Αρχική συνεντεύξεις εργασία Γιάννης Κουζής: Στόχος η διάβρωση της έννοιας του κατώτατου μισθού

Γιάννης Κουζής: Στόχος η διάβρωση της έννοιας του κατώτατου μισθού

Ο Γιάννης Κουζής, αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο και επιστημονικός συνεργάτης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, μιλά για τους στόχους κυβέρνησης και τρόικας και θεωρεί άνευ περιεχομένου τις συζητήσεις για την κατίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών και της γενικής ΣΣΕ, αφού η απόκλιση προβλέπεται από το νόμο που έχει ήδη ψηφιστεί.

Συνέντευξη στον Μιχάλη Σιάχο.

Πλέον καταγράφουμε πρωτιές στις απολύσεις, στις χαμένες θέσεις εργασίας. Ποιο είναι το σκηνικό που διαμορφώνεται στο χώρο της εργασίας;
Εάν μιλούσαμε πριν από δύο χρόνια για εργασιακό μεσαίωνα, η εξέλιξη που έχουμε το τελευταίο διάστημα και κυρίως από την αρχή του χρόνου, από τον Μάρτιο και μετά, θέτει ένα καινούριο ερώτημα για το πώς θα πρέπει να χαρακτηρίσουμε το περιεχόμενο της εργασίας σήμερα. Αν, για παράδειγμα, μιλούσαμε για γενιά των 700 ευρώ πριν από δύο-τρία χρόνια, είναι προφανές ότι, όπως διαμορφώνονται οι αμοιβές σήμερα, η εργασία με 700 ευρώ θεωρείται προνομιούχος.
Και πόσο μάλλον που δεν αναφερόμαστε σε γενιά, αλλά σε ένα ηλικιακό φάσμα που δεν αφορά μόνο τους νέους. Αυτό που θα πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι βρίσκονται σε επίπεδα ρεκόρ η ανεργία στην Ελλάδα, οι ρυθμοί αύξησής της και οι χαμένες θέσεις εργασίας.
Πέραν του γεγονότος ότι η εργασία πληρώνει τα αποτελέσματα της κρίσης, τα μέτρα τα οποία λήφθηκαν με αφορμή το Μνημόνιο έδωσαν τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να αποβάλουν εργαζόμενους από τη δουλειά τους με πολύ φτηνότερες απολύσεις, μειώνοντας δηλαδή τις αποζημιώσεις που καταβάλλονται για την απόλυση και βεβαίως σε συνδυασμό και με την αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων. Άρα, λοιπόν, έχουμε μια πρώτη γεύση των μέτρων τα οποία αρχίζουν να υλοποιούνται ήδη από το καλοκαίρι και με αφορμή το Μνημόνιο.

Οι συζητήσεις που κάνει το υπουργείο Εργασίας με την τρόικα σχετικά με τις συλλογικές συμβάσεις…
Πρόκειται για μία συζήτηση άνευ περιεχομένου με την τρόικα, από τη στιγμή που στο Ν. 3845/2010 ήδη αναφέρονται αυτές οι ρυθμίσεις, να υπάρχει, δηλαδή, δυνατότητα μια επιχειρησιακή σύμβαση να αποκλίνει όχι μόνο από την κλαδική αλλά και από τη γενική συλλογική σύμβαση εργασίας.

