«Δεν μπορείς να διαμορφώνεις την πολιτική επιθυμία μου και μετά να την ευνουχίζεις». Συνέντευξη στον Ρούντι Ρινάλντι.

Παρά την προβληματική εικόνα που εμφανίζει σήμερα η Ριζοσπαστική Αριστερά, είτε από την αδυναμία πολιτικής συνεννόησης στα ηγετικά της κλιμάκια, είτε από ατομικές συμπεριφορές ηγετικών παραγόντων, η «βάση» αυτού του ενωτικού εγχειρήματος αγωνιά, γιατί δεν θέλει να δει για ακόμα μια φορά τις πολιτικές της ελπίδες και την αγωνιστική της διάθεση προσφοράς να διαψεύδονται. Μια τέτοια «αντιπροσωπευτική» περίπτωση είναι η Τζίνα Πολίτη, ομότιμη καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας του ΑΠΘ, με έντονη δράση μέσα στο πανεπιστημιακό και συνδικαλιστικό κίνημα, με διδακτικό και ερευνητικό έργο, βασισμένο κυρίως στην έννοια του «πολιτικού» και της μαρξιστικής θεωρίας της λογοτεχνίας, μαχητικό πνεύμα και ζωντανή παρουσία στον ΣΥΝ – και τώρα στον ΣΥΡΙΖΑ. Τη συναντήσαμε κι είχαμε μία πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία μαζί της, ειδικά για τη σημερινή κατάσταση της Αριστεράς και ορισμένες επιλογές και εκτιμήσεις της. Χειμαρρώδης, ζωντανή, γεμάτη πάθος και επιχειρήματα, ανησυχεί για την πορεία τού ενωτικού αριστερού εγχειρήματος και βγάζει αυτήν την αγωνία σε κάθε φράση, σε κάθε συλλογισμό της.

Παράλληλα με την πανεπιστημιακή και ερευνητική σου δραστηριότητα ανέπτυξες και μια έντονη, πολιτική δραστηριότητα στο χώρο τής Αριστεράς. Από πού και πότε ξεκινάει η ιστορία αυτής της «ένταξης»;
Εντάχτηκα στο κομμουνιστικό κίνημα στην Κατοχή, από τα έντεκά μου χρόνια. Έτσι, πριν καν προλάβει να διαμορφωθεί το «εγώ» μου, ο «εαυτός» μου είχε ήδη ταυτιστεί με το συλλογικό, αριστερό υποκείμενο. Η ψυχολογία της γενιάς μου σημαδεύτηκε, ανεξίτηλα, από τις αξίες της ισότητας, της συντροφικότητας και της ρήξης με τις κατεστημένες νοοτροπίες. Θα έλεγα ότι μας χαρακτήρισε, και ίσως μας χαρακτηρίζει ακόμα και τώρα στα γεράματα, μια «παιδική» αθωότητα, ένας πολιτικός ενθουσιασμός που, δυστυχώς, μοιάζει να φθίνει σήμερα στη δική μας πολιτική σκηνή. Αυτό το πολύτιμο, ουτοπικό, αν θες, «φαντασιακό» που μας κληροδότησε το κομμουνιστικό και αριστερό κίνημα είναι που πρέπει να επαναφέρουμε στο προσκήνιο, αυτό πρέπει να καθοδηγεί την πράξη και τις αποφάσεις μας, αυτό πρέπει να διαφυλάξουμε με κάθε θυσία. Γι’ αυτό, ίσως, δυσκολεύομαι να καταλάβω τα ηγετικά μας στελέχη τα οποία δεν μπορούν να κάνουν την «υπέρβαση», τόσο στο πολιτικό όσο και στο ατομικό επίπεδο και χάνονται στη «μετάφραση».
