Ανταπόκριση από Βερολίνο: Ιφιγένεια Καλαντζή

 

Ένα φεστιβάλ που επιμένει να επιβραβεύει θεματικές που αφορούν σε τρέχοντα πολιτικά ζητήματα, ανέδειξε φέτος στο επίκεντρο το φλέγον θέμα του προσφυγικού, με την απονομή της Χρυσής Άρκτου, μαζί με το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής της 66ης Μπερλινάλε, στο ντοκιμαντέρ Fuocoammare (Φωτιά στη Θάλασσα), του Ιταλού Τζιανφράνκο Ρόσι, για το νησί Λαμπεντούζα της Μεσογείου.

Σε ένα ντοκιμαντέρ ανθρωπολογικής πρωτίστως παρατήρησης, μακριά από κάθε συναισθηματική υποβολή, ο Ρόσι επιλέγει αργούς σκηνοθετικούς ρυθμούς, για να παρουσιάσει με αμεσότητα την ανθρωπιστική διάσταση του προσφυγικού. Στις εικόνες-πορτραίτα εξαθλιωμένων ανθρώπων, ο φακός αιχμαλωτίζει το βλέμμα που ιστορεί ανείπωτα βάσανα. Ο τοπικός γιατρός Πιέτρο Μπαρτόλο σκύβει με ανιδιοτελή αφοσίωση στους μισοπνιγμένους και άρρωστους μετανάστες, ακούγοντας υπομονετικά τις ιστορίες τους. Ο ίδιος φροντίζει και τους ντόπιους, όπως το γιο του ψαρά, που μετά τη διαπίστωση προβλήματος στο μάτι του, άρχισε να συμπονάει τα μικρά πουλάκια, που κυνηγούσε με σφεντόνες. Η γιαγιά του, που επί χρόνια αφιέρωνε ναπολιτάνικες καντσονέτες από τον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό στους θαλασσοδαρμένους ψαράδες της οικογένειας, τώρα κάνει αφιερώσεις στους πρόσφυγες. Δίχως περιττούς σχολιασμούς, το δράμα αντισταθμίζει η ανάλαφρη ιστορία του δωδεκάχρονου αγοριού, η φριχτή όμως πραγματικότητα εισβάλλει με τις ανατριχιαστικές αφηγήσεις του γιατρού, που στη συνέντευξη Τύπου τόνισε ταπεινά: «…είμαστε λαός ψαράδων και ναυτικών, άρα ό,τι έρχεται από τη θάλασσα είναι πάντα καλοδεχούμενο για μας».

Όσο όμως κι αν η κάμερα του Ρόσι κρατήθηκε σε απόσταση από τις φρικαλεότητες, το τέλος παραμένει καθηλωτικό, με το γεμάτο πτώματα προσφύγων αμπάρι κάποιου πλοιαρίου να φέρνει στο νου αντίστοιχες εικόνες φρίκης, από τα κολαστήρια του Γ’ Ράιχ.

Εκτός συναγωνισμού, παρακολουθήσαμε στη φετινή Μπερλινάλε την ευρωπαϊκή πρεμιέρα του νέου ντοκιμαντέρ του Μάικλ Μουρ Where to Invade next.

