Οι χίπικες οικολογικές ανησυχίες των επιπτώσεων της καπιταλιστικής κυριαρχίας στον πλανήτη ώθησαν τον πολυσχιδή και πάντα δραστήριο Βέρνερ Χέρτζογκ να συνδυάσει πρωτότυπες προσεγγίσεις, στο μεταίχμιο ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας. Ο εμβληματικός σκηνοθέτης του «Αγκίρε, η μάστιγα του Θεού» (1972), παρά τα 77 χρόνια του, δημιουργεί εμπνευσμένες ταινίες. Στο τελευταίο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, σε ένα κατάμεστο Ολύμπιον, προβλήθηκε το πρόσφατο ντοκιμαντέρ του «Συναντώντας τον Κορμπατσόφ», μια εφ’ όλης της ύλης κουβέντα με τον πρώην Σοβιετικό ηγέτη, ενώ αυτή τη βδομάδα, κυκλοφορεί η νέα ταινία του «Οικογενειακή Ευτυχία Α.Ε.» γυρισμένη στη μακρινή Ιαπωνία, με ερασιτέχνες ηθοποιούς και αναφορές στο σινεμά βεριτέ.
Ο Ριίτσι συναντά μετά από μια δεκαετία την 12χρονη κόρη του Μάχικο, σε πολυσύχναστο πάρκο του Τόκυο, όπου συζητούν και φωτογραφίζονται με φόντο τις ανθισμένες κερασιές. Από τη μετέπειτα συνάντησή του με την μητέρα του κοριτσιού, αποκαλύπτεται πως πρόκειται για υπάλληλο της εταιρίας «Οικογενειακή Ευτυχία Α.Ε.», που έχει αναλάβει να υποδυθεί τον πατέρα. Σταδιακά, ξεδιπλώνονται περίεργες καταστάσεις. Ο Ριίτσι παραδίνει σε ένα γάμο την νύφη στον γαμπρό, ως πατέρας και πάλι, επειδή ο πραγματικός είναι αλκοολικός, ενώ υποδύεται έναν σιδηροδρομικό υπάλληλο, που, παρουσία του πραγματικού, υφίσταται γονυπετής το κατσάδιασμα του αφεντικού. Μια μικροκαμωμένη γυναίκα πληρώνει υποτιθέμενους παπαράτσι, που την φωτογραφίζουν σαν δημοσιότητα σε πολυσύχναστο δρόμο, θυμίζοντας τη ματαιοδοξία της Ανίτα Έκμπεργκ, στο φελινικό «Γλυκιά ζωή» (1960), με τον Ριίτσι να τραβάει το βίντεο για τα κοινωνικά δίκτυα. Ένα μελαμψό κοριτσάκι μαζί με τον Ριίτσι και την Μάχικο εμφανίζονται να συνθέτουν οικογένεια, καλύπτοντας μέσα από τους ρόλους τους την ανάγκη για τρυφερότητα και στοργή, που υπογραμμίζουν οι ρομαντικές σονάτες για βιολί και πιάνο του Μπετόβεν.
Προσεγγίζοντας ένα σύγχρονο κοινωνικό και ανθρωπολογικό περιβάλλον, ο Χέρτζογκ διερευνά την εμμονή ενσάρκωσης ρόλων, στα όρια υστερίας και παράνοιας, για την αντιμετώπιση των συναισθηματικών αδιέξοδων. Η υποκατάσταση χαρακτήρων αγγίζει σκοτεινά σενάρια επιστημονικής φαντασίας, όπως στο «Matrix» (1999/αδερφοί Γουατσόφσκι) αλλά και στους «Αντικαταστάτες» (2009/Τζόναθαν Μόστοου), όπου οι άνθρωποι χειρίζονται συνθετικές καλλίγραμμες ρέπλικες, για να ζήσουν σε μια πλαστή πραγματικότητα σαν σαπουνόπερα.
Η ψυχική αστάθεια να φέρεται κάποιος σαν διασημότητα, προδίδει έναν αυτοαναφορικό εγωκεντρισμό, που καλλιεργήθηκε μέσα από έναν άχαρο νεοπλουτισμό, ενώ σκιαγραφείται γλαφυρά η διαταραγμένη διάσταση των κατώτερων στρωμάτων, που φαντασιώνονται ότι ξεχωρίζουν από το πλήθος, χωρίς να ενδιαφέρονται να δουν τις αιτίες της μιζέριας τους και πολύ περισσότερο να την ανατρέψουν.
