Αρκετά πλούσια η φετινή συμμετοχή ελληνικών ντοκιμαντέρ στο υβριδικό -σε αίθουσες και διαδικτυακά- 24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (10-20/3/2022), με εξαντλημένα εισιτήρια σε δύο από αυτά, λόγω της θερμής υποδοχής του κοινού, που κατέκλυσε τη μεγάλη αίθουσα, φορώντας μάσκες. Πρόκειται για το «Η πόλη και η πόλη», των Χρήστου Πασσαλή και Σύλλα Τζουμέρκα, για την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, και το «Τελευταίο ταξίδι», το νέο πόνημα του Άρη Χατζηστεφάνου, στο οποίο παραμερίζει τις εμπεριστατωμένες πολιτικές του αναλύσεις, για να ξεδιπλώσει τη δημιουργική σκηνοθετική πλευρά του, με αντικείμενο το ταξιδιωτικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη, αντιπαραβάλλοντας ασπρόμαυρες εικόνες της σύγχρονης Ιαπωνίας με αποσπάσματα από τις αφηγήσεις του Καζαντζάκη, με τη φωνή του Γιάννη Αγγελάκα. Ένα εντυπωσιακό δοκίμιο-ντοκιμαντέρ, που βγαίνει στις αίθουσες την ερχόμενη εβδομάδα.
Φέτος ειδικά, εντυπωσιακό είναι το πολιτικό στίγμα, όχι μόνο όσον αφορά στις θεματικές που επιλέχθηκαν, αλλά κυρίως στην αντιμετώπισή τους. Ακόμα και ένα ντοκιμαντέρ για άστεγους, το «Να μην έχεις πού να πας», των Λουκά Αγέλαστου και Σπυριδούλας Γκούσκου, αφήνει κατά μέρος το συναισθηματικό στοιχείο γύρω από την εικόνα του άστεγου, εστιάζοντας στα βασικά προβλήματα: ανεργία, αλλά και τις επιδοματικές πολιτικές, που λειτουργούν σαν μια μορφή εξάρτησης, τα προγράμματα «κλιμακωτής επέμβασης», που παραμένουν αναποτελεσματικά και δαπανηρά, ενώ στιγματίστηκαν τόσο οι πρακτικές εμπορευματοποίησης κατοικίας, με το φαινόμενο του airbnb και την εκτόξευση του κόστους των ενοικίων, οδηγώντας σε εκτοπισμό πληθυσμών από συγκεκριμένες περιοχές, όσο και το αποκορύφωμα υποκρισίας της κυβέρνησης, να ψηφίσει εν μέσω καραντίνας και με το σύνθημα «μείνετε σπίτι» τον πτωχευτικό νόμο, ο οποίος αφαιρεί κάθε πλαίσιο προστασίας και διατήρησης της κύριας κατοικίας για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά.
Θεματικές που είχαν άλλοτε περισσότερο κοινωνική χροιά, φέτος εστίασαν με πολιτική σκέψη στην ουσία του προβλήματος. Ταυτόχρονα, η εποχή μετά και το ελληνικό «me too» τέμνει οριζόντια όλες τις διαφορετικές θεματικές, χαρίζοντας και μια νέα διάσταση, αυτή της επιστροφής του φεμινισμού και της δημόσιας συζήτησης για τη γυναικεία καταπίεση και τις έμφυλες αλλά και διεμφυλικές ανισότητες, στην ελληνική κοινωνία. Ενδεικτική είναι φέτος και η νέα θεματική, με ντοκιμαντέρ για την εκπαιδευτική διαδικασία, με νέες μορφές τηλεκπαίδευσης, σε περιόδους εγκλεισμού.
