Αρχική πολιτισμός Τρεις νέες ταλαντούχες σκηνοθέτριες σε τρία ξεχωριστά γυναικεία πορτρέτα

Τρεις νέες ταλαντούχες σκηνοθέτριες σε τρία ξεχωριστά γυναικεία πορτρέτα

Για τις ταινίες «16 φορές άνοιξη» της Σουζάν Λιντόν, «Αγία Έμυ» της Αρασέλης Λαιμού και «Σελήνη, 66 ερωτήσεις» της Ζακλίν Λέντζου

Μια γαλλική και δυο ελληνικές ταινίες, που κυκλοφορούν στις αίθουσες, μοιράζονται τρία κοινά στοιχεία. Σκηνοθετήθηκαν από νέες γυναίκες, κάθε μια αποτελεί την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία τους, ενώ και οι τρεις συνθέτουν τρία ξεχωριστά γυναικεία πορτρέτα, με πρωταγωνίστριες νέες γυναίκες.

Κόρη των διάσημων Γάλλων ηθοποιών Βενσάν Λιντόν και Σαντρίν Κιμπερλέν, η εικοσιδυάχρονη Σουζάν Λιντόν στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο «16 φορές Άνοιξη», όπου αποτυπώνεται με μπρίο και φρεσκάδα η καταιγιστική ένταση του πρώτου έρωτα, υπογράφει το σενάριο, ενώ πρωταγωνιστεί και η ίδια, πλάι στον Αρνό Βαλουά.

Προτιμώντας τα βιβλία, από τις πολυλογίες των συμμαθητριών της, η 16χρονη Σουζάν ερωτεύεται τον 35άρη Ραφαέλ, ηθοποιό στο γειτονικό θέατρο, όπου παρακολουθεί κρυφά τις πρόβες του. Όταν αποφασίζει να τον πλησιάσει, ο Ραφαέλ αποδέχεται έκπληκτος την ειλικρινή προσέγγισή της, χωρίς να μπορεί ούτε αυτός να την βγάλει από τη σκέψη του. Με επιρροές από Πιαλά και νουβέλ βαγκ, η Λιντόν απογειώνει τα συναισθήματα στις χορογραφημένες αλά Πίνα Μπάους στιγμές του ζευγαριού, όταν επαναλαμβάνουν παράλληλα τις ίδιες κινήσεις, υπό τους ήχους μπαρόκ άριας του Βιβάλντι να φορτίζει δραματικά την αίσθηση του έρωτα, πλάι στα τραγούδια του Κριστόφ, που εκφράζουν εφηβική ανεμελιά και την υπέρμετρη χαρά μιας ερωτευμένης έφηβης, που ωριμάζει μέσα από τον έρωτα.

Σεναριογράφος και μοντέζ, με έδρα το Λος Άντζελες, η γεννημένη στην Αθήνα Αρασέλη Λαιμού εντυπωσίασε με την πρώτη της ταινία «Αγία Έμυ», που διακρίθηκε τόσο στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, όπου πρωτοπροβλήθηκε, καθώς και στο περσινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Στρέφοντας το βλέμμα στην άγνωστη χριστιανική κοινότητα των Φιλιππινέζων του Πειραιά, η νεαρή σκηνοθέτρια σκαρώνει μια ιστορία γυναικείου αυτοπροσδιορισμού με κοινωνικές προεκτάσεις και έντονο το θρησκευτικό στοιχείο. Η συμβολιστική αντιμετώπιση, όχι τόσο διαδεδομένη στο ελληνικό σινεμά, αλλά και η πρωτοτυπία του σεναρίου, μπορούν να συγκριθούν με την εξίσου αταξινόμητη ταινία, που είχε κάνει σάλο, «Ιωάννης ο Βίαιος» (1973), πρώτη μεγάλου μήκους ταινία τής Τώνιας Μαρκετάκη.

