Για το Κελί από Χρυσάφι του Διέγο Κεμάδα-Δίες

Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Γη της επαγγελίας, για τους εξαθλιωμένους κατοίκους της Λατινικής Αμερικής, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν τον ονειρεμένο τόπο μετανάστευσης, με κάθε τίμημα, προκειμένου να γλιτώσουν από την ταπεινωτική φτώχεια. Αυτή την ψευδαίσθηση έρχεται να αποδομήσει ο Ισπανός Διέγο Κεμάδα-Δίες, με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Κελί από Χρυσάφι, μια σύγχρονη οδύσσεια με θέμα τη μετανάστευση και την αυθαίρετη διάσταση των οριοθετημένων συνόρων, που βραβεύτηκε με το Χρυσό Αλέξανδρο στο περυσινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Τρεις έφηβοι από τη Γουατεμάλα, δυο αγόρια και μια κοπέλα, μεταμφιεσμένη σε αγόρι κι αυτή, διασχίζουν το Μεξικό, με προορισμό τις ΗΠΑ. Την ισορροπία της συντροφιάς διαταράσσει το ενδιαφέρον της κοπέλας για τον νεαρό Ινδιάνο συνοδοιπόρο τους, που δεν μιλάει ισπανικά. Στο μακρύ και γεμάτο κινδύνους ταξίδι τους, θα υποστούν πολλές δοκιμασίες, αλλά και στυγνή εκμετάλλευση.

Ο Κεμάδα-Δίες καταφέρνει να αποτυπώσει την εξαθλίωση απ’ τα πρώτα πλάνα, ακολουθώντας με κάμερα στον ώμο τα παιδιά, στα στενά της παραγκούπολης, όπου ζούσαν. Οι συγκλονιστικές εικόνες ανθρώπων που εξασφαλίζουν το μεροκάματο ψάχνοντας στους όγκους σκουπιδιών, αλλά και τρένων με εκατοντάδες λαθρεπιβάτες στις οροφές, μαρτυρούν ανάγλυφα τις συνέπειες της άνισης κατανομής του πλούτου.

Η ρεαλιστική κινηματογραφική αντιμετώπιση βασίστηκε τόσο στο σενάριο, από προσωπικές μαρτυρίες εκατοντάδων μεταναστών, όσο και στην επιλογή για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους μη επαγγελματιών, στους οποίους ο σκηνοθέτης φανέρωνε ένα μικρό κομμάτι της υπόθεσης κάθε μέρα, πριν το γύρισμα, αφήνοντας χώρο στον αυθορμητισμό και στο φυσικό τους παίξιμο.

Η σεναριακή κατασκευή εστιάζει στους δεσμούς που δημιουργούνται ανάμεσα στους χαρακτήρες, κατά το πέρασμα από τη γνωριμία στη φιλία και την αλληλεγγύη, ενώ η απώλεια και η προδοσία οδηγούν αργά και βασανιστικά σε μια δραματική κλιμάκωση. Στο γενικό μελαγχολικό κλίμα ξεχωρίζουν δυο σκηνές-όαση, αυτή που η κοπέλα μαθαίνει λέξεις στη γλώσσα του Ινδιάνου, προσπαθώντας να βρει τρόπο επικοινωνίας και το στιγμιότυπο του γλεντιού, όταν μετά από μια κοπιαστική μέρα δουλειάς στα χωράφια,  οι φίλοι, παρέα με άλλους μετανάστες, πίνουν γύρω από μια φωτιά και χορεύουν στους ρυθμούς της κολομβιανής κούμπια, ενός αισθησιακού λαϊκού χορού, που απελευθερώνει ένστικτα και ορμές.

Η κινηματογράφηση των αυθεντικών εκφράσεων των νεαρών πρωταγωνιστών από κοντά αναδεικνύει έναν ανθρωποκεντρικό ρεαλισμό, με στόχο την κατάδειξη της αδικίας. Τα πολλά κοντινά πλάνα συνδυάζονται με κάποια λιγοστά μακρινά, όταν η κάμερα απομακρύνεται για να δώσει την αίσθηση της έκτασης του ψηλού σιδερένιου φράχτη, που καλύπτει για χιλιόμετρα τη συνοριακή γραμμή του Μεξικού, ένα απροσπέλαστο όριο που χωρίζει τους κολασμένους αυτής της γης από τον «πολιτισμένο» κόσμο.

Η λιτή πρωτότυπη μουσική, με τα θλιμμένα πιανιστικά, υπογραμμίζει την αθωότητα των άβγαλτων και εύθραυστων χαρακτήρων. Αυτή η διακριτική ένταση ακολουθεί προοδευτικά και το βαθμό κατανόησης των εφήβων που αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν τη βαρβαρότητα σε όλο της το μεγαλείο. Κατά τη δραματική κορύφωση, όμως, η μουσική παίρνει άλλη τροπή, με την εισαγωγή στην ενορχήστρωση και τσέλου, που τελικά επικρατεί με θλιμμένες συνθέσεις, όταν συνθλίβεται κάθε ονειρική πλάνη.

Το πονεμένο αυτοσχέδιο λαϊκό τραγούδι των μεταναστών για τα σύνορα, συνοδεία σόλο κιθάρας, αποτυπώνει το πνιγηρό αίσθημα των πρωταγωνιστών, στην πρώτη κρίσιμη στιγμή συνειδητοποίησης της πραγματικότητας, με την κάμερα να διατρέχει μέσα από σταθερά πορτρέτα τα γεμάτα κούραση και απόγνωση βλέμματα των μεταναστών στις οροφές των τρένων. Εξαιρετική επιλογή είναι και το σπαρακτικό μπλουζ που σφραγίζει την ταινία στους τίτλους τέλους, διασκευή του πένθιμου εμβατήριου του Σοπέν, που το μουρμουρίζει μια γυναικεία φωνή, γεμάτη πόνο, ως μοιρολόι των χαμένων ονείρων.

Ένα πλάνο χιονισμένης νύχτας που επανέρχεται στην ταινία, ως παράδοξο ποιητικό οπτικό μοτίβο που συμπυκνώνει τη ματαιότητα, γίνεται κατανοητό μονάχα στο τέλος, όταν συνδέεται με μια προηγούμενη σκηνή, όπου τα δυο αγόρια έχουν κολλήσει μπροστά από μια βιτρίνα με μακέτες τρένων και τεχνητό χιόνι, στιγμιότυπο που ανακαλεί ο ήρωας, όταν βλέπει για πρώτη φορά χιόνι στο βόρειο ημισφαίριο.

Η αποκαθήλωση του απατηλού ονείρου, με την αποδοχή της ωμής πραγματικότητας, τονίζεται στο πλάνο, όπου ο πρωταγωνιστής αγναντεύει τις εργοστασιακές εγκαταστάσεις, πίσω από το συρματόπλεγμα, συνειδητοποιώντας την αμετάκλητη ταξική μοίρα των μεταναστών, που προορίζονται να αποτελούν τα απαραίτητα φτηνά εργατικά χέρια, για τη συντήρηση του πλούτου στον ονειρικό κόσμο.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός/κριτικός κινηματογράφου ([email protected])

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!