Το καταγγελτικό ντοκιμαντέρ «5 ½ χρόνια», των Μυρτώ Συμεωνίδου και Ιωάννας Παπαϊωάννου, είναι αφιερωμένο στις προσπάθειες της ομάδας δημοσιογράφων και δικηγόρων του «Παρατηρητηρίου για τη δίκη της Χρυσής Αυγής», που παρά τη δικαστική απόφαση μη αποδοχής της ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης και της τήρησης πρακτικών με ηχογράφηση, αυτοί κατέγραψαν συστηματικά και δημοσίευαν τα όσα εκτυλίχθηκαν στη δικαστική αίθουσα, καλύπτοντας μια τεράστιας ιστορικής σημασίας δίκη, μετά τις δίκες της Νυρεμβέργης. Μετά το ντοκιμαντέρ της Ανζελίκ Κουρούνη «Χρυσή Αυγή: Υπόθεση Όλων Μας», το νέο αυτό πόνημα εστιάζει περισσότερο στην πλευρά της δημοσιογραφικής κάλυψης, υπό δυσμενείς συνθήκες, με τα νέα διαδικτυακά εργαλεία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μέσα από μια σειρά συνεντεύξεων με τους δημοσιογράφους που κάλυψαν ζωντανά τη δική, γίνεται μια ανασκόπηση των όσων ειπώθηκαν, φωτίζοντας άγνωστες πτυχές και δημιουργώντας παράλληλα ένα πλαίσιο αναφοράς για τη λειτουργία αλλά και την καρναβαλική πλευρά του φασισμού. Σχολιάζοντας αρχικά πώς καλλιεργήθηκε και νομιμοποιήθηκε μέσα από τα κυρίαρχα κανάλια ο φασιστικός λόγος, διερευνάται το δεοντολογικό λειτούργημα της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας, αναδεικνύοντας τη μάχη που δόθηκε για να εδραιωθεί στο δημόσιο λόγο η πεποίθηση για τη Χρυσή Αυγή, ότι δεν πρόκειται για πολιτικό κόμμα, αλλά για εγκληματίες. Ακόμα, δόθηκε έμφαση στην παραπληροφόρηση για την καθυστέρηση της δίκης, που διήρκησε 5 ½ χρόνια, αφού κανείς δεν είχε ενημερώσει τον κόσμο πως ήταν μια δίκη με εξαιρετικά μεγάλο όγκο κατηγορητηρίου, που από το Φεβρουάριο του 2018 και για ένα χρόνο, βρισκόταν στο δικονομικό στάδιο της ανάγνωσης των εγγράφων, των αποδεικτικών στοιχείων με φωτογραφίες, βίντεο, τηλεφωνικές κλήσεις, μηνύματα, βεβαιώσεις, εκθέσεις, δημοσιεύματα και ερωτήσεις βουλευτών της Χ.Α., σε μια επί μήνες προσπάθεια της υπερασπιστικής γραμμής να θάψει το εξάμηνο συγκλονιστικών αποκαλύψεων, που είχε προηγηθεί. Γίνεται βέβαια αναφορά και στην πρώτη συγκλονιστική κατάθεση της Μάγδας Φύσσα, αλλά και στις προκλήσεις, τους εκφοβισμούς και τις απειλές που υπέστησαν οι αυτόπτες μάρτυρες κατά τη διαδικασία της αναγνώρισης, και όλα αυτά σε μια ακατάλληλη αίθουσα, για το πραγματικό και συμβολικό μέγεθος μιας τέτοιας δίκης. Στιγμή κορύφωσης αποτελούν αναμφισβήτητα οι αγορεύσεις των συνηγόρων της πολιτικής αγωγής, δείγματα ισχυρής δικανικής δεξιότητας, που κατάφεραν να συνθέσουν την ιστορική διάσταση με την τεράστια πολιτική σημασία που είχε για την πορεία της ακροδεξιάς στο σήμερα. Τονίζεται δε η κρίσιμη διαπίστωση, πως πρόκειται για ένα έγκλημα που υπέθαλψε η συστηματική ανοχή της ελληνικής κοινωνίας. Η αυλαία κλείνει με την ανακοίνωση, στις 7/10/2020, της δικαστικής απόφασης, εν μέσω της τεράστιας διαδήλωσης έξω από το Εφετείο Αθηνών, με πλάνα από ψηλά, σε μια κατάμεστη από κόσμο λεωφόρο Αλεξάνδρας.
