Μετά το ασπρόμαυρο βαλκανικό δράμα εποχής «Αφερίμ» (2015), το πολανσκικό «Σημαδεμένες καρδιές» (2016) για την αυτοκατοστροφική σχέση ενός ζευγαριού και το ιστορικό ντοκιμαντέρ-δοκίμιο «Η έξοδος των τρένων» (2020), για τη σφαγή των Εβραίων στη Ρουμανία το 1941, ο 46χρονος Ρουμάνος σκηνοθέτης Ράντου Ζούντε διαφοροποιήθηκε από τον ρουμάνικο ρεαλισμό, σκηνοθετώντας το 22λεπτο «Semiotic Plastic» (2021), όπου παιχνίδια και κούκλες ανασυνθέτουν πραγματικές καταστάσεις, ενώ στο «Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό» (2021) διερευνά το σουρεαλιστικό παράλογο. Στο νέο του σατυρικό πόνημα «Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου», αναστοχάζεται το παρόν μέσα από το παρελθόν της χώρας του.

Η κάμερα καταγράφει σε σταθερά πλάνα το 24ωρο μιας εργαζόμενης σε ρουμάνικη εταιρία κινηματογραφικών παραγωγών, της Άντζελα Ρεντουκάνου (Ιλίνκα Μανολάκε), η οποία επισκέπτεται το ένα μετά το άλλο τα θύματα εργατικών ατυχημάτων μιας Αυστριακής Εταιρίας επίπλων, με εργοστάσιο στη Ρουμανία, ώστε να βιντεοσκοπήσει τις αφηγήσεις των ατυχημάτων τους, καταλήγοντας στην προτροπή να φοράνε όλοι προστατευτικά κράνη. Όποιος από αυτούς επιλεγεί, θα πρωταγωνιστήσει με αντίτιμο 500 ευρώ, στο ολιγόλεπτο βίντεο για λογαριασμό της Αυστριακής εταιρίας, στα πλαίσια εκστρατείας χρήσης προστατευτικού υλικού.

Με «πρωταγωνιστές» αυτής της διαδικασίας τους ανάπηρους των εργατικών ατυχημάτων, ενώ δεν έχει ολοκληρωθεί η διεκδίκηση των αποζημιώσεων, αποκαλύπτεται σταδιακά μια ανήθικη παγίδα. Με δόλωμα τα 500 ευρώ, ουσιαστικά εξαγοράζεται μια παραποιημένη ομολογία ενοχοποίησης των ίδιων των θυμάτων, ώστε να μην πληρωθούν οι αποζημιώσεις.

Η Άντζελα, με μίνι φόρεμα με αστραφτερές παγιέτες και αρβύλες, κιτς-πανκ αισθητικής, που εκτελεί χρέη σοφέρ, μεταφορέα, σερβιτόρας και οπερατέρ, οδηγεί σε ένα μποτιλιαρισμένο Βουκουρέστι και γίνεται μια σύγχρονη ελευθεριακή αντι-ηρωίδα ερωτικής διάθεσης, με ευφυές χιούμορ, που σπάνια συναντάμε σε γυναικείους κινηματογραφικούς χαρακτήρες. Υπό αυτή την πίεση, που αποτυπώνεται σ’ ένα ασπρόμαυρο παρανοϊκό παρόν, όπου τρυπώνουν έγχρωμες παρεμβολές,  εκτονώνεται δημιουργώντας έγχρωμα βίντεο που ανεβάζει στα σόσιαλ μίντια, με τον εαυτό της μεταμφιεσμένο, μέσω εφαρμογής, σε μια περσόνα με φαλάκρα, μούσια και πυκνά φρύδια, τον «Μπομπίτσα», το διαδικτυακό της άλτερ-έγκο, που σχολιάζει τα πάντα, με προβοκατόρικο σεξιστικό υβρεολόγιο, αντιμοναρχικού και αντικληρικού χιούμορ, κάνοντας «κριτική μέσα από την υπερβολική καρικατούρα, τύπου Σαρλί Εμπντό». Ωστόσο, οι άγριες αλλά άκακες κιτς υπερβολές του «Μπομπίτσα» ωχριούν μπρος στην εξευγενισμένη κυνική χυδαιότητα, με την οποία εκμεταλλεύονται την ίδια, αλλά και τους ανάπηρους εργαζόμενους.