Έφυγα από το ΚΚΕ και εντάχτηκα στον Συνασπισμό, όταν έγινε η τραυματική διάσπαση της ενωτικής εκείνης προσπάθειας. Αλήθεια, πόσα τέτοια «τραύματα» σημαδεύουν τη γενιά μου; Προσωπικά, δύο πράγματα οφείλω στο ΚΚΕ: τη διαμόρφωση της συλλογικής μου ταυτότητας και το ότι με έμαθε να δουλεύω και να υποτάσσω τις προσωπικές μου ιδιότητες στη συλλογική προσπάθεια, ως ίση προς ίσο. Πρόσφατα, ύστερα από 20 χρόνια συμβίωσης, έπαψα να είμαι μέλος του ΣΥΝ παραμένοντας, ωστόσο, μέλος του ΣΥΡΙΖΑ. Παρ’ όλο που, πολλές φορές, διαχρονικά, οι άστοχες και πολιτικάντικες συμπεριφορές των ηγεσιών του κόμματος έκαναν πολλούς και πολλές από μας να νιώσουμε πως ίσως είχε έρθει, πλέον, η στιγμή να πενθήσουμε μια και καλή την απώλεια της συλλογικής μας ταυτότητας, ευτυχώς ή δυστυχώς, εγώ σύντομα συνειδητοποιώ ότι μου είναι αδύνατον να «ιδιωτεύσω». Κάνοντας την «αυτοκριτική» μου, λέω ότι ίσως επειδή κουβαλάω μέσα μου ένα εφηβικό, ιδεαλιστικό, πολιτικό όνειρο, και δεν έμαθα ποτέ πώς παίζεται το κομματικό, πολιτικό παιχνίδι, γι’ αυτό νιώθω «ξένη» μέσα στους «συντροφικούς» ανταγωνισμούς και την αλαζονεία των «επωνύμων». Αυτό, άλλωστε, μ’ έκανε να φύγω από την Πολιτική Κίνηση των πανεπιστημιακών και να πάω να δουλέψω στην Τοπική Οργάνωση του Παγκρατίου. Τελικά, αποφάσισα να φύγω και από τον ΣΥΝ. Σίγουρα, ο υποκειμενικός παράγοντας έχει παίξει το ρόλο του, καθώς και η σημειολογική ερμηνεία μου των πρόσφατων γεγονότων. Δεν θέλω να κρίνω τα στελέχη και τους συντρόφους της ηγεσίας. Ένα πράγμα, ωστόσο, προσμένω από αυτούς: να καταλάβουν με ανιδιοτέλεια κάθε προσπάθεια, ώστε να μηναυαγήσει το σημαντικό, για τα πολιτικά πράγματα του τόπου μας, εγχείρημα της ενωμένης, Ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Ποιες, κατά τη γνώμη σου, θα πρέπει να είναι, σήμερα, οι προτεραιότητες του ΣΥΡΙΖΑ;
Πρώτα και κύρια και άμεσα η ενότητα. Είναι απαράδεκτο, όταν ο τόπος και ο λαός μας ζουν μιαν εμπειρία εξίσου τραγική με τις δύο δικτατορίες και με τους πολέμους που πέρασαν, όταν η ταξική πάλη η οποία είχε, έντεχνα, καμουφλαριστεί όλα αυτά τα χρόνια μέσω των τραπεζικών δανείων, και η οποία επανεμφανίζεται στο κοινωνικό προσκήνιο με τον ρεαλιστικότερο και αγριότερο τρόπο, οι ηγεσίες μας περί άλλων να τυρβάζουν. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, δεν αρκεί να προβάλλουμε εναλλακτικά, αριστερά οικονομικά σενάρια απέναντι σε αυτά που μας επιβάλλουν η τρόικα και η κατάπτυστη κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου. Κι αυτό, γιατί η δική μας Ριζοσπαστική Αριστερά δεν έχει καταφέρει να διαμορφώσει το μαζικό, συλλογικό εκείνο υποκείμενο που, στις παρούσες συνθήκες, θα είναι έτοιμο να υποστεί τις θυσίες που απαιτεί κάθε ριζοσπαστική, οικονομική και κοινωνική αλλαγή. Σε ποιον, λοιπόν, απευθυνόμαστε; Νομίζω αυτό το ερώτημα δεν μας έχει απασχολήσει όσο θα έπρεπε. Μπορεί τα μεσαία και μικρομεσαία στρώματα, λεκτικά, να εκφράζουν την οργή τους, αλλά είναι γνωστό πως ο ατομικισμός που τα καθορίζει επιλέγει, κατά κανόνα, την αδράνεια. Έχουμε πολύ αργήσει. Κάποιες φορές έχω την εντύπωση πως, παρά τις περισπούδαστες θεωρητικές μας αναλύσεις και προτάσεις, περνάμε «δίπλα» από την πραγματικότητα. Δεν ξέρω, πραγματικά, αν έχουμε συνειδητοποιήσει πόσο βάναυσες είναι οι αλλαγές που συντελούνται πάνω στο κοινωνικό σώμα. Τώρα, όμως, είναι η στιγμή. Η κρίσιμη στιγμή για να βοηθήσει η Ριζοσπαστική Αριστερά, ώστε αυτό το οργισμένο συλλογικό υποκείμενο, που το καλούν οι ιστορικές περιστάσεις, να μορφοποιηθεί πολιτικά. Η βάση του ΣΥΡΙΖΑ –όση ακόμα επιμένει– είναι έτοιμη για τον αγώνα. Αρκεί τα ηγετικά κλιμάκια να αποτινάξουν την εσωστρέφεια και την αδράνεια που τα διακρίνει.

