«Ήρθανε κάτι καθοδηγητές από τα Χανιά, αυτά που μας λέγανε συνδύαζαν το εθνικό με το κοινωνικό, εγώ, βέβαια, κατάλαβα με τον κομμουνισμό, γιατί με είχε ψήσει ένας γαμπρός μου κομμουνιστής, και μέσα σ’ αυτό το γενικό κλίμα της προσχώρησης στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ, μπήκα κι εγώ στην ΕΠΟΝ. Θα έπρεπε να είμαι εντελώς γάιδαρος για να μείνω έξω.
Μέναμε στο ίδιο σπίτι με έναν παράνομο, δεν ξέρω εάν μας κάρφωσε ένας μπάτσος που έμενε σε ένα διπλανό σπίτι, αλλά ήρθανε πρωί-πρωί, ο παράνομος ήταν ο Γιάννης ο Κυριακίδης, στέλεχος του ΚΚΕ, πήδηξε, κόντεψε να σπάσει τα πόδια του, αλλά τον πιάσανε. Πιάσανε κι εμένα και τον συγκάτοικό μου, μας πήγανε στο υπόγειο της Κουμουνδούρου, εκεί ήτανε ένα αστυνομικό τμήμα. Ο Κυριακίδης προσπάθησε να δραπετεύσει, τον πεθάνανε στο ξύλο, κατάπιε ένα κουτάλι, τον πήγανε σε ένα νοσοκομείο κι όταν τον φέρανε στα Βούρλα, τον σέρνανε, τον είχανε σε μια κουβέρτα, δεν μπορούσε να περπατήσει. Εγώ δεν προσπάθησα να δραπετεύσω, δεν νομίζω να τα κατάφερνα, έφαγα μερικά χαστούκια από τον διοικητή κι επειδή δεν έκανα δήλωση, ο τρίτος έκανε δήλωση, αλλά μας βάλανε και τους τρεις πακέτο για να δείξουν ότι ήμασταν παράνομοι. Δηλαδή, εγώ θα έδινα τη Μακεδονία στους Σέρβους, τη Θράκη στους Βουλγάρους και εφοδίαζα με όπλα το Δημοκρατικό Στρατό, νιάνιαρο, δευτεροετής της Φυσικής έκανα όλα αυτά, ήμουνα πολύ σπουδαίο πρόσωπο. Ο Βασιλικός Επίτροπος ζήτησε δύο φορές εις θάνατον για τον Κυριακίδη, μία φορά για μένα και απόλυση για το δηλωσία. Έφαγα 16 χρόνια, μετά από αναθεωρήσεις που έγιναν, κατέβηκα στα 7,5 και έβγαλα και τα 7,5 φυλακή. Δεν μου χαρίσαν ούτε μία μέρα.
Μετά το υπόγειο της Κουμουνδούρου, μας πήγανε στα Βούρλα. Εκεί η ζωή ήτανε σχετικά καλή γιατί ήτανε πλήθος κρατουμένων Αθηναίων και μάλιστα ελάχιστοι εργάτες, οι πολλοί μικροαστοί και αστοί, το τονίζω αυτό, και φέρνανε μπόλικα τρόφιμα. Και ζούσαμε πλουσιοπάροχα από φαΐ. Βέβαια, παίρνανε ανθρώπους, τους δικάζανε και τους εκτελούσανε. Αυτό μάλλον δεν ήταν και τόσο όμορφο. Θυμάμαι, ένα νεαρό φοιτητή της Ιατρικής, τον φέρανε καταδικασμένο σε θάνατο κι ένα πρωί χάθηκε το παιδί. Τον πήρανε ξημερώματα και τον εκτελέσανε. Μετά ήτανε μια ομάδα εργατών από τον Πειραιά, τους πήρανε μαζεμένα και τους πήγανε για εκτέλεση. Εμείς ουρλιάζαμε και φωνάζαμε και τραγουδούσαμε “τα κεφάλια σας θα πέσουν απ’ τ’ αντάρτη το σπαθί”, αλλά τα δικά μας κεφάλια πέφτανε. Μετά πήγα στη Γυάρο…» (απόσπασμα από συνέντευξη του Ευτύχη Μπιτσάκη στον υπογράφοντα).
Η ιστορία του Ευτύχη Μπιτσάκη είναι η ιστορία των αγώνων, της πράξης και των ιδεών, του ελληνικού κινήματος για ανεξαρτησία και σοσιαλισμό, με θυσίες, αυταπάρνηση, νίκες και ήττες. Η ιστορία χωρίς διακοπή σε μια έκταση 70 ετών, που συνεχίζεται…
Πλούσιο είναι και το επιστημονικό και συγγραφικό έργο του φιλόσοφου, φυσικού και ανθρωπιστή Ευτύχη Μπιτσάκη. Ενός αγωνιστή που επιμένει να υπερασπίζεται τα ιδανικά του και έχει ταχθεί ανεπιφύλακτα υπέρ της ενότητας της Αριστεράς. Ενός ενεργού πολίτη ακούραστου, πρωτοπόρου και πολυεπίπεδου, που του αξίζει κάθε τιμή.
Τυχεροί και ευγνώμονες όσοι τον γνωρίζουν.
Στέλιος Ελληνιάδης
Τη Δευτέρα, 17 Μαρτίου, στις 8 το βράδυ, στο μεγάλο Αμφιθέατρο του Οικονομικού Πανεπιστημίου (Πατησίων 76, στάση ΟΤΕ, σταθμός Πλ. Βικτωρίας) μαζί με εκλεκτούς ομιλητές θα τιμήσουμε τον Ευτύχη Μπιτσάκη.
Στην εκδήλωση θα μιλήσουν οι:
Ευτύχης Μπιτσάκης, φιλόσοφος και φυσικός
Γιώργος Τριμπέρης, καθηγητής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Άγγελος Χάγιος, περιφερειακός σύμβουλος Αττικής
Αλέξανδρος Χρύσης, καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Συντονίζει ο Στέλιος Ελληνιάδης, δημοσιογράφος Στο Κόκκινο και στο Δρόμο της Αριστεράς