Η τρόικα «κούνησε» στην κυρία Κατσέλη τις υπογραφές της κυβέρνησης…
Η αντιπροσωπεία της τρόικας της είπε ότι έχουμε συμφωνήσει και έχετε ψηφίσει έναν νόμο. Κατά συνέπεια, είναι ζήτημα το πώς αυτό το πράγμα θα το εφαρμόσετε. Άρα, εδώ πρόκειται για μια ρύθμιση που ήδη υπάρχει κι αυτό που αναζητούν είναι ο τρόπος λειτουργίας αυτού του πλαισίου, ώστε οι ΣΣΕ να αποστασιοποιούνται ακόμα και από την ΕΓΣΣΕ και όχι να μην υπάρχει αυτή η δυνατότητα.
Ωστόσο, αυτό που θα πρέπει να επισημάνουμε, είναι ότι το συγκεκριμένο μέτωπο που αφορά τις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις είναι μία επιμέρους παράμετρος απέναντι σε μία δέσμη μέτρων που αποσκοπούν στο φαινόμενο της λεγόμενης διάβρωσης της έννοιας του κατώτατου μισθού. Ήδη είχαμε τα μέτρα σύμφωνα με τα οποία για τους νέους από 15 έως 24 ετών είτε με τη μορφή μαθητείας είτε με τη μορφή σύμβασης εργασίας, παρέχεται η δυνατότητα να προσλαμβάνονται με αμοιβές από 84% κάτω της ΕΓΣΣΕ έως και 70%, αν πρόκειται για μαθητεία. Ακόμα και σε προγράμματα που προκήρυξε ο ΟΑΕΔ για νέους ανέργους οι αμοιβές αντιστοιχούν στο 80% της ΕΓΣΣΕ.
Αυτό που θέλουν οι εργοδότες, πέραν αυτών των μέτρων, είναι να διαβρώσουν και την έννοια των κλαδικών συμβάσεων. Και επειδή οι επιχειρησιακές συμβάσεις είναι λίγες, γιατί είναι λίγα τα επιχειρησιακά σωματεία που υπάρχουν για να υπογράφουν τέτοιες συμβάσεις, η πίεση που ασκείται είναι ώστε να μην επεκτείνεται η κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας στο προσωπικό των επιχειρήσεων που δεν είναι μέλη των εργοδοτικών ενώσεων που υπέγραψαν τις κλαδικές συμβάσεις.
Άρα, λοιπόν, βλέπουμε ότι υπάρχει μία δέσμη μέτρων που αποσκοπούν στη διάβρωση της έννοιας των κατώτατων μισθών, είτε μιλάμε για κλαδικούς είτε μιλάμε για τον εθνικό κατώτατο μισθό, και αυτό βέβαια αποσκοπεί και στη συνολική μείωση του μισθολογικού κόστους, συνδυασμένο με τα μέτρα που έχουν παρθεί και για τη μείωση του κόστους των υπερωριών και της υπερεργασίας, και βεβαίως για τη μείωση του κόστους των απολύσεων.
Και όλα αυτά, φυσικά, σε συνδυασμό με τις παρεπόμενες επιπτώσεις στην κοινωνική ασφάλιση, τη συνταξιοδότηση κ.λπ.

Επί σειρά ετών ακούγεται το επιχείρημα ότι το μισθολογικό κόστος είναι βασικός παράγοντας της ανταγωνιστικότητας…
Συνεχώς γίνεται επίκληση αυτού του επιχειρήματος, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, με σκοπό την τόνωση της ανταγωνιστικότητας. Αυτό που θα πρέπει να επισημάνει κανείς είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια είχαμε συνεχή μείωση του μισθολογικού κόστους στην Ελλάδα, εννοώ του συνολικού μισθολογικού κόστους, άμεσου και έμμεσου. Φτάσαμε να είμαστε η χώρα, μαζί με την Πορτογαλία, με το χαμηλότερο κόστος εργασίας σε σχέση με την Ευρώπη των 15, και παρ’ όλα αυτά είμαστε τελευταίοι σε ανταγωνιστικότητα. Αυτό σημαίνει ότι η μονομερής προσήλωση στο πεδίο του μισθολογικού κόστους είναι αναποτελεσματική, μιας και η ανταγωνιστικότητα συνδέεται περισσότερο με την ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος και όχι με το κατά πόσον αυτό το προϊόν θα πρέπει να είναι φτηνό.
Εδώ θα πρέπει να πούμε, ότι η μείωση του κόστους εργασίας δεν συντέλεσε ούτε στην ανταγωνιστικότητα, ούτε στην αύξηση της απασχόλησης και την καταπολέμηση της ανεργίας. Ταυτόχρονα η υψηλή κερδοφορία των επιχειρήσεων δείχνει ότι αυτή επιβάρυνε την εργασία και από την άλλη πλευρά, τα κέρδη δεν επενδύονταν παραγωγικά. Δεν ενισχύονταν λειτουργίες όπως η τεχνολογία ή η κατάρτιση του προσωπικού, που αποτελούν επενδυτικούς συντελεστές που αποσκοπούν στη δημιουργία ποιοτικού προϊόντος κι όχι φτηνού.