Πώς βλέπεις να εξελίσσεται η πολιτική κατάσταση;
Τείνουμε να βλέπουμε τον ιστορικό χρόνο – είτε να τραβάει «μπροστά», είτε να ρηγματώνεται από ασυνέχειες. Ο Μαρξ ήταν ο μόνος που μίλησε για επανάληψη. Όταν είπε ότι «η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα» πολλοί αγνόησαν το γεγονός ότι αναφερόταν σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός και ερμήνευσαν την πρόταση ως αξίωμα: ότι κάθε επανάληψη αποτελεί, νομοτελειακά, τη φάρσα ενός πρότερου, σοβαρού γεγονότος. Όμως, αυτή η θεατρική μεταφορά που χρησιμοποίησε ο Μαρξ, δεν αποκλείει και την άλλη εκδοχή: ότι η ιστορία μπορεί να επαναληφθεί και ως τραγωδία. Κι αυτό βιώνουμε σήμερα.
Όταν ήμουν μικρό παιδί το νερό το παρείχε η ιδιωτική, ξένη εταιρία ΟΥΛΕΝ και το ηλεκτρικό η Power. Με τα χρόνια, το ελληνικό κράτος στήθηκε στα πόδια του και τη θέση αυτών των εταιριών πήραν η κρατική ΕΥΔΑΠ και η ΔΕΗ. Τώρα καλούμαστε να ζήσουμε την επανάληψη της πρότερης κατάστασης! Και δεν πρόκειται για φάρσα. Πρόκειται για εθνική και κοινωνική τραγωδία. Ό,τι κατακτήθηκε με λαϊκούς αγώνες, κάθε συλλογικό αγαθό, βάναυσα καταργείται. Τα πάντα εκχωρούνται. Ακόμα και η κυβερνητική εξουσία. Έχει κανείς την εντύπωση πως η «αντιεξουσιαστική» κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επέλεξε να βρίσκεται, μονίμως, σε διακοπές και να κάνουν άλλοι τη δουλειά της!
Σύντομα, θα δούμε το δημόσιο πανεπιστήμιο και τα δημόσια νοσοκομεία να μετατρέπονται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Είναι τα τελευταία «οχυρά» που περιμένει να καταλύσει η αδηφάγος «ελεύθερη αγορά». Τα λεφτά των ασφαλιστικών ταμείων φαγώθηκαν και οι συντάξεις για τις μέλλουσες γενιές σχεδόν καταργούνται. Το «επάγγελμα» έχει πάψει, πλέον, να αποτελεί μέρος της ταυτότητας των υποκειμένων. Στα πάντα έχει επιβληθεί ο νόμος της ανασφάλειας και της απροσδιοριστίας.

Τι θα γίνει, όμως, με το «φάντασμα»; Μήπως πλησιάζει η στιγμή που θα επανέλθει για να πλανηθεί και πάλι πάνω από την Ευρώπη; Μήπως θα ακουστεί και πάλι σύντομα, πολύ σύντομα σε επανάληψη η βροντερή προτροπή: «Προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε»;
Ας ενωθούμε κι εμείς, αμέσως τώρα, σύντροφοι και συντρόφισσες, ας δώσουμε όλοι και όλες μαζί τα χέρια. Ας μην αφήσουμε μικρόψυχα την Ιστορία να μας προσπεράσει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!