Στη συνάντηση Ριίτσι-Μάχικο στο πάρκο, η κάμερα συλλαμβάνει ένα δρώμενο σαν σκηνή από ταινία,, με μια ομάδα νεαρών, που υποδύονται τους σαμουράι, να ξεκινά μια χορογραφημένη μονομαχία με σπαθιά, υπό τους ήχους παραδοσιακής γιαπωνέζικης μουσικής. Η απομίμηση που εμπεριέχεται σε αυτή τη σκηνή ανακαλεί την ιδιότητα της αναπαράστασης, όρου που εδώ και 40 χρόνια επιχειρεί, μέσα από σημειολογικά εργαλεία, να καταδείξει την παραπλανητική φύση του σινεμά, προειδοποιώντας για τον κοινωνικό αντίκτυπο του ψυχαγωγικού θεάματος. Ακόμα και ο Όρσον Γουέλς είχε σκαρώσει την ταινία «Η αλήθεια και το Ψέμα» (1973), για την εξαπάτηση και τα ψέματα του σινεμά.
Ο Χέρτζογκ επαναφέρει το θέμα της αναπαράστασης, για να σχολιάσει πώς σε μια υπερ-εξοπλισμένη τεχνολογικά χώρα, στην εποχή της υπερ-επικοινωνίας, τα αληθινά συναισθήματα μετεξελιχθήκαν σε προϊόν οικονομικής συναλλαγής. Η τάση μιας ολόκληρης κοινωνίας να προσποιείται στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, υιοθετώντας διαφορετική ταυτότητα, μετατρέπει αυτομάτως τους πάντες σε ηθοποιούς-ερμηνευτές μιας πραγματικότητας που βιώνεται όχι ζωντανά, αλλά αναπαραστατικά, αφήνοντας μοναχικούς σκόρπιους ανθρώπους στις μεγαλουπόλεις, σαν τα σπουργίτια στα ανθισμένα κλωνάρια του πάρκου.
Στις «Άλπεις» (2011) του Λάνθιμου, το παράλογο εκπηγάζει από την ανάγκη συγγενών να αναβιώσουν στιγμές με τους νεκρούς τους, στα πλαίσια της διαδικασίας πένθους.
Ανησυχώντας μήπως ανακατέψει τους ρόλους που υποδύεται καθημερινά, ο πρωταγωνιστής του Χέρτζογκ αυτοχαρακτηρίζεται ως χαμαιλέοντας, υποδηλώνοντας προσαρμοστικότητα και ευελιξία, έννοιες-κλειδιά της εποχής, ενώ αναρωτιέται μήπως και η δική του οικογένεια έχει προσλάβει αντικαταστάτη του, αφού απουσιάζει διαρκώς, υποδυόμενος τις ζωές των άλλων.
Σε αρκετές μυθοπλασίες, ο Χέρτζογκ έχει διερευνήσει όρια και επιπτώσεις της ανθρώπινης παράνοιας, σε σχέση με τα κοινωνικά και οικολογικά συστήματα. Στο «Αγκίρε», μια ομάδα πολεμόχαρων Ισπανών κονκισταδόρων του 16ου αιώνα, αποδεκατίζονται και σταδιακά παραφρονούν στις άγριες ζούγκλες της Λατινικής Αμερικής, με τον παρακμιακό ψυχισμό τους να συνδυάζεται με τη γενοκτονία των αυτοχθόνων. Αντίστοιχα, στο «Κόμπρα Βέρντε» (1987), ένας ξυπόλητος ληστής γίνεται αδίστακτος ηγέτης, σπέρνοντας τον τρόμο, για να καταλήξει στυγνότερος σκλαβέμπορος και από τους αποικιοκράτες.
