Θα πάρω ένα ψεύτικο πιστόλι,

μια νύχτα να μπουκάρω στη Βουλή,

κι εκεί που θα κοιμούνται όλοι,

θα ρίξω μία να τους κόψω τη χολή!

Φτερά να βγάλουν όλοι στις πατούσες,

σε μια στιγμή να γίνουνε καπνός,

και όλοι οι παρόντες κι οι παρούσες,

να γίνουνε ρεζίλι διεθνώς!

Μπας και ξυπνήσουνε προτού να είν’ αργά,

πριν την πληρώσουμε κι εγώ κι αυτοί χοντρά.

Μ’ έχουνε φέρει στο αμήν,

if you Know, if you Know what I mean!

 

(στίχοι-μουσική Γιάννη Μηλιώκα)

 

 

Σιδερώνοντας προχτές τα πουκάμισά μου άκουγα τα τραγούδια από το καινούργιο CD του Γιώργου Μαργαρίτη. Και ξαφνιάστηκα, ευχάριστα. Τόσο ευχάριστα που άρχισαν να περνούν από το απερίσπαστο από τις μηχανικές κινήσεις μυαλό μου, εικόνες από την πρόσφατη ιστορία του λαϊκού τραγουδιού, της εποχής που ο Μαργαρίτης έκανε τα πρώτα βήματά του στο προσκήνιο, πριν από 35 χρόνια περίπου.

Μιας εποχής που, κάτω από τη βαριά σκιά του Καζαντζίδη, ο Στράτος Διονυσίου ήταν ο αμέσως επόμενος άρχων του λαϊκού τραγουδιού, συνεπικουρούμενος από τον παλαιότερο Πάνο Γαβαλά και τον νεότερο Δημήτρη Μητροπάνο, και, βεβαίως, τον Γιώργο Νταλάρα που προσπαθούσε να διαφοροποιηθεί στον τρόπο ερμηνείας-παρουσίασης των λαϊκών τραγουδιών. Ο Μαργαρίτης, προερχόμενος από τα κάτω σκαλιά, όπως όλες οι μεγάλες φωνές του λαϊκού τραγουδιού, δυσκολευόταν να βολευτεί μέσα στο μεγάλο συνωστισμό, αφού υπήρχαν ήδη αρκετοί τραγουδιστές με προσόντα που διεκδικούσαν μια θέση στην πρώτη γραμμή, τόσο από το χώρο του «έντεχνου» όσο και από το χώρο του λαϊκού της δεκαετίας του ’50 και δώθε. Τοποθετημένος πιο νότια από τον Νίκο Παπάζογλου που τραβούσε πάνω του το ενδιαφέρον της νεολαίας με το στοχαστικό μοντερνισμό του και τον Λεωνίδα Βελή που ήρθε από την Αμερική για να καλύψει -έστω μιμούμενος- κάτι από το μεγάλο κενό του Καζαντζίδη, ο Μαργαρίτης βρέθηκε από τα Τρίκαλα στην Αθήνα, σε ένα ρεύμα που έτρεχε ανάμεσα στους εσωτερικούς μετανάστες, τα συνεργεία αυτοκινήτων και τα μαγαζιά της Εθνικής Οδού, της Συγγρού και της Θηβών. Αντιμέτωπος με μια πλειάδα τραγουδιστών που διασκέδαζαν και εξέφραζαν αυτό το τεράστιο κοινό από τις πίστες των μπουζουξίδικων και τις πειρατικές κασέτες που πλημμύριζαν τους πάγκους των καταστημάτων με τα σουβενίρ γύρω από την Ομόνοια, αλλά και τα καρότσια των μικροπωλητών στις λαϊκές αγορές και τα πανηγύρια. Με μεγάλα σουξέ, εκείνη την εποχή, λίγο πριν-λίγο μετά το ’80, ο Λευτέρης Πανταζής που με ελαφριά ποντιακή προφορά τραγουδούσε με μπρίο «παράνομος κι αν είναι ο δεσμός μας», ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος που είχε προηγηθεί ξεκινώντας από την επαρχία με το «παντρεμένοι κι οι δυο» και το «βρε μελαχρινάκι, με πότισες φαρμάκι» και ο Κώστας Κόλλιας που έκανε τις απανταχού καρδιές να αναστενάζουν και να τα σπάνε τραγουδώντας «έρωτά μου αγιάτρευτε και καημέ μου μεγάλε» πριν βρει τραγικό θάνατο στα βράχια του Σαρωνικού.

Το κλειδί για να μπει κανείς στο χώρο δεν ήταν οι μεγάλες εταιρίες, ούτε βέβαια, οι εφημερίδες, το ραδιόφωνο ή η τηλεόραση, αφού αυτό το είδος τραγουδιού εθεωρείτο πολύ μπασκλάς για να περάσει. Το κλειδί ήταν το ίδιο το τραγούδι που θα κυκλοφορούσε από κάποια από τις πολλές μικρές εταιρίες δίσκων πέριξ της Ομόνοιας και θα έβρισκε απήχηση στα νυχτερινά μαγαζιά, τα πειρατικά ραδιόφωνα, τα αναψυκτήρια, τα γλέντια και τα καφενεία όλης της χώρας, ακόμα κι αν ο ερμηνευτής του ήταν παντελώς άγνωστος. Και κλειδοκράτορες ήταν μερικοί από τους πιο ευφυείς και ταλαντούχους μουσικούς που έγραφαν τέτοια τραγούδια, της πόλης και του χωριού, όπως ο σαντουρίστας Τάκης Σούκας και ο βιολιστής Γιώργος Κόρος με στίχους λαϊκών ανθρώπων που ποτέ δεν αναδείχτηκαν στο πάνθεον των γνωστών στιχουργών, κι ας τραγουδήθηκαν τα ρεφρέν τους από εκατομμύρια ανθρώπους, όπως ο Λάκης Τσώλης, ο Ηρακλής Παπασιδέρης και ο Νίκος Λουκάς.