Η έφηβη Έμυ (Ασμίν Κίλιπ) ταράζεται, όταν μαθαίνει πως η μεγαλύτερη αδερφής της Τερέζα είναι έγκυος. Σε ηλικία που δεν έχει ακόμη ωριμάσει η γυναικεία της φύση, αναπτύσσει περίεργα ψυχοπαθολογικά περιστατικά, εκκρίνοντας αιμάτινα δάκρυα. Στην κλειστή θρησκόληπτη κοινότητα των συμπατριωτών της, η αγνή Έμυ θεωρείται ευλογημένη και ιερή θεραπεύτρια με ειδικές δυνάμεις, ενώ πλήθος μεγαλοαστικών οικογενειών της περιοχής την καλούν σε εκλεκτικές βραδιές για να τους θεραπεύσει, όπως άλλοτε έκαναν και με την μητέρα της, που είχε αντίστοιχο χάρισμα. Μη μπορώντας να ξεφύγει από τη μοίρα της, η Έμυ καταλήγει υπηρέτρια σε ένα μεγάλο πειραιώτικο αρχοντικό, πλάι σε έναν έμπειρο συμπατριώτη της θεραπευτή, έμπιστο της κοσμοπολίτικης ηλικιωμένης οικοδέσποινας (Ειρήνη Ιγγλέση), που έχει παραπληγικό εγγονό.

Αναζητώντας την προσωπική της ταυτότητα, η Έμυ αντιστέκεται στην υποτίμηση, στο ρατσισμό και στην εκμετάλλευση, παλεύοντας με τη θρησκευτική καταπίεση και τον οπισθοδρομικό παγανισμό της δικής της κουλτούρας, σε μια ταινία κοντά στο πολυεθνικό πνεύμα σύγχρονων αμερικάνικων ταινιών με έφηβους υπερήρωες, τύπου «Σκοτεινές Δυνάμεις» (2018/Τζένιφερ Γιου Νέλσον).

Γεμάτη αναφορές η ταινία της Λαιμού σε σύμβολα και εικόνες του χριστιανισμού, με κυρίαρχο τον ιχθύ, βασικό στοιχείο στην εργασία βιοπορισμού της Τερέζας στην ψαραγορά και επικίνδυνο ξόρκι, με τα ψαροκόκαλα να προκαλούν ακόμα και πνιγμό, ενώ στις σκηνές των μεταφυσικών δυνάμεων της Έμυ στην ακρογιαλιά, αυτή βρίσκεται περιτριγυρισμένη από νεκρά ψάρια, ως άλλη σκοτεινή Σωσίας, σε μια ενδεχομένως εσχατολογική προφητεία οικολογικής καταστροφής.

Ανετάριστη αισθητική χρησιμοποιείται συχνά για να κρατηθεί συγκαλυμμένο το μεταφυσικό μυστήριο, ενώ τα κοντινά πλάνα στα εξωτικά πρόσωπα των δυο νεαρών κοριτσιών ανακαλούν πίνακες του Γκωγκέν.

Στο μεταίχμιο κοινωνικής καταγραφής της κλειστής κοινότητας των Φιλιππινέζων, αλλά και μιας περίεργης ιστορίας, που εμπλέκει συμβολισμούς σεξουαλικής ενοχής, με την αιμορραγία και την αγνότητα των κοριτσιών και από την άλλη χριστιανικά σύμβολα, εκφραστές της καταπίεσης του καθολικισμού, που αποτελούν κατάλοιπα της αποικιοκρατίας, η ταινία, με βουντού τελετουργικά και τελετές εξαγνισμού στα όρια θρησκοληψίας, περιέχει άφθονα στοιχεία των νεανικών θρίλερ αμερικάνικης κοπής, όπως «Κάρι» (1976/Ντε Πάλμα), αλλά και στιγμές που αγγίζουν τον παγανιστικό σουρεαλιστικό μυστικισμό χιλιάνικων και μεξικάνικων ταινιών, όπως «Madeinusa» (2005/Κλαούδια Λιόσα) και «Σάντα Σάνγκρε» (1989/Αλεχάνδρο Γιοντορόφσκι). 

Η Ζακλίν Λέντζου, γνωστή από τις βραβευμένες πειραματικές μικρού μήκους ταινίες της, παρουσίασε και αυτή πέρσι στη Θεσσαλονίκη την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της «Σελήνη, 66 ερωτήσεις». Η νεαρή Άρτεμις (Σοφία Κόκκαλη) που ζούσε στο εξωτερικό για χρόνια, επιστρέφει στην πατρίδα σε μια δύσκολη συγκυρία της διάγνωσης του πατέρα της (Λάζαρος Γεωργακόπουλος) με εκφυλιστική νευρολογική ασθένεια. Και ενώ οι φιλενάδες της ποζάρουν ολημερίς για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η Άρτεμις βιώνει μια κόλαση, βλέποντας τον άλλοτε αθλητικό πατέρα της, με τον οποίο είχαν αποξενωθεί, να υποφέρει, κατάκοιτος και ερμητικά κλεισμένος στην απάθεια. Αποφασισμένη να σταθεί στο πλευρό του, εκπαιδεύεται στην απαραίτητη ειδική φυσιοθεραπευτική αγωγή και ανακαλύπτει ένα επιμελώς θαμμένο μυστικό, που ερμηνεύει την ψυχρότητά του.