Στην ασπρόμαυρη αφηγηματική ροή της φρικαριστικής καθημερινότητας, εισβάλλουν και έγχρωμα αποσπάσματα από τη δημοφιλή ρουμάνικη ταινία του 1981 «Angela Merte Mai Departe», με πρωταγωνιστές που ο Τζούντε επανενώνει στο σήμερα, σε μια εκσυγχρονισμένη προέκταση του χαρακτήρα τους από τότε. Η μελοδραματική ταινία του ’81, για τη ζωή μιας οδηγού ταξί στο Βουκουρέστι επί Τσαουσέσκου, σχολίαζε με «φεμινιστική» διάθεση, τις οπισθοδρομικές αντιλήψεις της «υπανάπτυκτης» τότε ρουμάνικης κοινωνίας. Ο Ζούντε επιλέγει αποσπάσματα που συνδέονται ή αντιπαρατίθενται με τις σκηνές της σύγχρονης Άντζελα, σε μια ενδιαφέρουσα συγκριτική, τότε και τώρα. Τα αποσπάσματα του ’81 παρατίθενται συχνά σε επιβραδυμένη κίνηση, υπογραμμίζοντας λεπτομέρειες με εξωπραγματική διάσταση, στα όρια πειραματικού σινεμά. Οι δυο Άντζελες γίνονται τα αποκαλυπτικά γυναικεία πορτρέτα του διαφορετικού παρελθόντος και παρόντος της Ρουμανίας, σε ένα νοσταλγικά ουμανιστικό τότε και ένα αδυσώπητα σαρκαστικό τώρα, όπου και οι δύο εργάζονται πολύ, αντιμετωπίζοντας σεξιστική υποτίμηση. Παράλληλα, στους δρόμους της ίδιας πόλης ανιχνεύονται τα τοπία και τα ίχνη μιας άλλης εποχής σε απόσταση 40 χρόνων, όπως η όμορφη γειτονιά Ουράνους, στα πλάνα του παρελθόντος, πριν κατεδαφιστεί για το τεράστιο παλάτι του Τσαουσέσκου. Η αργή κίνηση αιχμαλωτίζει το βλέμμα των ανθρώπων, μεταξύ κοινωνιολογικού και ανθρωπολογικού ντοκουμέντου, ενώ το γλυκερό φλάουτο του ’81 διαφοροποιείται με τους βίαιους ρυθμούς των μουσικών που ακούει η σύγχρονη Άντζελα, ενώ οδηγεί, με ποικιλία ρουμάνικων συγκροτημάτων τζίπσι πανκ-ροκ, χιπ χοπ αλλά και ρέιβ μουσικής. Σε αυτές τις «ακινητοποιημένες» σκηνές διακρίνουμε κωμικά στιγμιότυπα σε στυλ Ζακ Τατί, με τα σιντριβάνια στο φόντο να αναπηδούν ρυθμικά και τις διάσπαρτες διαφημιστικές πινακίδες. Η Άντζελα 40 χρόνια πριν έκανε στάση για να φάει ψάρι, όπως και η Άντζελα του σήμερα, προβάλλοντας τον εαυτό της στο μέλλον, στο πρόσωπο μιας μοναχικής ηλικιωμένης, στα πλαίσια μιας ανατροφοδοτούμενης υπαρξιακά χωροχρονικής προσέγγισης της Ρουμανίας επί «κομμουνισμού», με τον παράλογο κυνισμό του μετα-καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού. Αν η Άντζελα επί Τσαουσέσκου χλευάζει το ρομαντισμό αλά αμερικάνα, βλέποντας την «Καζαμπλάνκα» (1942/Μάικλ Κέρτιζ), ο βίαιος εξευρωπαϊσμός που βιώνει η σύγχρονη πρωταγωνίστρια με εξαντλητικές υπερωρίες, υπερβαίνει κάθε ανθρώπινη διάσταση.