Με ένα τέτοιο «κλειδί» ο Γιώργος Μαργαρίτης άφησε τις χειρονακτικές εργασίες από τις οποίες ζούσε και βγήκε στο προσκήνιο με μεγάλες αξιώσεις. Όταν τον πρωτάκουσα στο «Σεραφίνο», στο Φάληρο, είχε κιόλας σοφέρ! Μέσα από ένα δίσκο 33 στροφών, είχε κάνει, με τη βαριά «βλάχικη» προφορά του, τουλάχιστον τρεις μεγάλες επιτυχίες που είχαν μπει στο ρεπερτόριο όλων των τραγουδιστών από τις Τζιτζιφιές ως το Αιγάλεω κι από την Καλαμάτα ως την Αλεξανδρούπολη. «Στον καθρέφτη σου κοιτιέσαι κι από μόνη σου αγαπιέσαι», «Εσύ μου μιλάς στην καρδιά μου», «Δεν πρέπει, δεν πρέπει να σβήσει οδικός μας ο δεσμός», με τη σφραγίδα του Τάκη Σούκα και την ετικέτα της Polyphone.

Έκτοτε, η αρχική επιτυχία δεν επαναλήφθηκε, αλλά ο Μαργαρίτης δεν εξαφανίστηκε όπως άλλοι τραγουδιστές συγκαιρινοί του, σαν τον συμπαθή Γιώργο Σαλαμπάση που ήταν διάσημος όσο κράτησε το μοναδικό σουξέ του «Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;». Και δεν εξαφανίστηκε, γιατί όσο περνούσε ο καιρός λιγόστευαν οι λαϊκοί καλλιτέχνες παλιού τύπου με την καλή μπάσα φωνή και το ανάλογο παρουσιαστικό. Και γιατί ενδιάμεσα, εξασφάλιζε, κάπου κάπου, μερικά καλά τραγούδια, όπως τα έξι που του έδωσε ο Άκης Πάνου, μεταξύ των οποίων και ο «Τελευταίος πυρετός». Αλλά και γιατί, ορισμένοι άνθρωποι της δισκογραφίας ασχολήθηκαν μαζί του, όπως ο Θοδωρής Μανίκας στο παρελθόν και ο Άγγελος Σφακιανάκης σήμερα.

 

Παίζουμε για τη φανέλα…

Ο δίσκος, με τα 16 τραγούδια κάτω από τον γενικό τίτλο «Γιώργος Μαργαρίτης – Παίζουμε για τη φανέλα…» (Δίσκοι Μικρός Ήρως), είναι ο πιο πολιτικοποιημένος δίσκος της εποχής! Όχι μόνο για το «απειλητικό» τραγούδι του Γιάννη Μηλιώκα, που το λέει θαυμάσια, με κατάλληλο ύφος, ο Μαργαρίτης. Γιατί έχει πολλά καλά τραγούδια, που σίγουρα τα μάζεψε με το τσιμπιδάκι ο Σφακιανάκης, ένα προς ένα, από 24 συνθέτες και στιχουργούς! Ο αρχικός μου φόβος, εμπειρικός, ότι αυτή η πολυσυλλεκτικότητα σπάνια δημιουργεί ένα συνεκτικό σύνολο, δεν επαληθεύτηκε, ευτυχώς. Αντιθέτως, ενισχύθηκε η ελπίδα μου ότι σε συνθήκες καταστροφικές μπορεί το ελληνικό τραγούδι να αντέξει.

Στα τραγούδια των Κορακάκη, Βαγιόπουλου, Ζήκα, Λ. και Χρ. Παπαδόπουλου, Μαχαιρίτσα, Κραουνάκη, Ντούμου, Μπαλαχούτη, Γκόνη, Φιλίππου, Ιωάννου, Ανδρέου, Εμμανουηλίδη, Χαρούλη, Μπαλτζή, Χαραλαμπίδη, Κωνσταντινίδη, Μαύρου, Σφακιανάκη, Τσιάκα, Παπαδημητρίου και Ανθής Μητροπέτρου που ανοίγει τη συλλογή με ένα δυνατό στίχο, βρίσκει κανείς ίχνη από τον Γιώργο Ζαμπέτα και την Οπισθοδρομική Κομπανία, ζεϊμπέκικα, ήχους βαλκανικούς και ορχήστρες με ηλεκτρισμό και εξαιρετικά μπουζούκια κλάσης Καραντίνη, υπό την ενορχηστρωτική ομπρέλα του Αντώνη Γούναρη.

Και τα πουκάμισα γίνανε τέλεια!

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!