Στην τελευταία του ταινία, σχολιάζοντας την παράνοια της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας στην Ιαπωνία, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, με τις ανθρώπινες σχέσεις βασισμένες στο ψέμα, τονίζεται πως η πολιτική της συγκεκριμένης Α.Ε. βασίζεται στη σύμβαση πως ο κόσμος επιλέγει να ξοδευτεί, για να καταστήσει πειστικότερη την αυταπάτη. Ο Χέρτζογκ αφουγκράζεται έναν λαό διχασμένο, ανάμεσα στην ποίηση της ασιατικής παράδοσης και στον οικονομικό εκσυγχρονισμό της Δύσης, ενώ κινηματογραφεί χαρακτηριστικά αξιοθέατα του Τόκυο, όπως ο ναός των Ιερών Αλεπούδων και το πάρκο με τις ανθισμένες κερασιές, ατραξιόν για μεγάλο πλήθος, που αναδεικνύει την ομοιομορφία του σύγχρονου μαζάνθρωπου. Ενδεικτικό της πληθυσμιακής κλίμακας είναι το πλάνο κάτοψης, που αποκαλύπτει πλήθος να διασχίζει μεγάλη διασταύρωση, με τις διαφορετικές διαβάσεις πεζών να σχηματίζουν τρίγωνο. Η σκηνή που ο Ριίτσι μπαίνει στο φέρετρο, υποδυόμενος τον πεθαμένο, αναφέρεται στην πειραματική ταινία «Το ημερολόγιο ενός κλέφτη» (1968, Ναγκίσα Οσίμα). Τα ανθρωπόμορφα ρομπότ που εξυπηρετούν 24/24 στη ρεσεψιόν ξενοδοχείου, αλλά και τα ψάρια-ρομπότ, στο ενυδρείο απέναντι, αναδύουν ένα νέο αυτοματοποιημένο κόσμο για ψυχαγωγικούς και συναισθηματικούς σκοπούς, όσο και μια νέα αγορά με ρομποτοειδή, που θα ζήλευε ακόμα και ο Φίλιπ Κ.Ντικ. Η τεχνολογία μπλέκεται με την πρωτοποριακή διάσταση της επιστήμης, εισβάλλοντας διαρκώς στην καθημερινότητα, σε μια χώρα που λανσάρει τεχνολογικά γκάτζετ. Οι φωτογραφίες-σέλφι, ως αυτοαναφορική καταγραφή, διαφαίνονται και στη σκηνή όπου πατέρας-κόρη βγάζουν κοινή φωτογραφία σε αυτόματο μηχάνημα που διαθέτει λογισμικό ψηφιακής επεξεργασίας, προωθώντας άλλη μια σκηνοθετημένη αποτύπωση του «εγώ» στη σύγχρονη εποχή.
Προσδιορίζοντας την «ευτυχία», ο Χέρτζογκ καταλήγει πως τα πάντα είναι προϊόντα προς πώληση, συναισθήματα, φίλοι, εραστές, γονείς.
Η πρωτότυπη μουσική μελαγχολικών συνθέσεων με τσέλο, πιάνο, βιολί και όργανο, ανήκουν στον Ολλανδό πειραματικό τσελίστα Έρνστ Ρεϊτζσέγκερ, συνεργάτη του Χέρτζογκ από «Το λευκό Διαμάντι» (2004) και «Το άγριο γαλάζιο υπερπέραν» (2005), ενώ εδώ ακούγεται ξανά το Kyrie, με το φωνητικό αντρικό σχήμα από τη Σαρδηνία «Concordu E Tenore De Oresei», πολυφωνική λιτανεία που φορτίζει απόκοσμα τους παγιδευμένους σε μια ψυχρή τεχνολογική πραγματικότητα ήρωες.
Αυτή η περίεργη ταινία, φαινομενικά μοιάζει απλή, διερευνά όμως πολύπλοκα θέματα γύρω από την παράνοια της σύγχρονης ζωής, ενώ παραμένει πρωτότυπη και εξαιρετικά χαρακτηριστική του σκηνοθέτη. Μεταξύ σεναριακής μυθοπλασίας αλλά και ντοκιμαντέρ, ο Χέρτζογκ μοιράζεται εικόνες από τον εξωτικό κόσμο της Άπω Ανατολής, επιχειρώντας να κατανοήσει πώς αντιμετωπίζουν τη χαμένη τους πολιτισμική ταυτότητα, αρχαίοι λαοί που ασπάστηκαν τη σύγχρονη εποχή, εν μέσω αδυσώπητου καπιταλισμού.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]
INFO
Το ντοκιμαντέρ «Η εικόνα που έχασες» του Ντόναλ Φόρμαν κυκλοφορεί 26-27/10/2019 σε δυο αίθουσες στην Αθήνα (Δαναός & Ταινιοθήκη) και στον Σταύρο Τορνέ (Θεσ/νίκη). Κριτική υπάρχει στο φύλλο 427 στην ανταπόκριση της Ιφιγένειας Καλαντζή από το περσινό 9ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας.