος πλοηγός της ευστοχίας (επαληθεύστε το και στον Απελπισμένο του Λεόν Μπλουά). Λέει, ας πούμε, τον Σεπτέμβρη του 1942, ότι «πάντοτε επιθυμούμε να φτιάξουμε ένα έργο που πρωτίστως να μας συγκλονίσει εμάς τους ίδιους». Έναν μήνα αργότερα: «Ύβρις σημαίνει να γνωρίζεις έναν χρησμό και να τον αγνοείς. Όμως και η ύβρις είναι ένα πεπρωμένο»…

Όσο όμως περνούν οι μήνες και τα χρόνια, όσο γυρνούν οι σελίδες του ημερολογίου και η κλεψύδρα τού Παβέζε ολοένα αδειάζει αμετάκλητα απ’ το ζωτικό της μελάνι, ο οξυδερκής αναγνώστης εκλαμβάνει το αντίθετο απ’ αυτό που είχε νιώσει στην αρχική ενέργεια του κειμένου. Η γραφή προσγειώνεται, οι λέξεις στοιχίζονται, οι φράσεις χάνουν την πρώτη τους λάμψη. Δεν είναι πια υπερβατικές. Μα γιατί; Εφόσον δεν έχει πια τίποτα να χάσει τότε γιατί δεν κλιμακώνει την υπερβατικότητά του, γιατί δεν απογειώνει οριστικά τη γραφή του, γιατί δεν την οδηγεί σε μια μεγαλειώδη αστρική έκρηξη όπως συνέβη π.χ. με τον Αρτώ; Και όμως, αν το καλοσκεφτεί κανείς η αιτία είναι προφανής. Προς το τέλος, ο συγγραφέας του Συντρόφου γράφει σαν να ξέρει ότι πρόκειται να αυτοκτονήσει: «Η στωικότητα είναι αυτοκτονία», σημειώνει λίγες εβδομάδες πριν από την τραγική του πράξη (βλέπε «η αυτοκτονία είναι στωικότητα»). Η επίγνωση του τέλους, η αποδοχή του, τον κάνουν ξαφνικά λιγότερο απελπισμένο: Η τελεσίδικη απόφαση τον ηρεμεί, τον καταστέλλει. Και τον οδηγεί, μοιραία, σε εγκεφαλικές εκτιμήσεις: «Η ποίηση είναι ένας αερόλιθος που πέφτει απ’ τον ουρανό». Έχει δίκιο ο Παβέζε να λέει ότι η ποίηση είναι μια πέτρα. Το ότι αυτή όμως είναι ουρανοκατέβατη και όχι βγαλμένη κατ’ ευθείαν απ’ το ανθρώπινο στομάχι, τ’ άντερα και τη χολή, είναι ένα σφάλμα διαίσθησης πριν από οτιδήποτε άλλο. Είναι το διαισθητικό σφάλμα ενός εξουθενωμένου ανθρώπου που αποφασίζει να αποκοπεί από τη ζωή, μα και από την τέχνη ως ζωή. Γι’ αυτό κι εκείνο το ζεστό αυγουστιάτικο απόγευμα του 1950 στο ξενοδοχείο «Ρόμα» του Τορίνο (έξοχο μαύρο χιούμορ!) παρά το πολύ δυνατό τελευταίο του κείμενο που άφησε στο τραπέζι του δωματίου με τίτλο Ο Θάνατος θα ’ρθει και θα ’χει τα μάτια σου, επιλέγει να αυτοκτονήσει με το λιγότερο λογοτεχνικό τρόπο. Ούτε φλέβες, ούτε ελεύθερη πτώση, ούτε σφαίρα («όταν ο Χέμινγουεϊ άπλωσε στον τοίχο τα μυαλά του με μια καραμπίνα, αυτό ήταν στυλ», λέει ο Μπουκόφσκι) μα είκοσι υπνωτικά χάπια και οριζόντια κατάκλιση.

Αξίζει να σταθεί κανείς σ’ αυτό το περιστατικό. Ο τρόπος αυτοκτονίας του Παβέζε περιγράφεται επακριβώς στο φινάλε μιας παλαιότερης νουβέλας του (Τρεις γυναίκες μόνες). Διαλέγει, δηλαδή, να βιώσει την ίδια του τη μυθοπλασία, να ζήσει μέσα στη λογοτεχνία του μέχρι τέλους. Τι υποδεικνύει όμως τούτη η (αυτο)σκηνοθεσία αν όχι μια τραγική, τραγικότατη παραδοχή ότι ακριβώς η λογοτεχνία -η γραφή ως ζωή- τον έχει προηγουμένως σε τέτοιο βαθμό αποχωριστεί που αναγκάζεται να την επικαλεστεί σαν να ήταν μόνο μια μακρινή ανάμνηση; Μια ανάκληση. Σαν τα μάτια αυτής της μοιραίας γυναίκας που τόσο λυτρωτικά αποζητά…

Εννιά μέρες νωρίτερα, οι τελευταίες (οι τελειωτικές) λέξεις τού ημερολογίου του συνοψίζουν με τον δραματικότερο τρόπο τι σημαίνει για έναν λογοτέχνη το τέλος της ζωής: «Δεν θα ξαναγράψω πια».

Η διαπίστωση ότι ο συγγραφέας δεν μπορεί να ζήσει ανθρώπινα στον κόσμο, εκτός κι αν τον σβήνει και τον ξαναγράφει ο ίδιος, φαντάζει ακόμη πιο επίκαιρη σε μια εποχή τόσο προωθημένης απομυθοποίησης που συχνά ούτε κι ο αναγνώστης δεν φαίνεται να αναγνωρίζει στον εαυτό του το δικαίωμα να πιστέψει στο γραπτό, στην τέχνη ως αλήθεια.

 

Μάκης Μαλαφέκας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!