Αν ένας φοιτητής σας, ένας νέος άνθρωπος που βιώνει όλο αυτό το κλίμα και τις προοπτικές, ερχόταν και σας έλεγε «κύριε καθηγητά, τι κάνουμε;», τι θα του απαντούσατε;

Θα του απαντούσα καταρχάς να μην ενοχοποιήσει τον εαυτό του. Για το γεγονός ότι αντιμετωπίζει προβλήματα στην αγορά εργασίας, δεν θα πρέπει να ενοχοποιεί τον εαυτό του, όπως έντεχνα επιχειρείται με τη θεωρία περί απασχολησιμότητας. Το κράτος προσπαθεί να μεταφέρει την ευθύνη στον εργαζόμενο, στον άνεργο, για το πρόβλημα της ανεργίας του, ενοχοποιώντας τον και προσπαθώντας να αποσείσει τις ευθύνες που έχει το ίδιο για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και την ανάπτυξη όρων κοινωνικής πολιτικής.
Από ’κει και πέρα, θα πρέπει να του δώσω και μερικά παραδείγματα. Ότι εάν βομβαρδίζεται από το γεγονός ότι δεν είναι ειδικευμένος και δεν είναι παραγωγικός, θα του δείξω τα στοιχεία τα οποία υπήρχαν και πριν από την κρίση, που μας έλεγαν ότι το 30% των αναγγελιών που έκαναν οι εργοδότες για θέσεις εργασίας, ήταν για ανειδίκευτη εργασία. Αυτό είναι ένα στοιχείο που καταδεικνύει ότι, πραγματικά, το ζητούμενο δεν είναι η ποιότητα στο περιεχόμενο της απασχόλησης, αλλά η αναζήτηση του όσο το δυνατόν φθηνότερου κόστους. Αυτό που θα του έδειχνα ως στόχο, είναι να δημιουργήσει κι αυτός τους όρους, να συμβάλει, σε μια κοινή συλλογική πορεία, για την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου, το οποίο θα συνδέεται με μία αναδιανομή εισοδήματος που πρέπει να γίνει στην ελληνική κοινωνία.
Βεβαίως, μπορώ να επισημάνω και το εξής: Επειδή εγώ βρίσκομαι στον τομέα των κοινωνικών επιστημών, οι νέοι έχουν να αντιμετωπίσουν και την «καταδίκη» ότι σπουδάζουν μέσα στα πράγματα. Και αυτό που θα πρέπει να καταδειχτεί είναι ότι οι κοινωνικές επιστήμες που αναζητούν τους όρους ερμηνείας του κόσμου και της πραγματικής εικόνας του κόσμου και όχι της επιφανειακής, είναι επικίνδυνες γι’ αυτό και υποβαθμίζονται έντεχνα.
Βιώνουμε μια εποχή με έντονα κοινωνικά προβλήματα και θα είχαμε ανάγκη κοινωνικών επιστημόνων που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην αντιμετώπισή τους.
Ένα σύστημα που δεν θέλει να ξεσκεπαστεί και να αποκαλυφθεί το πραγματικό πρόσωπο της κοινωνίας, οδηγεί την κοινωνική έρευνα και τις κοινωνικές επιστήμες σε υποβάθμιση.

Σχόλια

Exit mobile version