«Η βία στις σχέσεις», της Νιόβης Αναζίκου, αναδεικνύει το κοινωνικό φαινόμενο της ενδοοικογενειακής ή και ενδοσυντροφικής βίας, με θύματα κυρίως νέες γυναίκες και άτομα ΛΟΑΤΚΙ, που στην ακραία της μορφή μπορεί να φτάσει στην ανθρωποκτονία. Συχνή μορφή έμφυλης βίας η ενδοοικογενειακή κατά των γυναικών αναδείχτηκε σε περίοδο πανδημίας και ειδικά κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης κυκλοφορίας. Πρόκειται για επεισόδιο της τηλεοπτικής εκπομπής Vice, με αισθητική σύγχρονου ρεπορτάζ, με γρήγορο μοντάζ, που παρουσιάζει μαρτυρίες κάποιων ατόμων που παρουσιάζονται συγκεκαλυμμένα, μαζί με σχολιασμούς από ψυχολόγους και κοινωνιολόγους από διάφορα κέντρα στήριξης, που χρησιμοποιούν, κάνοντάς την προσιτή, μια συγκεκριμένη ορολογία, αλλά και το νομικό πλαίσιο, καθώς και τους αρμόδιους φορείς και δομές, όπου μπορούν να προστρέξουν όσοι πλήττονται από τέτοια μορφή βίας, με στόχο το κοινό να εκπαιδευτεί στην αντίδραση και στην καταγγελία, μακριά από την αποσιώπηση, την ανοχή και τη θυματοποίηση.
Μετά τις αποτυπώσεις, στο περσινό ΦΝΘ, των αδειανών από κόσμο πόλεων, κατά τον εγκλεισμό της κοινωνίας, φέτος παρουσιάστηκε εντυπωσιακά και η καταγραφή της εκπαιδευτικής διαδικασίας με τηλεκπαίδευση, κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού, σε ένα νέο είδος ντοκιμαντέρ για τις συνέπειες της πανδημικής κρίσης. Μάλιστα, παρουσιάστηκαν τρία ντοκιμαντέρ με παρεμφερή θεματική, ωστόσο με αρκετά διαφορετικούς χειρισμούς.
Στο «Μια σχολική χρονιά είναι όπως ένας γάμος», του Γεώργιου Γιαννόπουλου, παρουσιάζονται με κωμικό τρόπο, στα όρια σουρεαλισμού, οι παρενέργειες στην επικοινωνία μέσω τηλεκπαίδευσης. Επικεντρωμένο στη φιγούρα του σκηνοθέτη-καθηγητή, το ντοκιμαντέρ εστιάζει στην αυτοσαρκαστική περσόνα που δημιουργεί, μεταξύ Ελία Σουλεϊμάν και Ζακ Τατί, ανάμεσα στους ερημωμένους χώρους του αδειανού σχολείου, στο κέντρο της Αθήνας, τους ανυπόφορους ήχους με ηχώ, λόγω προβληματικής σύνδεσης στο διαδίκτυο, παρεμποδίζοντας το μάθημα, αλλά και των τηλεφωνημάτων της γεμάτης αγωνίας ηλικιωμένης μητέρας του καθηγητή, επειδή παραμένει ανύπαντρος.
«Το στοίχημα», της Μαρίας Λεωνίδα, καταγράφει με γλαφυρό τρόπο τις προσπάθειες των καθηγητών σε ένα σχολείο της ελληνικής επαρχίας και τις αντιδράσεις των μαθητών, να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες της πανδημίας, τηρώντας αποστάσεις, μάσκες και αντισηπτικά, ενώ επιχειρούν να οργανώσουν μαθήματα και τρόπους επικοινωνίας, μέσω των νέων εργαλείων της τεχνολογίας, όταν αναγκάζονται να συνεχίσουν το λειτούργημα της εκπαίδευσης από το σπίτι. Με ελάχιστη συμπαράσταση από την αρμόδια αρχή, τα πολλαπλά προβλήματα που προκύπτουν πρέπει να αντιμετωπιστούν από αυτούς, ενίοτε και με δικά τους έξοδα, ενώ είναι ξεκαρδιστική η υιοθέτηση της αγγλικής ορολογίας για τα νέα αυτά εργαλεία.