Δίχως το παγερό στυλιζάρισμα σταθερών πλάνων και ψυχώσεων, η γουίρντ διάσταση εδώ μετεξελίσσεται σε ένα ανάλαφρο, σχεδόν παραμυθένιο ποπ-μπουρζουά αμπαλάρισμα, με βίλες, πισίνες με φουσκωτά και φοίνικες, που εμπλέκει μαγικά τη διαδικασία θεραπείας με τη συμπαντική διάσταση άστρων και τις φάσεις της σελήνης, καθώς η ταινία διαχωρίζεται σε κεφάλαια, με την αισθητική συμβολικών εικόνων ταρώ, κλείνοντας το μάτι και στην αλησμόνητη Ανιές Βαρντά.

Τα παιχνίδια μίμησης και εναλλαγής ρόλων που συχνά προβάρει η Άρτεμις, μιμούμενη πότε τις τρεμάμενες κινήσεις του άρρωστου πατέρα, άλλοτε αναπαριστώντας στιγμιότυπα δυσάρεστων συμπεριφορών και πότε την ανάμνησή του όταν έπινε και κάπνιζε, ακούγοντας το «Άσε με να φύγω» με την Τζένη Βάνου, εδράζουν στη θεατρική αφηγηματική τεχνική και επιστρατεύονται για να αναδείξουν την επίπονη ενηλικίωση της πρωταγωνίστριας, μέσα από μια εξουθενωτική εμπειρία.

Αποφεύγοντας τη σκληρότητα της ανάδειξης του σαδισμού, ως πολιτικής συνέπειας του άκρατου καπιταλισμού, που καθιέρωσε ο Χάνεκε, η Λέντζου επικεντρώνεται στις αναπνοές στο πεδίο του ήχου, και σε χορογραφημένες κινησιολογικές λεπτομέρειες από τους εξαιρετικούς πρωταγωνιστές, για να αναδείξει την υποστήριξη με ασκήσεις ενός ανήμπορου κορμιού, που απαιτεί στοργικό αγκάλιασμα, προκειμένου να καθοδηγηθεί, φέρνοντας τους εμπλεκόμενους σε σωματική ώσμωση. Παίζοντας με την ανετάριστη αισθητική, πότε σε πρώτο, πότε σε δεύτερο πλάνο, η κάμερα ακολουθεί ασφυκτικά την βιαστική πρωταγωνίστρια, ενώ καταγράφει τα μικρά ξεσπάσματά της, όταν στρώνει το κρεβάτι ακούγοντας δυνατά το «Lipstick» των Callas και κουκουλώνεται με τα σεντόνια, ανίκανη να συγκρατήσει το λυγμό. Το συναισθηματικό φορτίο απαλύνεται με μικρές ουσιαστικές πειραματικές αναλαμπές, με την εξωτική αισθητική του ’80, από εμβόλιμες εικόνες οικογενειακών βίντεο και ντοκιμαντέρ με φλαμίνγκος και λιοντάρια, εικόνες με σύννεφα και ήχους κυμάτων, ιδιαίτερες μουσικές επιλογές, όπως «Παιδί θαύμα» (Taki Tsan) και «Words» (F-R David), ανακαλώντας και τον Λούκα Γκουαντανίνο, αλλά και διαδοχικές εικόνες αλλοιωμένων φαγητών καρέ-καρέ –επιρροή Γκρίναγουέι- που ανταποκρίνονται στο παρατημένο σπίτι που αντίκρυσε η πρωταγωνίστρια, αλλά και στο γενικότερο αίσθημα αποσύνθεσης της εκφυλιστικής αυτής ασθένειας.

Η εσώτερη καταπίεση και ο τρόμος από το τραύμα της κοινωνικής απόρριψης, συνδιαλέγονται με την σκληρή κατάσταση μιας νευρολογικής πάθησης, συνεχίζοντας τη σύγχρονη γουίρντ προβληματική, γύρω από την πάσχουσα σωματικότητα εσωτερικευμένων ψυχικών τραυμάτων, διάσταση που συνδυάζει στη σφαίρα του σινεμά καλλιτεχνικές εκφάνσεις της εννοιολογικής τέχνης, με βίντεο-αρτ τεχνικές και κινησιολογία σύγχρονου χορού. Πάνω σε αυτό τον καμβά η Λέντζου αφήνει το δικό της αποτύπωμα.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Exit mobile version