Στο πλαίσιο της ματαιότητας που διαποτίζει την ταινία, οι χαρακτήρες αναφέρονται στα τελευταία λόγια επιφανών συγγραφέων, όπως του Γκαίτε, πρόγονου της Αυστριακής αντιπροσώπου (Νίνα Χος), που φημολογείται ότι τα τελευταία λόγια του δεν ήταν «περισσότερο φως», αλλά «περισσότερο τίποτα». Η ταινία βρίθει από απολαυστικά αιρετικά ανέκδοτα, ανάμεσα σε γνήσια σουρεαλιστικά στιγμιότυπα, όπως το ρολόι δίχως δείχτες, με την επιγραφή «είναι πιο αργά απ’ ό,τι νομίζεις». Μέσα από το σαρκασμό, ο Ζούντε ξεμπροστιάζει μύχιες νοοτροπίες και ρατσιστικές συμπεριφορές, ενώ γίνεται αναφορά σε Προυστ, αλλά και στην «Παρακμή της Δύσης» του Όσβαλντ Σπένγκλερ, το κινητό της πρωταγωνίστριας χτυπάει με την «Ωδή στη χαρά» του Μπετόβεν, ενώ σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, ο μακρόσυρτος τίτλος της ταινίας αποτελεί αφορισμό του Πολωνού ποιητή Στανισλάβ Γέρζυ Λετς. Απολαυστικοί είναι οι τίτλοι τέλους, στο στυλ του βιντεοκλίπ «Subterranean Homesick Blues» (1965) του Μπομπ Ντύλαν, όπου ανάμεσα στα ονόματα των συντελεστών, παρατίθενται στίχοι γιαπωνέζικων χαϊκού, όπως το περιπαικτικό «μην ανησυχείτε αράχνες, σπάνια ασχολούμαι με το νοικοκυριό», του Κομπαγιάσι Ίσα.

Εξαιρετική είναι η επιλογή μιας σχεδόν πεντάλεπτης έγχρωμης σεκάνς, με απανωτά διαδοχικά μετωπικά και σταθερά πλάνα, που εισβάλλουν στο ασπρόμαυρο παρόν, με τους περίπου 600 σταυρούς, κατά μήκος ενός επαρχιακού δρόμου, στη θέση θανατηφόρων δυστυχημάτων.

Ο Ρουμάνος σκηνοθέτης του βίντεο κάνει αναφορά στην πρώτη ταινία στην ιστορία του σινεμά «Έξοδος από το εργοστάσιο» (1895) των αδερφών Λυμιέρ, εξηγώντας πως η ρεαλιστική καταγραφή στο σινεμά είναι μια ανακατασκευασμένη πραγματικότητας, καθώς ζήτησαν από τους εργάτες να κάνουν δεύτερη λήψη.

Στον αντίποδα του ασπρόμαυρου παρόντος, το μεγάλης διάρκειας σταθερό πλάνο στο τέλος, με τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις της λογοκριμένης ομολογίας, του ανάπηρου Οβίντιου, όπου αποκαλύπτεται η εργασιακή ασυδοσία της διοίκησης, παρουσιάζεται έγχρωμο, καθότι η αδιάκοπη καταγραφή υπό βροχή, τελείται μέσα από το πρίσμα της κάμερας για το διαφημιστικό της εταιρίας. Το ακίνητο ωστόσο σημείο οπτικής θέασης της λήψης αποκαλύπτει παραδόξως πανοραμική διάσταση, μέσα από το πίσω πλάνο και το εκτός κάδρου πεδίο. Η λύση για να αποφευχθεί κάθε τι ενοχλητικό με το στυλ του βιντεοκλίπ του Ντύλαν, επαναφέρει στο τέλος το τραγούδι αυτό, στη ρουμανόφωνη εκδοχή του, μέσα από στίχους που αναφέρονται στη μεταβατική περίοδο του Προέδρου Ιλιέσκου.

Η σεναριακή επινόηση χωροχρονικής σύγκρισης της Άντζελα με συνονόματο χαρακτήρα επί Τσαουσέσκου επαναφέρει τη συζήτηση για το τότε και τώρα της Ρουμανίας. Το τέχνασμα του βίντεο αποκαλύπτεται αναίσχυντα κυνικό, όταν διαπομπεύει παραδειγματικά τους εργαζόμενους σε μια ατιμωτική δήλωση μετάνοιας, στα όρια εργασιακού εκβιασμού, ακυρώνοντας τις εργατικές αποζημιώσεις. Πού λοιπόν ξεκινάνε και πού σταματάνε εκπόρνευση και εξευτελισμός, όταν δεν έχει κάποιος να πληρώσει ρεύμα και θέρμανση; Σε μια ταινία που ξεπερνά το καμουφλάζ της κριτικής για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο «Μπομπίτσα» διερωτάται «αν υπάρχουν χορτοφάγοι κανίβαλοι» και συντάσσεται με τον Πούτιν στη σταυροφορία κατά των Ναζί. Με αφετηρία τον σουρεαλιστικό παραλογισμό της πραγματικότητας, η ταινία καταλήγει σε ένα αδυσώπητο καυστικό σχόλιο για τις εργασιακές συνθήκες της σύγχρονης Ρουμανίας, ξεμπροστιάζοντας την ταπείνωση ενός συναινετικού εργασιακού βιασμού.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,
[email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!