Στον αντίποδα, το «Τέλος Χρόνου», του Λουκά Παλαιοκρασά, στο νέο Διεθνές Διαγωνιστικό του φεστιβάλ «Newcomers», εστιάζει περισσότερο στις αγωνίες των μαθητών, καθώς πλησιάζουν οι Πανελλήνιες, ιδίως όταν προκύπτει μια κατάληψη, αλλά και μια πανδημία. Ο σκηνοθέτης κατέγραφε για τρία χρόνια τους μαθητές, σε μια κρίσιμη μεταβατική τους περίοδο, γνωρίζοντας πως σύντομα χάνουν την ιδιότητα του μαθητή και γίνονται φοιτητές ή άνεργοι αργόσχολοι, στις συνθήκες της πρόσφατης επαναφοράς της βάσης του 10, που προωθεί περισσότερο την εξόντωση της αντοχής των μαθητών, στον αντίποδα της μόρφωσής τους. Σε ένα κράμα μεταξύ σινεμά ντιρέκτ και ντοκιμαντέρ καταγράφονται χαβαλές, εντάσεις, συζητήσεις, και στιγμιότυπα από τα μαθήματα στην τάξη, σκιαγραφώντας έξυπνα και ελεύθερα παιδιά με ώριμη σκέψη, που αμφισβητούν το περιορισμένο συστημικό μοντέλο που προτείνει για το μέλλον τους η κοινωνία. Δίνοντας φωνή στα παιδιά, ο σκηνοθέτης τα ακολουθεί από κοντά, αφουγκράζεται τις σκέψεις αλλά και τα άγχη τους, επικεντρώνοντας σε μερικούς χαρακτήρες. Γεμάτοι όνειρα για το μέλλον, οι έφηβοι συνειδητοποιούν με βαριά καρδιά τις δυσχερείς συνθήκες της πραγματικότητας και επιλέγουν την ανυπακοή, απέναντι στην ιεραρχική σχέση τους με τους καθηγητές, δηλώνοντας κατ’ επέκταση και την αντίδρασή τους σε μια προδιαγεγραμμένη μοίρα.
Ο Παλαιοκρασάς κερδίζει την εμπιστοσύνη των μαθητών, παρουσιάζοντας με αυθορμητισμό αυθάδεια και αγνότητα, μια νέα ασυμβίβαστη γενιά στο προσκήνιο. Αυτά τα απροσάρμοστα για την κοινωνία «άγρια βλαστάρια», φορτισμένα από την πίεση της κοινωνικής προσταγής «συμμόρφωση ή περιθώριο», συμμετέχουν στο μαθητικό συλλαλητήριο που πραγματοποιείται ενάντια στις μεταρρυθμίσεις, έχοντας επίγνωση της συγκρουσιακής διάστασης της διεκδίκησης στο δρόμο, απέναντι στην κρατική καταστολή, ακόμα κι αν οι περισσότεροι επιλέγουν το χαζολόγημα στο σπίτι. Με αφορμή την αποβολή ενός μαθητή, οργανώνουν κατάληψη με εντυπωσιακές οχυρώσεις ενάντια σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που βασίζεται στις ποινές, για να τους κρατήσει πειθήνιους, ακόμα και αν τα αιτήματά τους δεν δηλώνονται με σαφήνεια, ούτε γίνονται κατανοητά από όλους. Η ανάγκη συμπαράστασης και αντίστασης τους συσπειρώνει στο δικό τους χώρο, με την αγανάκτηση μέσα απ’ την παρέα να καταλαγιάζει. Πιο ώριμοι βλέπουν το σχολείο διαφορετικά, ως μέρος δικό τους, άξιο να το φροντίσουν και όχι να το καταστρέψουν. Καταγράφονται οι παραγωγικές συζητήσεις με την καθηγήτρια που προσπαθεί να τους ενεργοποιήσει τον προαπαιτούμενο σεβασμό στη σχέση μαθητή-καθηγητή, μακριά από την εκτόνωση και τη βία. Μετά τη νεκρή περίοδο των εγκλεισμών, οι μαθητές μοιράζονται στην κάμερα το ψυχολογικό στρες που βίωσαν και τη μεγαλύτερη χρήση κινητών, ενώ το ντοκιμαντέρ κλείνει με ένα τραγούδι, με την ωραία φωνή της νεαρής Σοφίας, που έγραψε και τους στίχους.