Με το αιχμηρό χιούμορ του, ο Αμερικανός κινηματογραφιστής εισβάλλει στις βορειοευρωπαϊκές πρωτεύουσες και συνομιλεί με εργαζόμενους και εργοδότες. Ανάμεσα σε άλλα, εγκωμιάζει τα κρατικά πανεπιστήμια της Φινλανδίας που δεν χρεώνουν τη γνώση, ενώ οι νέοι στην Αμερική επωμίζονται δυσβάσταχτα φοιτητικά δάνεια, επικροτεί τη μη ποινικοποίηση κατοχής ουσιών για προσωπική χρήση στην Πορτογαλία, θαυμάζει την Ισλανδία, που έβαλε στη φυλακή τραπεζίτες-καταχραστές, ενώ εντυπωσιάζεται με το ανθρώπινο σωφρονιστικό σύστημα και τις φυλακές-πρότυπο της Νορβηγίας, αντιπαραβάλλοντας σκληρές εικόνες από τις τελευταίες βιαιοπραγίες δεσμοφυλάκων στην Αμερική, εις βάρος αφροαμερικανών κρατούμενων. Με αφορμή την εκστρατεία μνήμης γύρω από το ολοκαύτωμα στη Γερμανία, επισημαίνει την αντίστοιχη αναγκαιότητα στη χώρα του, σχετικά με τους αγώνες των Αφροαμερικάνων για την κατάργηση της σκλαβιάς και των διακρίσεων. Ο Μουρ ταξιδεύει και στην Τυνησία, για το νόμιμο δικαίωμα των γυναικών σε έκτρωση, χωρίς να παραλείπει και την αραβική άνοιξη. Η ρεπορταζιακή αφήγηση διακόπτεται από ειρωνική χρήση μουσικών σχολίων ή εννοιολογικών αντιπαραθέσεων, με πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό, για να στηλιτεύσει την απάθεια των συμπατριωτών του απέναντι στην παράλογη βία και τη φτώχεια, ενώ υπενθυμίζει ότι η εργατική πρωτομαγιά ξεκίνησε το 1886 από το Σικάγο, με τον ξεσηκωμό των εργατικών συνδικάτων για οχτάωρο. Αποφεύγει, ωστόσο, συστηματικά οποιαδήποτε αναφορά στην επέλαση των μνημονίων ενός στυγνού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, που δεν έχει αφήσει τίποτα όρθιο, ούτε και στην Ευρώπη. Έτσι, για να κρατήσει αλώβητο το παραμύθι του, αναγκάζεται να επιστρατεύσει κωμικές ατάκες. Στην ειδική βιντεοσκοπημένη επιστολή που προηγήθηκε της προβολής, λόγω μιας σοβαρής πνευμονίας που τον κράτησε μακριά από το Βερολίνο, ο Μάικλ Μουρ προειδοποιεί ότι η ταινία του απευθύνεται πρωτίστως στους Αμερικανούς, οι οποίοι αφήνουν συνήθως ευδιάθετοι την αίθουσα κι ας ξέρουν πως αλήθεια είναι μόνο τα μισά απ’ όσα είδαν.

Η ταινία Lanturi, του Ιρανού Ρέζα Ντορμισιάν, στο Πανόραμα, μια σκληρή ταινία, πιάνει το θέμα της εκδικητικής αντιμετώπισης της γυναικείας χειραφέτησης, στην ιρανική κοινωνία. Η κατακερματισμένη αφηγηματική δομή, μέσα από τις ανακρίσεις της αστυνομίας, μας ταξιδεύει λίγους μήνες πίσω, όπου μια παρέα άνεργων Ιρανών συστήνει εγκληματική συμμορία. Όταν μια όμορφη νεαρή δικηγόρος, που μάχεται κατά της θανατικής ποινής, απορρίπτει τον έρωτα του αρχηγού τους, αυτός την περιλούζει με βιτριόλι, θολωμένος από την αμφισβήτηση της υπεροχής του. Τυφλή και φριχτά παραμορφωμένη, η νεαρή κοπέλα που άλλοτε εκλιπαρούσε τους συγγενείς θυμάτων για επιείκεια, τώρα απαιτεί να αποδοθεί δικαιοσύνη με το ίδιο νόμισμα.

Βασισμένος σε πραγματική ιστορία, ο Ντορμισιάν επιλέγει μια πολυεπίπεδη, νεωτεριστική σκηνοθετική προσέγγιση, υιοθετώντας δομή γκανγκστερικής ταινίας, με ακινητοποιημένα πλάνα καρέ-καρέ, σε μια μη γραμμική αφήγηση, όπου εντάσσει σε αναπαραστατικά επεισόδια τις καταθέσεις των μελών της συμμορίας, συμπεριλαμβάνοντας τις εκδοχές θύτη και θύματος.

Η αμφισημία, όμως, της νομικής αντιμετώπισης ενός εκδικητικού νόμου, στην πιο αποκρουστική του διάσταση, στη γραμμή του αρχαϊκού «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» συγχέεται με την έννοια της συγχώρεσης, αφήνοντας έξω την ανάγκη θεσμικής ρύθμισης. Ωστόσο, η ταινία θίγει ζητήματα που ταλανίζουν τη σύγχρονη ιρανική κοινωνία, εγείροντας προβληματισμούς.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!