Το ντοκιμαντέρ «Γυναίκες Μαχήτριες – Η τριπλή απελευθέρωση», του Λεωνίδα Βαρδαρού, για ιστορίες γυναικών που πολέμησαν στο αντάρτικο, μέσα από συνταρακτικές μαρτυρίες τους και τους εμπεριστατωμένους σχολιασμούς των ιστορικών Τασούλα Βερβενιώτη και Λη Σαράφη, επικεντρώνεται στην ανάδειξη του αγώνα τους να απελευθερωθούν από μια τριπλή σκλαβιά: του κατακτητή, του προϊσταμένου και του άντρα. Αρχικά, οι μαρτυρίες σκιαγραφούν το ταξικό υπόβαθρο των γυναικών -εργάτριες σε φάμπρικες, αγρότισσες ή υπηρέτριες σε σπίτια αστών- που οργανώθηκαν από νωρίς στο κίνημα και έγιναν μαχήτριες και αντάρτισσες του ΕΛΑΣ. Εστιάζοντας περισσότερο στην ταξική τους υπόσταση -από ταπεινές επαρχιακές οικογένειες οι περισσότερες- επισημαίνεται η συνειδητοποίησή τους μέσα από τον αγώνα, που τους επέτρεψε να βγουν από το σπίτι ή το στενό εργασιακό περιβάλλον και να μορφωθούν, πολεμώντας για επαναστατικά ιδανικά. Οι μαχήτριες αυτές, που πάλεψαν με το όπλο τους για λευτεριά και δικαιοσύνη, υπέστησαν πολύ σκληρή σωματική βία, κατά τη διάρκεια της Λευκής Τρομοκρατίας, με άγρια βασανιστήρια, βιασμούς και εξορίες. Πολλές μελλοθάνατες, στις φυλακές Αβέρωφ, στάθηκαν παλικαρίσια μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Όσο οι ηλικιωμένες αντάρτισσες αφηγούνται με λεπτομέρειες συναρπαστικές μάχες, ακόμα γεμάτες θαυμασμό, τόσο αναδύεται παράλληλα, η ιδιαίτερη έμφαση στη βία που ασκήθηκε εκδικητικά πάνω τους, ακόμα και για το γεγονός της αντίδρασης στα στερεότυπα της εποχής.
Επηρεασμένα από την επέτειο των διακοσίων χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, που γιορτάστηκε το 2021, αρκετά ντοκιμαντέρ στο φετινό Φεστιβάλ ασχολούνται με την εικόνα της επανάστασης του ’21 στο σήμερα, αναζητώντας συνδέσεις μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, εστιάζοντας σε λιγότερο προβεβλημένες ιστορικές πτυχές.
Μακριά από βαρετές ιστοριογραφίες, το ημίωρο ασπρόμαυρο ντοκιμαντέρ «’21- Η μάχη της πλατείας: behind the sketches», του Μελέτη Μοίρα, μέσα από την καταγραφή της δημιουργικής διαδικασίας του ομώνυμου εικονογραφημένου ιστορικού μυθιστορήματος, από τον γελοιογράφο Soloup (Αντώνη Νικολόπουλο), επιχειρεί μια διαφορετική προσέγγιση της Ιστορίας, σε σχέση με το κυρίαρχο αφήγημα των σχολικών βιβλίων. Ο γελοιογράφος και οι δυο γυναίκες ιστορικοί τέχνης που συνέβαλαν, επιχειρούν να φωτίσουν την οπτική των γυναικών, των ξένων, των Οθωμανών, αλλά και άγνωστων πρωταγωνιστών. Αν κάποιος διαβάσει τις ιστορικές πηγές, ανακαλύπτει πράγματα που αφέθηκαν στο περιθώριο, δίνοντας χώρο μονάχα σε όσα τελικά προβλήθηκαν ως Ιστορία της Επανάστασης. Μέσα από αυτό το γκράφικ νόβελ, ο σκιτσογράφος ευελπιστεί να κοινωνήσει αυτή τη διαφορετική προσέγγιση σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]